Δευτέρα 7 Σεπτεμβρίου 2015

Μακεδονική Γη: Μελένικο (bul. Мелник), πως "χάθηκε" το Προπύργιο του Ελληνισμού.

Ιωάννης Θ. Μπάκας
"Ο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΗ  ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΜΕΛΕΝΙΚΟΥ 1850 - 1912
Διδακτορική διατριβή υποβληθείσα στο 
Τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής θεολογίας 
του Α.Π.Θ.
Θεσσαλονίκη 2003
(οι φωτογραφίες  επιλογές Yauna)


Οι Έλληνες της επαρχίας Μελενίκου απέναντι στις βουλγαρικές κινήσεις και τις οθωμανικές αυθαιρεσίες.

Η ΕΠΑΡΧΙΑ ΜΕΛΕΝΙΚΟΥ 

ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ 1850-1878

(από τα μέσα του 19ου
αιώνα και το Τανζιμάτ ώς την ίδρυση της Βουλγαρικής Ηγεμονίας το 1878)
 
H κατάσταση στα μέσα του 19ου αιώνα ήταν ιδιαίτερα έκρυθμη στην επαρχία Μελενίκου.

Οι σχέσεις χριστιανών και μουσουλμάνων οξύνθηκαν επικίνδυνα και η κρίση συνεχίστηκε έτσι έως την εμφάνιση του βουλγαρικού ζητήματος.

Οι μεταρρυθμίσεις του Τανζιμάτ (1856) και οι συγκυρίες (Κριμαϊκός πόλεμος, Κρητικό ζήτημα) συνέβαλαν στο παραπάνω κλίμα.
Οι ληστείες, οι δολοφονίες και οι αυθαιρεσίες ήταν σχεδόν καθημερινό φαινόμενο.
Ιδιαίτερα το 1850, δραστηριοποιούνταν στους καζάδες Μελενίκου, Πετριτσίου και Δεμίρ Ισάρ ο ληστής Ισμαΐλης από το Λιβούνοβο Μελενίκου.

Ο Ισμαΐλης είχε στο ενεργητικό του αρκετούς φόνους και ληστείες και ήταν υπεύθυνος για τη δολοφονία αγιορείτου μοναχού, καθώς αυτός κατερχόταν από το Μεγάλο Τύρνοβο στο Αγιο Όρος .
Σοβαρή πληγή αποτελούσαν οι Τούρκοι τοπάρχες, οι οποίοι «προσπαθώντας» να ελέγξουν την ανώμαλη κατάσταση, πολλαπλασίαζαν τις αυθαιρεσίες τους σε βάρος του χριστιανικού πληθυσμού.

Από την αρχή ακόμη του 1851 οι χριστιανοί των Κάτω Πορροΐων αντιμετώπισαν προβλήματα από την αυθαιρεσία των οθωμανικών αρχών.
Οι μουσουλμάνοι συγχωριανοί τους κατέλαβαν την οικία που είχαν αγοράσει οι χριστιανοί και την προόριζαν για τον ιερέα τους (παπάζ εβί), με τη δικαιολογία ότι είχε κτιστεί από αυτούς και ότι διέθεταν τα σχέδιά της.

Ο μητροπολίτης Διονύσιος ζήτησε τη μεσολάβηση του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Ιερωνύμου στον Βαλή Θεσσαλονίκης, ώστε να εκδοθεί διαταγή προς τον μουδίρη Δεμίρ Ισάρ, η οποία να υπερασπίζεται το δικαίωμα των χριστιανών Κάτω Πορροΐων στην κατοχή της οικίας.

Η σύλληψη του κοτζαμπάση Πετριτσίου, Δημητρίου Γεωργίου, τον ίδιο χρόνο, συνετάραξε την κοινωνία της πόλης γιατί ήταν τίμιος, φιλοδίκαιος και ευσεβής και είχε πέσει θύμα συκοφαντίας.
Ο μητροπολίτης Διονύσιος, για μια ακόμη φορά, ζήτησε τη βοήθεια του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης στον Βαλή, ώστε να απαλλαγεί ο παραπάνω κοτζάμπασης από τις κατηγορίες .
Στις παραμονές του Κριμαϊκού πολέμου παρατηρήθηκε έξαψη του μουσουλμανικού στοιχείου έναντι των χριστιανών.
Το Φεβρουάριο του 1852, τουρκαλβανοί ληστές εισέβαλαν στο ναό του Αγίου Γεωργίου Δεμίρ Ισάρ και αφήρεσαν διάφορα σκεύη, τον επιτάφιο και το κάλυμμα της Αγίας Τραπέζης .

Σε αυστριακή προξενική έκθεση, τον Αύγουστο του 1853, αναφέρεται πως τους κατοίκους του Μελενίκου κατατρομοκρατούσε, με τις συνεχείς ληστρικές επιδρομές του ο Σινάν.


H δολοφονία του εμπόρου Παπάζογλου μεγάλωσε τον πανικό. Στο χωριό Κατάντζα του διαμερίσματος Μελενίκου, όπου κάθε Τρίτη γινόταν μεγάλο παζάρι, στο οποίο συμμετείχαν πολλοί Μελενίκιοι, ο Σινάν βρήκε την ευκαιρία να απαγάγει ορισμένους για τους οποίους ζήτησε λύτρα 75.000 πιάστρα.
Σε περίπτωση που δεν θα τα λάμβανε, απειλούσε με επίθεση την ίδια την πόλη του Μελενίκου. Οι Μελενίκιοι τρομοκρατήθηκαν και κλείστηκαν στα σπίτια τους σταματώντας κάθε εμπορική και αγροτική δραστηριότητα.
Βλέποντας μάλιστα και την αδιαφορία αλλά και αδυναμία των οθωμανικών αρχών για την ασφάλειά τους ζήτησαν απελπισμένοι την αυστριακή προστασία και μεσολάβηση στις οθωμανικές αρχές για την αντιμετώπιση της κατάστασης .

Οι μεταρρυθμίσεις στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, την ίδια εποχή, όχι μόνο δεν βελτίωσαν το φορολογικό καθεστώς των χριστιανών, αλλά αυτό επιδεινώθηκε ακόμη περισσότερο. Το 1850, και ενώ ο μητροπολίτης Διονύσιος έλειπε στην Κωνσταντινούπολη, η βαριά φορολόγηση του πληθυσμού και οι αυθαιρεσίες από την οθωμανική διοίκηση προκάλεσαν έντονα προβλήματα στους χριστιανούς του Μελενίκου.

Κατ' αναλογία του πληθυσμού, ο βασιλικός φόρος, το έτος εκείνο, θεωρήθηκε υπέρμετρος και τόσο δυσβάστακτος που ανάγκασε πολλούς κατοίκους της πόλης και του καζά να φύγουν, μαζί με τις οικογένειές τους (φαμιλιδόν), στους γειτονικούς καζάδες, μη μπορώντας να ανταποκριθούν στην καταβολή των φόρων που τους αναλογούσαν. 


Η μετανάστευση έλαβε μάλιστα τόση διάσταση, ώστε κινδύνευσαν να ερημώσουν σχεδόν από τον χριστιανικό πληθυσμό η πόλη και ο καζάς. 
Οι κάτοικοι του Μελενίκου ζήτησαν από τον μητροπολίτη Διονύσιο να επιστρέψει στην έδρα του για να συμβάλει στην αντιμετώπιση της κατάστασης. Παράλληλα ζητήθηκε και η βοήθεια του Πατριαρχείου με παρέμβαση στην Υψηλή Πύλη .

Το 1854 ωστόσο, οι διαμαρτυρόμενοι ήταν οι μουσουλμάνοι του Μελενίκου, οι οποίοι κατηγορούσαν τους χριστιανούς συμπολίτες τους για συνεννοήσεις με τους ληστές.
Ο μητροπολίτης Διονύσιος, με εγκύκλιό του απείλησε με αφορισμό όσους έρχονταν σε συνεννόηση με ληστρικές ομάδες και ληστές, χριστιανούς μόνο στο όνομα.

Η παραπάνω εγκύκλιος συνιστούσε ακόμη κατάδοση των ληστών στις αρχές, αποφυγή πολιτικών ομιλιών και δημοσίων αργολογιών κατά τη διάρκεια των γιορτών ή επισκέψεων αντί της προσευχής, της μελέτης και της χριστιανικής αγωγής των παιδιών.

Ιδιαίτερη μνεία γινόταν στο στολισμό των γυναικών, του οποίου συνίστατο η αποφυγή για λόγους σκανδαλισμού και πρόκλησης των ληστών .
Στα μέσα του 19ου αιώνα οι χριστιανοί κάτοικοι της περιοχής δέχονταν έντονα τις πιέσεις των οθωμανικών αρχών και κυρίως τις αυθαιρεσίες και καταχρήσεις τους σε ό,τι αφορά τον φόρο των οινοπνευματωδών
  και του φόρου της δεκάτης.

Ο φόρος των οινοπνευματωδών είχε μεγάλη σημασία για την επαρχία Μελενίκου, η οποία ήταν κατά κύριο λόγο οινοπαραγωγός περιοχή.

Υπάλληλοι της διοίκησης, πριν ακόμη την ωρίμανση των σταφυλιών, όριζαν κατά πρόβλεψη το ποσό του φόρου (20% για το 1860) χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τους τις τυχόν φυσικές καταστροφές, που δεν ήταν ούτε σπάνιες, ούτε λίγες, προκαλώντας την αγανάκτηση των παραγωγών, αλλά και τη φυλάκισή τους ως στασιαστών κατά της εξουσίας.
Έτσι, εξαιτίας αυτών, ο χωρικός της περιοχής που αγωνιζόταν στα κτήματά του μαζί με την οικογένειά του, δε μπορούσε τελικά να οικονομήσει τα προς το ζην και πάντα ήταν καταδικασμένος σε φτώχεια, καθώς δε μπορούσε να θρέψει την οικογένειά του .

Οι αναφορές και οι διαμαρτυρίες των χριστιανών κατά των αυθαιρεσιών των συνοίκων τους οθωμανών σε βάρος τους και της αδράνειας την οποία επεδείκνυαν οι αρχές ήταν σχεδόν καθημερινό φαινόμενο, έτσι όπως παρουσιάζεται μέσα από τις πολυσέλιδες αναφορές του Έλληνα υποπρόξενου στις Σέρρες Δ. Κανακάρη (φόροι για τη χρήση βοσκοτόπων ή πηγών, απαγωγές, απειλές, βιασμοί, αγγαρείες κ.ά.) .

Τον Ιανουάριο του 1864 φυλακίσθηκαν οι Έλληνες υπήκοοι του Δεμίρ Ισάρ γιατί αρνήθηκαν να πληρώσουν ως «ραγιάδες» τους προσωπικούς φόρους στις οθωμανικές αρχές .

Με την πάροδο των ετών η κατάσταση των χριστιανών κατοίκων της περιοχής, από τις συνεχείς αυθαιρεσίες των οθωμανικών αρχών και τη βαριά φορολογία, κατήντησε τραγική.

Στις αυθαιρεσίες σε βάρος των χριστιανών διακρίθηκε ιδιαίτερα ο καϊμακάμης Μελενίκου Ριφάς μπέης ο οποίος, πέρα από τις φορολογίες και τις πιέσεις, τα Χριστούγεννα του 1867, εμπόδισε την πώληση χοιρινού κρέατος, βασικής πηγής εισοδήματος για τους κατοίκους του Μελενίκου.

Οι Μελενίκιοι, με επικεφαλής τον επίσκοπο-επίτροπο του μητροπολίτη, διαμαρτυρήθηκαν, για το άτοπο της απαγόρευσης, στον καδή της πόλης.
Ο καϊμακάμης, μαθαίνοντας το γεγονός πίεσε κατοίκους της πόλης να υπογράψουν κατά του επισκόπου, με την κατηγορία του δημεγέρτη και στη συνέχεια φυλάκισε τους πρωτεργάτες της κίνησης.
Με τη μεσολάβηση του Βαλή Θεσσαλονίκης απελευθερώθηκαν οι συλληφθέντες, ενώ παραπέμφθηκαν σε δίκη στις Σέρρες ο καϊμακάμης και ο επίσκοπος για τη διαλεύκανση της υπόθεσης .

Μελένικο 20ος αιών.
Με την έναρξη σχεδόν του βουλγαρικού ζητήματος, πριν ακόμη την ίδρυση της βουλγαρικής Εξαρχίας, οι χριστιανοί της επαρχίας Μελενίκου, διαβλέποντας τις αξιώσεις των Βουλγάρων προπαγανδιστών στην επαρχία τους, διαμαρτυρήθηκαν με αναφορές τους στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Αναφορά των κατοίκων της επαρχίας Μελενίκου στις 29 Μαΐου του 1869 προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο και την Ιερά Σύνοδο είναι ενδεικτική του φρονήματος των κατοίκων.

Στην αναφορά τους αποκρούουν κάθε ισχυρισμό που τους εμφανίζει ως Βουλγάρους, τονίζοντας την ελληνική εθνικότητά τους και την αφοσίωσή τους στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και στο νόμιμο μητροπολίτη Μελενίκου.

Δεν αρνούνται τη βουλγαροφωνία των κατοίκων της υπαίθρου αλλά τη διαχωρίζουν από την εθνικότητα, δηλώνοντας ότι είναι «Γραικοί βουλγαρόφωνοι»:

«...Εν τη Βουλγαρική έφημερίδι «Μακεδονία»,

 μηνολογουμένη κατά τόν παρελθόντα άπρίλιον,
φαίνεται διατριβή τίνος Βουλγαριστού, φέροντος ύπογραφήν Ι. Ν. δήθεν Μελενικίου,
ύποκρινομένου δολίως, έν ή καί δι' ής έπαποδύεται άγώνα σατανικόν, προσάπτουν καί ύφαίνων κατά του σεβαστού ήμών Άρχιερέως κ. Διονυσίου συκοφαντίας άναιδεστάτας, καί καταχρήσεις πάντη άφανεΐς καί άνυπάρκτους φεύ!
Καί ούδείς έν τούτοις άμφιβάλλει οτι ό καταχθόνιος αύτού σκοπός είναι νά έκτείνη καί διαδώση τό δηλητήριον τού Βουλγαρισμού καί πανσλαβισμού, καί ένσπείρη καί εις τήν ταπεινήν έπαρχίαν μας τά ιώδη ζιζάνια ταύτα.
Έν τούτοις δέ ό είρημένος Ι.Ν. ισχυρίζεται άλόγως οτι
οί έπαρχιώται Μελενίκου είσί Βούλγαροι ού μόνον, άλλ' άναιδέστατος ψεύτης λέγει παντόλμως, οτι καί έντός τής πρωτευούσης μας όμιλούσι τήν Βουλγαρικήν, έκτός ολίγων έξελληνισθέντων.

Δικαίως τοίνυν άγανακτήσαντες διά τά παχυλά καί ψηλαφητά αύτού ψεύδη πάντες οί έπαρχιώται Μελενίκου καί τών τριών καζάδων, Μελενίκου, Δεμιρισαρίου καί Πετρίτζης, άναφερόμεθα πρός τήν άγίαν καί τιθηνήν ήμών Μ. Εκκλησίαν τού Χριστού, ίνα πρώτον μέν διαβεβαιώσωμεν Αύτήν περί τής άφοσιώσεως ήμών εις τόν Πατριαρχικόν θρόνον τής Κωνσταντινουπόλεως, οτι έσμέν τέκνα εύπειθή καί πιστά αύτής, οτι ούδέποτε θ' άνεχθώμεν νά ένωθώμεν μετά τών Βουλγάρων τών άπαιτούντων φεύ! τήν τής Εκκλησίας διαίρεσιν, διότι έσμέν Γραικοί βουλγαρόφωνοι μέν οί χωρικοί, ούχί δέ καί Βούλγαροι, διότι άπωλέσαμεν μέν τήν προγονικήν ήμών γλώσσαν, ούχί δέ καί τήν έθνικότητα, οθεν καί ίερουργούμεθα ύπό Ελληνοφώνων ιερέων Ελληνιστί, καί τά τέκνα ήμών διδάσκονται τήν προγονικήν ήμών γλώσσαν τήν Έλληνικήν•
καί τέλος, οτι ή θέλησις ήμών είναι νά ώμεν ήνωμένοι καί άναπόσπαστοι τής μητρός ήμών Εκκλησίας καί ήμεΐς τε καί οί άπόγονοι ημών έκείθεν θά παραδεχόμεθα Αρχιερείς εις αιώνα τό ν άπαντα, γνωρίζοντες τό ν τής Κωνσταντινουπόλεως θρόνον, καί ούδεπώποτε άλλον.
Δεύτερον δέ ίνα, κηρύττοντες, ότι αί τώ σεβαστώ ήμών Αρχιερεΐ άγίω Μελενίκου, ούδέποτε τού όρθού παρεκτραπέντι καθ' ολον τόν μακράν τής άρχιερατείας αύτού χρόνον, άποσφενδονιζόμενοι άλόγως καί άναισχύντως καταχρήσεις είσί συκοφαντίαι άναιδέσταται καί σατανικοί έπίνοιαι πρός τόν σκοπόν τού πανσλαυϊσμού. ,.»
.

Μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα ο Ελληνισμός της μητρόπολης Μελενίκου κλήθηκε να αντιμετωπίσει τη νέα μεγάλη πρόκληση που προέκυψε στην περιοχή, με την ανάπτυξη του βουλγαρικού εθνικισμού και την ίδρυση της βουλγαρικής σχισματικής Εκκλησίας το 1870, γεγονότα που οδήγησαν στην τραγική διαίρεση και αντιπαράθεση του χριστιανικού στοιχείου της περιοχής.

Το Δεκέμβριο του 1870, η κατάσταση της επαρχίας Μελενίκου χαρακτηριζόταν ως ελεεινή και ανώμαλη εξαιτίας των λεηλασιών, ερημώσεων και κακουργημάτων που προκαλούσαν οι περιφερόμενοι ληστές. Οι άνθρωποι κλείσθηκαν στα σπίτια τους, μη μπορώντας να εκτελέσουν την παραμικρή εργασία, ενώ στον πληθυσμό επικρατούσε απόγνωση για το μέλλον.

Οι Μελενίκιοι δεν περιορίστηκαν μόνο σε μία αναφορά, αλλά και με άλλες επιχειρούσαν να αποδείξουν ως ανυπόστατα, τα όσα ισχυρίζονταν οι λεγόμενοι αντιπρόσωποι του βουλγαρικού έθνους και κυρίως τα όσα αξίωναν στην επαρχία Μελενίκου.

Με αναφορά της προς τη Μεγάλη Εκκλησία, στις 20 Αυγούστου του 1872, η επαρχία Μελενίκου εξέφρασε την αντίθεσή της με τη δημιουργία του βουλγαρικού σχίσματος και εξέφρασε την πίστη της στην ορθοδοξία και το Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Την αναφορά ακολουθούσαν τετρακόσιες υπογραφές και τριάντα σφραγίδες του Μελενίκου, του Δεμίρ Ισάρ, του Πετριτσίου και της Κάτω Τζουμαγιάς, καθώς και των μεγαλυτέρων κοινοτήτων της επαρχίας: 


«Μ' ολον ότι κατά μά'ΐον τού 1870 καί κατά μάρτιον τού 1871 κοινώς έκ τών τριών καζάδων τής έπαρχίας Μελενίκου άναφερθέντες διά άναφορών μας έξεθέσαμεν τά αισθήματα μας κατά τών Βουλγαροφρονούντων, έγνωμεν καί ήδη καθήκον μας έπαναληπτικώς νά έπιβεβαιώσωμεν πρός τήν τροφόν ήμών Μεγάλην τού Χριστού άγιον Εκκλησίαν, ότι ή έπαρχία Μελενίκου κατέκρινε καί κατακρίνει εύαρίθμους τινάς, οίτινες θέλουν νά συνεννοώνται μετά τής Βουλγαρικής προπαγάνδας, καί νά έξαπατούν άπλοϊκοτέρους, ότι, έάν άποχωρισθώσιν άπό τόν Οίκουμενικόν Θρόνον, καί ή Βουλγαρική προπαγάνδα θέλει τούς δώσει άρχιερέα της, ιερείς καί διδασκάλους της νά ιερατεύσουν καί νά διδάξουν οί πάντες άμισθί, πληρωνόμενοι δέ καί διατηρούμενοι δι' έξόδων τής προπαγάνδας καί άλλα ταύτα λέγοντες...
Ημείς ταύτα πάντα καί τά όμοια κατάκρίνομεν, μένομε ν δέ έδραΐοι καί πιστοί εις τά πατροπαράδοτα. Γνωρίζομεν καί θέλομεν γνωρίζει τόν Οικουμενικόν Πατριάρχην τής Κωνσταντινουπόλεως άρχηγόν τής 'Ορθοδόξου Ανατολικής θρησκείας μας, καί μόνον τόν άπό τής Μ. του Χριστού άγιας Εκκλησίας τής Κωνσταντινουπόλεως διοριζόμενον κανονικόν άρχιερέα Μελενίκου πνευματικόν ποιμένα μας.. ,» .

Στα μέσα περίπου του 1872, τα χωριά γύρω από το Μελένικο, με την παρακίνηση και προτροπή του περιοδεύοντος στην περιοχή Στεφάνου Βέρκοβιτς απέστειλαν στην Βουλγαρική Εξαρχία στην Κωνσταντινούπολη αναφορά, συνταγμένη από το Βέρκοβιτς, με την οποία δήλωναν ότι ανήκαν στη δικαιοδοσία της και όχι στο «Γραικικό», όπως αναφερόταν, Πατριαρχείο και ζητούσαν την τοποθέτηση βουλγαροεπισκόπου

Στέφανος Βέρκοβιτς,
Стефан Илич Веркович
Τα "Βουλγαρικά Τραγούδια"
Μακεδονίας του Βέρκοβιτς.

Η μητρόπολη Μελενίκου, με ενέργειες του βοηθού επισκόπου Σελευκείας Μελετίου, ξεσήκωσε τον πληθυσμό να υπογράψει μία ακόμη αναφορά προς το Πατριαρχείο, με την οποία να δηλώνεται η πίστη και η αφοσίωση της περιοχής προς τη Μεγάλη Εκκλησία . Είναι η εποχή κατά την οποία αρχίζει ο ανταγωνισμός των αναφορών, σε πρώτη φάση, για τη διεκδίκηση και την επικράτηση στην περιοχή, ύστερα από έντονη προπαγανδιστική δραστηριότητα.


Σύμφωνα με ομολογία Βουλγάρων παραγόντων ο Βέρκοβιτς, στη συλλογή των μακεδονικών ασμάτων του συμπεριέλαβε τραγούδια των περιοχών Μελενίκου και Σερρών, τα οποία είχαν παραποιηθεί από ομάδα Βουλγάρων διδασκάλων.
Ένας από αυτούς ήταν ο Χαριζάνωφ, πρώην δημοδιδάσκαλος στο Μελένικο και στη συνέχεια δικαστής στη Βουλγαρία.

Στόχος των πλαστογράφων ήταν να παρουσιάσουν ότι οι Βούλγαροι ήταν οι πρώτοι κάτοικοι της Μακεδονίας και οι εισηγητές του αρχαίου πολιτισμού της.

Η έλλειψη του αισθήματος της δημόσιας ασφάλειας διακρίνει όλη αυτή την χρονική περίοδο. Βιαιότητες εκ μέρους των Κιρκασίων συνέβησαν και σε βάρος βλαχοποιμένων του όρους Πιρίν .

Τις βιαιοπραγίες των Κιρκασίων συμπλήρωναν και αυτές των βασιβουζούκων εθελοντών του οθωμανικού στρατού. Από την αρχή του σερβοτουρκικού πολέμου του 1876, οι βασιβουζούκοι που επέστρεφαν στο Δεμίρ Ισάρ από το μέτωπο, προέβαιναν σε φοβερά κακουργήματα σε βάρος του χριστιανικού πληθυσμού της πόλης και των χριστιανικών περιουσιών αποτελώντας μία ακόμη πληγή για την περιοχή .
Στο χωριό Ρουπέλι λεηλάτησαν την εκκλησία, στην οποία έβαλαν τα ζώα τους, ενώ τις εικόνες τις χρησιμοποίησαν ως στόχους για σκοποβολή. Ανάλογα διέπραξαν και στα χωριά Λιβούνοβο και Σφέτι Βρατς, όπου κατέστρεψαν τα σπαρτά. Οι χωρικοί τρομοκρατήθηκαν σε βαθμό τέτοιο, ώστε εγκατέλειψαν τις εργασίες τους και κλείστηκαν στα σπίτια τους έως την αναχώρηση των εθελοντών .
Οι βιαιοπραγίες και ληστείες εκ μέρους των Κιρκασίων που συνέβησαν με την ανοχή των οθωμανικών αρχών κατά το Ι876, καταγράφηκαν σε έκθεση με τον τίτλο:


Περιληπτική εκθεσις τής καταστάσεως τής πόλεως καί του Καζα Δεμίρ-Ισαρίου, και κατά το διάστημα τούτο συμβεβηκότων, και το οποίο απεστάλη μέσω του προξενείου Σερρών στο ελληνικό Υπ. Εξ.

Εξαιτίας της ανώμαλης κατάστασης, ο χριστιανικός πληθυσμός έστρεψε την προσοχή του στην πρόκληση του ενδιαφέροντος για την περιοχή, αρχικά στην Ελλάδα, κάτι που ενίσχυε και η παρουσία της ελληνικής διπλωματίας (προξενείο Σερρών) και στη συνέχεια στη Ρωσία, κάτι που ενθάρρυνε η προέλαση των ρωσικών στρατευμάτων στην περιοχή κατά το ρωσοτουρκικό πόλεμο.

Σημαντικό για την ίδια εποχή είναι και το γεγονός ότι οι αρχηγοί των χριστιανικών ληστρικών ομάδων, που λόγω των καταπιέσεων των Τούρκων είχαν συγκροτηθεί στα βουνά της περιοχής και ευελπιστούσαν στην άφιξη ελληνικού στρατού για να ενωθούν μαζί του, τώρα και με την παρακίνηση των Ρώσων, στρέφονται προς τους Βουλγάρους εμφανίζοντας φιλοσλαβικές διαθέσεις.

Τις διαθέσεις αυτές ενίσχυσε σημαντικά και η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (1878).

Βουλγαρική Εξαρχία - Μεγάλη Βουλγαρία.
Τον Ιανουάριο του 1878, το ελληνικό Υπ. Εξ. ζήτησε τη γνώμη των διπλωματικών του αρχών στη Μακεδονία για τη δυνατότητα εξέγερσης του χριστιανικού πληθυσμού ενάντια στην οθωμανική εξουσία.

Ο πρόξενος Σερρών στην απάντησή του θεωρούσε δυνατή μια τέτοια επαναστατική κίνηση, καθώς διαπίστωνε προθυμία του πληθυσμού να συμμετάσχει σε αυτήν, με την προϋπόθεση όμως ότι το κίνημα θα τύγχανε τη στήριξη της ελληνικής κυβέρνησης και των εθνικών συλλόγων της Αθήνας.

Στο σχέδιο δράσης που πρότεινε ο πρόξενος Σερρών προέβλεπε επιδρομή ελληνικών στρατιωτικών σωμάτων με ορμητήριο τη Χαλκιδική και τον κόλπο του Ορφανού.

Η επιχείρηση θα είχε δύο σκέλη: ένα με στόχο την εξέγερση της περιοχής Ζίχνης και ένα με στόχο την εξέγερση του τμήματος Νιγρίτας ώς την πόλη και την περιοχή του Μελενίκου .

Το 1878, με αφορμή το ρωσοτουρκικό πόλεμο, βουλγαρικά επαναστατικά σώματα εισέβαλαν στην ευρύτερη περιφέρεια των Σερρών.

Οι επαναστάτες επέλεξαν ως κέντρο τους την Ανω Τζουμαγιά που βρισκόταν κοντά στα οθωμανοβουλγαρικά σύνορα και εξορμώντας από εκεί εισέβαλαν στο Μελένικο και το Πετρίτσι και έφτασαν πολύ κοντά στις Σέρρες, ωστόσο αντιμετωπίσθηκαν από τον οθωμανικό στρατό .

Καθώς τα ρωσικά στρατεύματα πλησίαζαν στην επαρχία Μελενίκου κατά το ρωσοτουρκικό πόλεμο το 1878, πλήθος μουσουλμάνων μεταναστών, κυρίως Κιρκασίων, διερχόταν από την περιοχή κουβαλώντας πολλά κλοπιμαία στο διάβα τους, προερχόμενα από λεία, ανάμεσά τους και πολλά ιερατικά σκεύη.

H διέλευση των μεταναστών αυτών προκάλεσε μεγάλη ανησυχία και φόβο στον φιλήσυχο πληθυσμό της περιοχής, χριστιανικό αλλά και μουσουλμανικό, που βρέθηκε ξαφνικά εκτεθειμένος σε κάθε βιαιοπραγία, λόγω και της ελλιπούς ασφάλειας της περιοχής από την έλλειψη τακτικών στρατευμάτων.
Την ανησυχία αυτή επέτειναν και οι συνεχείς διαδόσεις της προσέγγισης άλλοτε των ρωσικών και άλλοτε των σερβικών στρατευμάτων.

Οι παραπάνω μεγάλες αφίξεις μουσουλμάνων μεταναστών, κυρίως Κιρκασίων , από διάφορες περιοχές της Βουλγαρίας, δημιούργησαν πολλά προβλήματα στον Ελληνισμό της περιοχής, λόγω των πολλών ληστειών και βιαιοτήτων που συνόδευαν τη μετακίνηση του παραπάνω πληθυσμού και κυρίως της ανοχής που επεδείκνυαν σε αυτόν οι οθωμανικές αρχές, οι οποίες επέβαλαν στο χριστιανικό πληθυσμό επιπλέον φορολογία για τις ανάγκες του στρατού κατά τη διάρκεια του πολέμου.

Σημειώθηκε, επίσης, αύξηση του μουσουλμανικού στοιχείου της περιοχής έναντι του χριστιανικού , ενώ παρατηρήθηκε και αύξηση των χριστιανικών ληστρικών συμμοριών, που παράλληλα με τους Τούρκους, φορολογούσαν το δύστυχο πληθυσμό .

Η ανάπτυξη του βουλγαρικού μεγαλοϊδεατισμού με τη συνθήκη του Αγίου Στεφάνου και η ίδρυση, της γειτονικής στην επαρχία Μελενίκου, Βουλγαρικής Ηγεμονίας, έδωσαν ερείσματα και εθνικό προσανατολισμό σε τμήμα του χριστιανικού πληθυσμού της περιοχής που άρχισε σταδιακά να απομακρύνεται από την επιρροή του Ελληνισμού και τη σκέπη του Οικουμενικού Πατριαρχείου.


Η ΕΠΑΡΧΙΑ ΜΕΛΕΝΙΚΟΥ ΤΗΝ ΠΕΡΟΔΟ 1878-1891
Νευροκόπι ήταν το σημερινό Gotse Deltev.
(από την ίδρυση της Βουλγαρικής Ηγεμονίας ώς το θάνατο του μητροπολίτη Προκοπίου)

Κατά την περίοδο αυτή παρατηρείται εντατικοποίηση των σλαβικών κινήσεων στην επαρχία Μελενίκου, η οποία έλαβε, στη συνέχεια, τέτοια διάσταση, ώστε ο Έλληνας πρόξενος Σερρών Ιωάννης Παπακωστόπουλος τη χαρακτήρισε ως σλαβικό κίνημα.
 Παράλληλα η ύπαρξη, από το 1875, στον επισκοπικό θρόνο Μελενίκου του μητροπολίτη Προκοπίου και η πολιτεία του σημάδεψαν, όχι μόνο την περίοδο αυτή, αλλά και το μέλλον του Ελληνισμού στην περιοχή.

Με την ίδρυση της Βουλγαρικής Ηγεμονίας, το 1878, Βούλγαροι «απόστο­λοι» μετέφεραν επαναστατικό υλικό και προκηρύξεις σε ολόκληρη την επαρχία Μελενίκου και διέδιδαν φήμες για επικείμενη βουλγαρική εισβολή. 
Η κατάσταση αυτή προκάλεσε έντονη ανησυχία στους Μελενικίους και μεγάλο ερεθισμό στον οθωμανικό πληθυσμό.
 Παρατηρήθηκαν βιαιότητες και κακουργήματα σε βά­ρος χριστιανών, καθώς και αναγκαστικές εξισλαμίσεις χριστιανών, κυρίως γυναικών.
Στις αρχές του Οκτωβρίου του 1878, ληστρική συμμορία εισέβαλε στο Μελένικο και απήγαγε εύπορο Μελενίκιο ζητώντας λύτρα 700 οθωμανικές λίρες για την απελευθέρωσή του.
Η ανώμαλη κατάσταση επέδρασε άσχημα, όπως ήταν φυσικό, στην οικονομία της περιοχής και το εμπόριο.
Τον Οκτώβριο του 1878 δεν μπόρεσε να λειτουργήσει η μεγάλη εβδομαδιαία (κάθε Παρασκευή) αγορά της Κάτω Τζουμαγιάς λόγω της μη προσέλευσης εμπόρων.

Την ίδια εποχή εμφανίστηκε μεγάλη φιλοβουλγαρική συμμορία με επικεφα­λής τον ιερέα του χωριού Ρίπνιτσα Πετριτσίου και κάποιον Ζλάτκο. 
Η συμμορία αυτή δραστηριοποιήθηκε γρήγορα σε ολόκληρη την επαρχία Μελενίκου, ο αρχηγός ιερέας τελούσε αγιασμούς και όρκιζε τους αντάρτες που εντάσσονταν σε αυτήν, ενώ ως σύμβολο χρησιμοποιούσε σημαία με ερυθρόλευκα χρώματα.

 Η παραπάνω συμμορία αποπειράθηκε μάλιστα, να προκαλέσει αναφορά των κατοίκων, με την οποία θα ζητούσαν τη ρωσική προστασία. Η ενέργεια αυτή όμως, έμεινε χωρίς συνέχεια, γιατί οι κάτοικοι του Μελενίκου αρνήθηκαν να υπογράψουν την αναφορά. Παράλληλα γίνονταν προσπάθειες για την πρόκληση της αυστριακής προστασίας, αλλά και αυτή η κίνηση δεν εύρισκε αποδοχή από τους κατοίκους της περιοχής.

  Τις φιλοσλαβικές συμμορίες ενεθάρρυνε η προώθηση των ρωσικών στρατευμάτων στο βορειότερο διαμέρισμα της επαρχίας και η κατάληψη από αυτούς της Ανω Τζουμαγιάς, καθώς και ο ερχομός στην περιοχή, από τη Σερβία, του «κλέφτη» Ίλκου (Ηλία) με πολυάριθμη ομάδα και κανόνια. 

Το ελληνικό προξενείο Σερρών, για την αντιμετώπιση της αρνητικής για τον Ελληνισμό της περιοχής κατάστασης, πρότεινε την ανάγκη οργάνωσης ενός ελληνικού κινήματος, αντίστοιχου με αυτό που δραστηριοποιούνταν την ίδια εποχή στη Θεσσαλία, καλύτερα οργανωμένου και με ικανό αρχηγό σε αντίθεση με ό,τι επιχειρήθηκε κατά το παρελθόν (Λεωνίδας Βούλγαρης κτλ.).

Τον Οκτώβριο του 1878, εξαιτίας του πλήθους των βουλγαρικών συμμοριών, συγκεντρώθηκε στην περιοχή Μελενίκου οθωμανικός στρατός 5.000 περίπου ανδρών, χωρίς όμως να δραστηριοποιηθεί στην καταδίωξη των ληστών που ανενόχλητοι συνέχιζαν το καταστρεπτικό τους έργο.

Η πρώτη μάχη που αναφέρεται μεταξύ οθωμανικού στρατού και συμμο­ρίας 5οο ανδρών πραγματοποιήθηκε στην Γραδέσνα της Κρέσνας και η δεύτερη στο Χίρσοβο Μελενίκου.

 Η οργάνωση σωμάτων βασιβουζούκων και Κιρκασίων για την αντιμετώπιση των συμμοριών προκάλεσε σοβαρά προβλήματα στον οθωμανικό στρατό, καθώς και αμηχανία στην Υψηλή Πύλη, γιατί τα σώματα αυτά, ουσιαστικά ανεξέλεγκτα, προχώρησαν στην πυρπόληση ένδεκα περίπου χωριών της περιφέρειας Μελενίκου, των οποίων σχεδόν όλοι οι κάτοικοι εξοντώθηκαν.

Ωστόσο, η εξέλιξη αυτή και ο χειμώνας οδήγησαν στην παύση κάθε «επαναστατικής» ενέργειας. Το Δεκέμβριο του 1878 αναφέρεται μόνο μία συμμορία, η οποία κακοποίησε τον ιερέα Κωνσταντίνο του χωριού Κουβάσοβο Μελενίκου και δολοφόνησε το γέροντα ιερέα Σταμάτη του χωριού Σπάνσα, καθώς και προκρίτους, ακόμη και βρέφη, όλων Ελλήνων ή ελληνιζόντων.

Τον Ιανουάριο του 1879, οι συμμορίες νικημένες από τον οθωμανικό στρατό απομακρύνθηκαν από την περιοχή του Μελενίκου και πέρασαν να διαχειμά­σουν, δυτικά του Στρυμόνα, στις περιοχές Καρσί Γιακά και Κρέσνας. Τα αυτοκρατορικά στρατεύματα παρέμειναν να διαχειμάσουν στο Μελένικο, τη Μπέλιτσα και τη Γραδένιτσα. Η οικονομική κατάσταση της περιοχής όμως δεν ήταν καλή. Οι τροφές και οι ζωοτροφές, εξαιτίας της παρατεταμένης ληστείας, παρουσίαζαν ελλείψεις και είχαν ως συνέπεια τη μεγάλη άνοδο των τιμών.

Δημοσίευμα της ίδιας εποχής αναφερόμενο στην καταστολή της λεγόμενης βουλγαρικής επανάστασης στη Μακεδονία, τη χαρακτηρίζει ως ληστρική πρά­ξη ελαχίστων ντόπιων, σε συνεργασία με εξοπλισμένους, από το ρωσικό στρατό, κομιτατζήδες

Παρά την ταχύτατη πρόοδο των ρωσικών στρατευμάτων, κατά το ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1878, η Τουρκία μπόρεσε να διατηρήσει υπό έλεγχο τις περιοχές Κρέσνας και Ρασλοκίου. Για την εξέταση της κατάστασης στην περιοχή και του φρονήματος των κατοίκων αφίχθη στο Μελένικο ο Αγγλος συνταγματάρχης Singe.
Ωστόσο, ο συγγραφέας του δημοσιεύματος, θεωρεί ακατάλληλη τη στιγμή για κρίσεις και επιθεωρήσεις του φρονήματος των κατοίκων, αφού οι συνεχείς αδικίες και καταπιέσεις των οθωμανικών αρχών σε βάρος του χριστιανικού πληθυσμού, μείωσαν τη συναίσθηση του εθνικού συμφέροντός του, η δε ιδέα της απαλλαγής από τα δεινά, που ευαγγελίζονταν οι κινηματίες, ασκούσε σημαντική επίδραση στον πληθυσμό που φαινόταν να προτιμά την υπαγωγή του σε ένα ομόθρησκο κράτος, παρά να συνεχιστούν τα παθήματα του παρελθόντος. Χρειαζόταν λοιπόν ενεργοποίηση όλων των δυνάμεων ώστε να επιτευχθεί δικαιότερη διοίκηση, κάτι που γινόταν αντιληπτό και από τους οθωμανούς προκρίτους.

Το 1879, η κατάσταση χειροτερεύσε ακόμη περισσότερο για τη δημόσια ασφάλεια, ιδιαίτερα στην περιφέρεια Δεμίρ Ισάρ, όπου δραστηριοποιούνταν οι τολμηρότερες συμμορίες και η συχνότητα των ληστοπραξιών ήταν μεγάλη. Μεγάλος αριθμός συμμοριών, τόσο οθωμανικών, όσο και χριστιανικών, απέβησαν μάστιγα για το χριστιανικό, κυρίως, πληθυσμό της περιοχής. Η καταδίωξη των ληστών ανετέθη σε Κιρκάσιους ή Τουρκαλβανούς, οι οποίοι όμως διέπραξαν πολύ χειρότερα.

 Την κατάσταση επιβάρυναν και οι καταχρή­σεις των επιτοπίων Τούρκων διοικητών και ιδιαίτερα η διαγωγή του καϊμακάμη Δεμίρ Ισάρ σε βάρος των χριστιανών κατοίκων και οι συγκαλύψεις των βιαιοπραγιών των Κιρκασίων.

Οι κάτοικοι του Δεμίρ Ισάρ αγανακτισμένοι από την κατάσταση και κυρίως από τις βιαιότητες που συνέβησαν στα χωριά Κρούσοβο και Μπαρακλή, όταν ο Τούρκος διοικητής ανέθεσε σε Κιρκάσιο τη συγκέντρωση της δεκάτης (η συγκέντρωση της δεκάτης έγινε με επεισοδιακό τρόπο σε βάρος των χριστιανών κατοίκων των παραπάνω χωριών), απευθύνθηκαν με επιστολή τους στο ελληνικό προξενείο Σερρών, στις 24 Φεβρουαρίου 1879, ζητώντας τη μεσολάβηση στις οθωμανικές αρχές και προστασία τους.

Παράλληλα το Φεβρουάριο του ίδιου έτους, ο οθωμανικός στρατός προέλασε προς την Ανω Τζουμαγιά με στόχο την ανακατάληψή της. Οι Τούρκοι έφτασαν στην Ανω Τζουμαγιά το Μάρτιο, αλλά αντιμετώπισαν την αντίσταση και τον ανταρτοπόλεμο των Βουλγάρων κατοίκων της περιοχής.

Στα τέλη Ιουνίου ο οθωμανικός στρατός, σύμφωνα με τη Συνθήκη του Βερολίνου (1878), ανακατέλαβε από τους Ρώσους την Ανω Τζουμαγιά. Η πόλη ήταν ερειπωμένη και σχεδόν εγκαταλελειμμένη από τους κατοίκους της, που πυρπόλησαν τμήμα της πόλης πριν την εγκαταλείψουν.
Την οριοθέτηση της τουρκοβουλγαρικής μεθορίου θα πραγματοποιούσε ευρωπαϊκή επιτροπή.

Με την αποκατάσταση της τάξης μετά το τέλος του πολέμου το φαινόμε­νο των οργανωμένων ανταρτικών σωμάτων σταδιακά περιοριζόταν, παρέμεναν όμως στο χώρο συμμορίες που ασκούσαν ληστρικό βίο και εύρισκαν καταφύγιο στη νεοσύστατη Βουλγαρική Ηγεμονία.

Οι ομάδες αυτές είχαν πρωτοεισβάλει στην περιοχή το Μάιο του 1878, με στόχο, όπως ισχυρίζονταν, να προλειάνουν το έδαφος για το ρωσικό στρατό ο οποίος ερχόταν να ελευθερώσει τη Μακεδονία ως το Αιγαίο.
Οι ληστείες των συμμοριών αυτών δεν περιορίζονταν μόνο στο ελληνικό και το τουρκικό στοιχείο, αλλά επεκτείνονταν ακόμη και στο βουλγαρικό, χρησιμοποιώντας βασανιστήρια (ξυράφισμα) και άλλες αποτρόπαιες μεθόδους για να πετύχουν το σκοπό τους. 
Το ξυράφισμα (σημάδεμα ως αναμνηστικό) δεν απέφυγε ο Μελενίκιος εύπορος Βάντσης, ο οποίος απήχθη ενώ βρισκόταν στην οιναποθήκη του και ελευθερώθηκε, αφού κατέβαλαν οι δικοί του λύτρα.

Οι συμμορίες άρπαζαν ό,τι εύρισκαν: άλογα, μουλάρια, αιγοπρόβατα, χοίρους.

Απήγαγαν ανθρώπους, ζητώντας υπέρογκα λύτρα και προξενούσαν τον τρόμο στους καζάδες Μελενίκου, Δεμίρ Ισάρ και Πετριτσίου.
Η πόλη του Μελενίκου έμοιαζε πολιορκημένη.
Την κατάσταση αυτή αντιμετώπισε ως ένα βαθμό αποτελεσματικά τον Οκτώβριο του 1878 ο καϊμακάμης του Δεμίρ Ισάρ οργανώνοντας σώμα Κιρκασίων και Αλβανών. Ωστόσο, μικρές ομάδες συνέχι­ζαν να περιφέρονται και να προξενούν τον φόβο στους κατοίκους.

 Η ρωσική κατοχή της Ανω Τζουμαγιάς ενεθάρρυνε τις συμμορίες, γιατί εκεί εύρισκαν πολεμοφόδια και εύκολο καταφύγιο από τις διώξεις των οθωμανικών αρχών, παρά τις αντίθετες διαβεβαιώσεις της ρωσικής διοίκησης.

Η παρουσία, ωστόσο, πολυάριθμου οθωμανικού στρατού δεν αποθάρρυνε τους ληστές οι οποίοι συνέχιζαν ανενόχλητα να δρουν στην περιοχή. Στα μέσα του 1879, εμφανίστηκε πολυάριθμη ληστρική συμμορία σαράντα περίπου ληστών στην περιοχή των Πορροΐων με αρχηγό τον Ταβάκο. Στην ίδια περιοχή δρούσε και μικτή συμμορία Τούρκων και χριστιανών, με αρχηγό έναν χριστιανό από το Αργυρόκαστρο, η οποία δραστηριοποιούνταν κυρίως στις απαγωγές ευπόρων κατοίκων.

Η κατάσταση επιδεινώθηκε πάλι το καλοκαίρι του 1879 με την αύξηση των συμμοριών, κυρίως σε δύναμη ανδρών, που λυμαίνονταν την περιοχή.
 Η απόγνωση των Μελενικίων έφτασε στα ύψη, γιατί αυτοί κυρίως ως Έλληνες - κατά την έκφραση των συμμοριτών «γραίτσεσκι κούτσι», - δέχονταν όλο σχεδόν το βάρος των εγκλημάτων και απειλών. 

Κανείς δεν τολμούσε να βγει από την πόλη για να καλλιεργήσει τα χωράφια και τα αμπέλια του ή να φροντίσει τα ζώα του ή να πάει στο μύλο. 
Ανάμεσα σε αυτούς που δέχτηκαν τις επιθέσεις των ληστών ληστεύθηκαν, απήχθησαν, βασανίστηκαν ή φονεύθηκαν, ήταν οι Μελενίκιοι
Απού μπέης,
Βάντσης, 
Τζίκας, 
Η Βυζαντινή μονή Ροζινού
που πανηγύριζε στις εορτές της 8ης και 14ης Σεπτεμβρίου
γενέσιον της Θεοτόκου και του Τιμίου Σταυρού,
όπου μετέβαιναν πολλές οικογένειες από το Μελένικο
για να περάσουν λίγες ευχάριστες ημέρες στην εξοχή,
σώζεται μέχρι σήμερα (Wikipedia).
Θ. Σεβάς, 
Κ. Βρέγας, 
Κ. Κουμλής, 
Καλαϊτζής, 
Γ. Σεβάς, 
Μ. Τρένος, 
Ι. Θεοφάνους, 
Β. Λουκούμης, 
Β. Φιλιππάκης, 
Β. Τοπόλιας, 
Θωμάς Π. Μέρτζος, 
Δημ. Βελίτσκας, 
Χρήστος Γκέσος, 
Δημήτριος Γκέσος, 
Δημήτριος και Νικόλαος Πέικος, 
Γεώργιος Σίπκος, 
Σπανδωνής, 
καθώς και η μονή Ροζινού.

Στα τέλη του Αυγούστου του 1879, ληστρική συμμορία εισέβαλε στο ναό του Κρουσόβου και αφού παρακολούθησε τη Θ. λειτουργία στη συνέχεια απήγαγε οκτώ κατοίκους.
Το ίδιο ακριβώς γεγονός με τον ίδιο αριθμό απαχθέντων από την εκκλησία συνέβη και στο χωριό Σάβγιακο. 
Οι περισσότεροι των απαχθέντων δολοφονήθηκαν.

Στα μέσα Νοεμβρίου του 1879, μετά την ανακατάληψη της Ανω Τζουμαγιάς από τον οθωμανικό στρατό,
η Υψηλή Πύλη απέστειλε προς το νομάρχη (Βαλή) Θεσσαλονίκης
 σχέδιο νόμου για την οργάνωση και διοίκηση της
 Ανατολικής Μακεδονίας,ονομαζόμενης μάλιστα ως Δυτική Ρωμυλία. 

Για το νόμο αυτό ζητήθηκαν πληροφορίες από όλα τα διαμερίσματα της περιοχής.

 Το Δεμίρ Ισάρ απάντησε ότι η πόλη κατοικείται από Τούρκους και ελληνόφωνους χριστιανούς και τα χωριά του καζά από Τούρκους και βουλγαρόφωνους χριστιανούς, πιστούς στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, οι οποίοι τελούσαν τη Θ. λειτουργία στην ελληνική γλώσσα και διατηρούσαν ελληνικά σχολεία.

Παρά τη φαινομενική ειρήνευση στην ευρύτερη περιοχή των Σερρών και τον υποτιθέμενο αφοπλισμό των ανταρτών, στις 29 Νοεμβρίου του ίδιου χρόνου δόθηκε κοντά στο Μελένικο πολύνεκρη μάχη οθωμανικού στρατού με βουλγαρι­κό ανταρτικό σώμα, αποτελούμενο από 2.800 άντρες, πολύ καλά οπλισμένους, με προμήθειες και δύο τηλεβόλα υπό τον Γιοβάννοβιτς.

Το φαινόμενο των ληστειών και βιαιοπραγιών παρουσίασε μικρή ύφεση, το Δεκέμβριο του 1879, με την παγίωση της οθωμανικής κυριαρχίας στα βόρεια της περιοχής σύμφωνα με τη Συνθήκη του Βερολίνου και ώς την άνοιξη του 1881, οπότε άρχισε πάλι να παίρνει διαστάσεις. Παράλληλα αυξήθηκαν οι διεκδικήσεις των Βουλγάρων κατοίκων για την κατοχή και λειτουργία ναών και σχολείων.

Το 1880 οι Βούλγαροι, με την επέμβαση των οθωμανικών αρχών, κατόρθωσαν προσωρινά να αποσπάσουν το ναό του Αγίου Νικολάου Πετριτσίου και να παρασύρουν στο σχίσμα ιερέα (Σακκελάριο) της πόλης, καθώς και τους προκρίτους Γεώργιο Φιλίππου και Αναστάσιο Αντικατζή.
Η παρουσία του μητροπολίτη Προκοπίου στο μητροπολιτικό θρόνο Μελενίκου και η διάθεση εκ μέρους του να ικανοποιήσει αιτήματα του βουλγαρόφρονος μέρους του ποιμνίου του, ενδεχομένως για την αποφυγή οξύνσεων, διευκόλυνε το σταδιακό εκβουλγαρισμό του πληθυσμού.

Την άνοιξη του 1881 εμφανίστηκε στην περιοχή η πολυπληθής, εξ 70 περίπου ληστών αποτελούμενη, συμμορία του Κώστα Κουκούλη από τα Πορρόια.

 Το Μάιο του ίδιου χρόνου, σύμφωνα με υπολογισμούς του ελληνικού προξενείου Σερρών, μόνο στο διαμέρισμα Πετριτσίου υπήρχαν 500 ληστές, ανάμεσά τους και ο λήσταρχος Άγκος.

Παράλληλα ορισμένοι από αυτούς, και κυρίως όσοι εφορμούσαν από τα όρια της Βουλγαρικής Ηγεμονίας, άρχισαν να αυτοαποκαλούνται αντάρτες δίνοντας έτσι εθνικό και πολιτικό χαρακτήρα στις κινήσεις τους.

Η νέα έξαρση των ληστειών επηρέασε αρνητικά, κυρίως τους Μελενικίους οι οποίοι, εξαιτίας του φόβου των απαγωγών και κακουργημάτων, δεν τολμούσαν να βγουν από την πόλη τους για τις εμπορικές ή τις γεωργικές ασχολίες τους. Επιπλέον οι Μελενίκιοι υπέφεραν και από τις συνεχείς αγγαρείες, στις οποίες υποχρεώνονταν από τον οθωμανικό στρατό, ο οποίος επιστρά­τευσε και όλα τα μεταφορικά ζώα των κατοίκων. Χαρακτηριστική η περίπτω­ση του Μελενικίου νέου Μανόλη Δάρη, ο οποίος κακοποιήθηκε ανηλεώς από τον τουρκικό στρατό, επειδή διεκδίκησε πίσω το άλογό του, το οποίο χρησιμοποιούσε για τη μεταφορά συκαμινοφύλων. Ο νέος από τον πολύ ξυλοδαρμό παραφρόνησε και αλυσοδέθηκε στο ναό του αγίου Αντωνίου στο Μελένικο για θεραπεία.

Τον Απρίλιο του 1882, ο εισαγγελέας Σερρών Τσερκέζ Μεχμέτ προχώρησε στην κατάσχεση των βουλγαρικών αλφαβηταρίων από τα βουλγαρικά σχολεία των υποδιοικήσεων Μελενίκου, Πετριτσίου και Ζίχνης ως ανατρεπτικά και αντάρτικα και διέταξε τη σύλληψη των βουλγαροδιδασκάλων.

 Με αφορμή την παραπάνω ενέργεια, ο κύριος πράκτορας της βουλγαρικής προπαγάνδας στην περιφέρεια Σερρών Πέτρος Β. Σαράφωφ απέστειλε, στις 6 Απριλίου 1882, από τις Σέρρες, την παρακάτω επιστολή στον Λάσκαρη στο Πετρίτσι:
 «(sic) Ο Μεχμέτ έφέντης ήλθεν, άφού έσύναξεν έν Νευροκόπω καί Ραζλοκίω τά ένάντια βιβλία καί έπέτρεψε τοΐς έκεΐσε νά έξακολουθήσωσι τήν έργασίαν των, άφ' ου τοΐς εδωκεν οδηγίας νά μή μεταχειρίζωνται εις τό έξής τοιαύτα ένάντια βιβλία. 
Ό αύτός Μεχμέτ έφέντης έζήτησε τάς έγγυητάς σας καί όλους ύμάς όσοι έφυλακίσθητε καί σάς δώση τά καλά βιβλία μετά οδηγιών νά φυλάττησθε τού λοιπού άπό τά ένάντια. 
Άμα λάβητε ταύτην μου νά είδοποιήσητε τόν διδάσκαλον τού Τσιαπαρόβου καί τής Έλέσνιτζας κατά τήν προσεχήν Παρασκευήν άφεύκτως νά ελθητε έδώ.. .(sic) ».

Στις αρχές του 1883 εγκατεστάθη στο Πετρίτσι, ως βουλγαροδιδάσκαλος, ο προπαγανδιστής Kωνσταντίνωφ, ο οποίος, όπως και ο Σαράφωφ στην περιφέρεια Σερρών, στάλθηκε από τα «κέντρα» της Σόφιας για την προώθηση του βουλγαρισμού στην περιοχή. 

Με ενέργειες του καϊμακάμη Πετριτσίου ο Kωσταντίνωφ απομακρύνθηκε από το Πετρίτσι. 

Σημαντική στο παραπάνω ζήτημα ήταν και η συμβολή του μητροπολίτη Mελενίκου Προκοπίου, ο οποίος μετέβη στα μέσα του 1883 στο Πετρίτσι, εξέτασε αυτοπροσώπως το ζήτημα και ζήτησε με τακρίριό του από τον καϊμακάμη να διώξει από το Πετρίτσι το δάσκαλο Kωσταντίνωφ και πέντε άλλους ταραχοποιούς, με την κατηγορία της οργάνωσης συνεχών και κρυφών συναθροίσεων που αναστάτωναν την αρμονία και την αδελφική συμβίωση των χριστιανών της περιοχής.

 H στάση αυτή του μητροπολίτη Προκοπίου ερχόταν σε αντίθεση με μεταγενέστερη ενέργειά του που έδωσε αφορμή για νέες κατηγορίες και παράπονα εναντίον του, όταν, κατά την έναρξη του σχολικού έτους 1883-1884, τρεις νέοι βουλγαροδιδάσκαλοι εγκαταστάθηκαν στο Πετρίτσι προκαλώντας τις αντιδράσεις της εφοροεπιτροπής της ελληνικής κοινότητας που ζήτησε την επέμβαση του μητροπολίτη για την απομάκρυνσή τους. Ο Προκόπιος όχι μόνον δεν ενήργησε προς αυτό, όπως έκανε την πρώτη φορά, αλλά και συμβούλεψε τους εφόρους να δεχτούν τους βουλγαροδιδασκάλους.

Την ίδια εποχή οι χριστιανοί και μουσουλμάνοι κάτοικοι της Kάτω Tζουμαγιάς, με αναφορά τους προς τον μουτεσαρίφη Σερρών, στις 19 Ιανουαρίου του 1884, ζήτησαν, να μην επιτραπεί η λειτουργία βουλγαρικού σχολείου και η εγκατάσταση βουλγαροδιδασκάλου στην κωμόπολή τους:

 «Οι εύσεβάστως ύποφαινόμενοι ταπεινοί δούλοι τής Ύμ. Έξοχότητος κάτοικοι τής ίκανώς μεγάλης κωμοπόλεως Τζουμαγιάς καί οπαδοί οί μέν τού μωαμεθανικού, οί δέ τού ορθοδόξου χριστιανικού θρησκεύματος άκούσαμεν φήμην καθ' ήν πρόκειται εις τήν κοινότητα ήμών νά είσπηδήση βούλγαρος διδάσκαλος διδάσκων τήν βουλγαρικήν. 
Αλλά παρά τοΐς μουσουλμάνοις καί όρθοδόξοις χριστιανοΐς τοΐς άποτελούσι τόν ολον πληθυσμόν τής κωμοπόλεως ταύτης μόλις πέντε ή δέκα άποκαλούνται βούλγαροι (καί ούτοι έλαφρόνοες) οϊτινες έκδηλουντες πρόθεσιν έγκαθιδρΰοεως βουλγαρικού σχολείου καί βουλγάρου διδασκάλου ούδένα άλλον προμηνύουσι καί προκαταδεικνύουσι σκοπόν ή τού διαταράξαι τήν ήσυχίαν τής πόλεως καί προξενήσαι έπίφοβον ταραχήν καί άνησυχίαν μεταξύ τών ορθοδόξων χριστιανών, τών μουσουλμάνων καί εαυτών.

Επειδή λοιπόν, εάν επιτυγχανόμενου τού πόθου τών όλιγίστων τούτων βουλγάρων, τών έξωθεν ύποκινουμένων καί τής άπαισίας αύτών εύχής, άποκαταστή έν τιη κωμοπόλει ήμών τοιαύτη Σχολή καί τοιούτοι διδάσκαλοι, προφανώς έπίκειται άπευκταία καί πολυειδής διατάραξις τής τοπικής ήσυχίας, τούθ' οπερ σπουδαίως ίσως θέλει άπασχολήσει τήν σεβαστήν κυβέρνησιν καί παρεμβάλει προσκόμματα εις τήν ύπηρεσίαν αύτής έπειδή, καθά άποδέδεικται, τοσούτον οί όθωμανοί όσον καί οί ορθόδοξοι χριστιανοί ούδέποτ' έπαύσαντο έπαγρυπνούντες καί πάσαις δυνάμεσι φροντίζοντες περί τήν διόρθωσιν τού καθεστώτος, τήν έξασφάλισιν τής τού τόπου τούτου ήσυχίας καί διευκόλ υνσιν πάσης ύπηρεσίας καί έπειδή ένεκα τών προρηθέντων λόγων ούδείς έξ ήμών θέλει συναινέσει εις τήν άποκατάστασιν βουλγαρικού ένταύθα σχολείου καί βουλγάρου διδασκάλου..».

  H οθωμανική διοίκηση Σερρών και κατά το προηγούμενο χρονικό διάστημα δεν επέτρεψε τη λειτουργία βουλγαρικού σχολείου σταματώντας κάθε ανάλογο εγχείρημα των Bουλγάρων.

Το 1884, όμως, ήταν το χειρότερο έτος για την ενότητα των χριστιανών στην κωμόπολη της Κάτω Τζουμαγιάς.
Η παραχώρηση άδειας λειτουργίας της βουλγαρικής σχολής από το μητροπολίτη Μελενίκου Προκόπιο και τις οθωμανικές αρχές και το αίτημα της εισαγωγής της βουλγαρικής στην εκκλησία της παλαιάς συνοικίας, επηρέασαν και το βλαχόφωνο τμήμα των χριστιανών, το έως τότε πιστό στον Ελληνισμό, για τη διεκδίκηση αναλόγων με τους βουλγαρίζοντες δικαιωμάτων στη νέα συνοικία της Τζουμαγιάς και το ναό της. 
Τις παραπάνω διαλυτικές τάσεις επεσήμανε στις 23.6.1884, με επιστολή του στον πρόξενο Σερρών Ν. Φουντούλη ο έμπορος του Δεμίρ Ισάρ και Έλληνας υπήκοος Κων. Συμέτζος, επιρρίπτοντας όλη την ευθύνη στην ανθελληνική, όπως την χαρακτηρίζει, πολιτεία του μητροπολίτη Μελενίκου.

Ταυτόχρονα η κατάσταση του Ελληνισμού στο Πετρίτσι έλαβε αρνητική τροχιά.

Το Νοέμβριο του 1884, οι βουλγαριστές της πόλης έβγαλαν με τη βία από το ναό του Aγίου Νικολάου και έδειραν νέο που έψελνε στην ελληνική.

 H ελληνική κοινότητα Πετριτσίου παρέπεμψε το θέμα στην οθωμανική δικαιοσύνη και απέστειλε αναφορές στο Πατριαρχείο και τη μητρόπολη Mελενίκου. Την ίδια εποχή οι βουλγαριστές κήρυξαν με επιστολές, που απέστειλαν σε όλα τα χωριά της περιοχής, τον εμπορικό αποκλεισμό όλων των ελληνικών καταστημάτων και την παύση των δοσοληψιών τους με τους Έλληνες συνοίκους τους.

Η βουλγαρική προπαγάνδα, την οποία εκπροσωπούσε στο Πετρίτσι ο Μαυρίεφ, επιχείρησε, όχι μόνο την ίδρυση βουλγαρικού σχολείου αλλά και, μέσω των μυημένων οργάνων της, να πείσει το σλαβόφωνο πληθυσμό της περιοχής ότι οι Μακεδόνες είναι Βούλγαροι και έτσι να του προξενήσει αποστροφή για κάθε τι το ελληνικό. 

Η βουλγαρική προπαγάνδα κέρδισε σημαντικό έδαφος όταν μπόρεσε, με τη συγκατάθεση και του μητροπολίτη Προκοπίου, το 1885 να εισαγάγει τη σλαβονική γλώσσα στον αριστερό χορό του ναού του Αγίου Νικολάου και σταδιακά να την επιβάλει στη Θ. λειτουργία.

Οι εξελίξεις όμως ήταν ραγδαίες.
Με ιδιαίτερο πρακτικό, που συνέταξε και υποχρέωσε ορισμένους από την ελληνική πλευρά να υπογράψουν,
 ο μητροπολί­της Mελενίκου Προκόπιος ενέδωσε στις απαιτήσεις των Bουλγάρων, από τους οποίους εξέλεγε την πλειοψηφία των εφόρων της κοινότητας, ορίζοντας κατά την τέλεση της λειτουργίας και στους δύο ναούς του Πετριτσίου, ο δεξιός χορός να ψάλλει στην ελληνική και ο αριστερός στην βουλγαρική.

 Από εκεί και μετά άρχισε η συνεχής ανάμειξη των Bουλγάρων στα εκπαιδευτικά και κοινοτικά πράγματα της πόλης και οι συνεχείς διεκδικήσεις τους, με αποτέλεσμα να καταλάβουν μετά από λίγο και το δεύτερο σχολείο της ελληνικής κοινότητας, παρά τις παραστάσεις και διαμαρτυρίες της τελευταίας στο μητροπολίτη Μελενίκου, αλλά και στο Πατριαρχείο.

Επιστολή του διδασκάλου Πετριτσίου Φωτίου Ταπεινού προς τον πρόξενο Σερρών Αν. Μεταξά, πολύ αργότερα, στις 25 Μαΐου 1891, αναφέρει την κατάληψη της μιας εκκλησίας του Πετριτσίου από τους Βουλγάρους με την παρακίνηση του βουλγαροδιδασκάλου Πετριτσίου,
 αλλά και την αδράνεια του μητροπολίτη Προκοπίου.

 Οι αντιπρόσωποι της ελληνικής κοινότητας Πετριτσίου κατήγγειλαν μάλιστα στο ελληνικό προξενείο Σερρών την ενθάρρυνση των Βουλγάρων από τον πανούργο (όπως αναφέρει το κείμενο) μητροπολίτη Μελενίκου
 «εις τήν δικαιοδοσίαν τού όποιου ή πόλις ημών (εννοεί το Πετρίτσι) εχει τήν άτυχίαν νά είνε....» στην κατάληψη ναού από τους εξαρχικούς.

Σπουδαίο ρόλο στις καταγγελίες διαδραμάτισε ο δάσκαλος του Πετριτσίου N. Ταπεινός, συγγενής του παραιτηθέντος μητροπολίτη πρώην Μελενίκου Διονυσίου Ταπεινού, προκατόχου του Προκοπίου.

 Ο N. Ταπεινός μάλιστα, προμήθευσε στο προξενείο Σερρών εγκύκλιο του Προκοπίου προς το σύγκελλό του στο Πετρίτσι, στις 18 Νοεμβρίου του 1883, με την οποία χορηγούσε την άδεια να ψάλλουν στα σλαβικά στις δύο εκκλησίες του Πετριτσίου, εκτός από τον Απόστολο και το Ευαγγέλιο (υπήρχε άλλωστε και η απαγόρευση του Πατριαρχείου να κυκλοφορούν σε βουλγαρική μετάφραση το Ευαγγέλιο και ο Απόστολος).
Στην εγκύκλιό του αυτή ο Προκόπιος αυτοχαρακτηρίζεται «Χριστιανός Ορθόδοξος Μακεδών» ενισχύοντας έτσι τις κατηγορίες εναντίον του.

Το Προξενείο Σερρών δε δίστασε να στείλει, το φθινόπωρο του 1884, τον, εκ Δεμίρ-Ισάρ Έλληνα υπήκοο, Κωνσταντίνο Συμέτζο στην Κωνσταντινούπολη για να ενημερώσει την ελληνική πρεσβεία Κωνσταντινουπόλεως αναφορικά με τη διαγωγή του μητροπολίτη Προκοπίου.
 Ο Συμέτζος συχνά ενημέρωνε το ελληνι­κό προξενείο Σερρών για τις δραστηριότητες του Προκοπίου.,
 Μάλιστα σε δύο επιστολές, που έστειλε στο Προξενείο στις 26 Ιουνίου και στις 2 Ιουλίου του 1884, καταφέρεται εναντίον του μητροπολίτη χαρακτηρίζοντάς τον ως άθλιο.
Ήταν η εποχή που το Δεμίρ Ισάρ ζητούσε την εκκλησιαστική του αυτονόμηση από το Μελένικο.

Ο Προκόπιος κατηγορήθηκε επίσης για την αδιαφορία που έδειξε στη συνεργασία του με το Προξενείο σε ζητήματα κυρίως εκπαιδευτικά, για εγκατάσταση βουλγαροδιδασκάλων σε ελληνικά σχολεία και τη συνδρομή του στη λειτουργία βουλγαρικού σχολείου σε εκκλησιαστικό μάλιστα κτήριο.
 Σε αναφορά επίσης του πρόξενου Σερρών Ναπ. Μπέτσου προς τον υπουργό των εξωτερικών Α. Κοντόσταυλο αναφέρεται:

«. ..ό δέ άγιος Μελενίκου έν τώ φανερώ μέν άπρακτεΐ καί έν άκρα πολιτεύεται έπιφυλάξει, έν τώ κρύπτω δέ καί έμμέσως τοίς έχθροΐς ήμών συμπράττει καί παραλύει σχεδόν διά τής πονηράς ταύτης πολιτείας του τάς έπί τόπου ήμετέρας ένεργείας.
 Τό Έλ. Προξενεΐον πρό χρόνων ικανών εύρίσκεται εις τήν δυσάρεστον θέσιν νά τηρή τυπικήν τινα καί έπίπλαστον μόνον σχέσιν πρός τόν Αρχιερέα τούτον ύπολαμβάνει κινδυνώδες νά συνεννοηθεΐ άπ' εύθείας μετ΄ αὐτοῦ καί περί τῆς ἐλαχίστης ἐθνικῆς ὑποθέσεως»


Για την αντιμετώπιση της κατάστασης ο Πρόξενος πρότεινε να μην απομακρυνθεί ο Μελενίκου με βιασύνη, αλλά αφού κληθεί πρώτα ως συνοδικός και αντικατασταθεί από τοποτηρητή γνωστών και αδιαφιλονίκητων ελληνικών φρονημάτων, στη συνέχεια να τοποθετηθεί σε κάποια ασιατική επαρχία, όπου θα ήταν ακίνδυνος. Την αντικατάσταση του Προκοπίου, αφού πρώτα εξακριβωνόταν η γνώμη του Πατριάρχη, υποστήριξε και το ελληνικό Υπ. Εξ. σε έγγραφά του προς την πρεσβεία της Κωνσταντινούπολης, ενστερνιζόμενο τις προτάσεις του προξένου Σερρών. Ταυτόχρονα τέθηκε πάλι επιτακτικά το θέμα της εκκλησιαστικής αυτονόμησης του τμήματος Δεμίρ Ισάρ από την Μητρόπολη Μελενίκου.

Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιωακείμ Γ' πιεζόμενος από το ελληνικό Υπ. Εξ. υποσχέθηκε ότι θα μεριμνούσε για την αθόρυβη απομάκρυνση του Προκοπίου από τη μητρόπολη Μελενίκου. Σημαντική ήταν η απάντηση του Πατριάρχη σε εμπιστευτικό σημείωμα:

«Πολλά κατά καιρούς έλέχθησαν καί έγράφησαν περί τού Μητροπολίτου Μελενίκου ώς σλαβοφίλου, επίσημος όμως ποιμαντική ενέργεια αυτού ούδόλως έπιμαρτυρεΐ τούτο. 

Οί άδιστάκτως φρονούντες οτι ούτος όντως σλαβοφιλεΐ σχηματίζουσι τάς ιδέας αύτών άπό τήν άδράνειαν ήν δεικνύει εις τά περί σχολείων καί άδελφοτήτων.

 Ή Εκκλησία έξ ένός μή έχουσα άδιάψευστα τεκμήρια τής σλαβοφίλου αύτού διαγωγής, έξ άλλου φοβουμένη μεγαλύτερον σάλον καί βλάβην άπέσχε νά άποφασίση τελειωτικώς». 

Ωστόσο αποφάσισε να διορίσει τιτουλάριο επίσκοπο για το διαμέρισμα Δεμίρ Ισάρ ώστε να μειωθούν οι αντιδράσεις κατά του μητροπολίτη.

Το επόμενο έτος (1884) παρατηρείται σημαντική έξαρση της ληστείας.

Η Ομάδα Ληστών του Ζλάτκοφ (Андон Златков Томов) το 1895.
Ομάδες ληστών κατέρχονται από το βορρά, από το εσωτερικό της Βουλγαρικής Ηγεμονίας, όπου εύρισκαν ασφαλές καταφύγιο και λυμαίνονται όλη την περιφέρεια, ενεργώντας με απαγωγές και ληστείες σε βάρος χριστιανών και μουσουλμάνων αδιακρίτως.
 Πολλές από τις συμμορίες αυτές στρατολογούσαν άνδρες από τα χωριά της περιφέρειας, όπως η δεκαπενταμελής συμμορία του Ζλάτκου και η αποσπασμένη από αυτόν συμμορία του ντόπιου Τόσκα.

Ο Βούλγαρος Ληστής
Κότσο Λιούτα(τα).
Кочо Лютата
 Οι σημαντικότερες από τις συμμορίες ήταν η δεκαμελής ομάδα του αρχιληστή Αγγέλου, η πολυμελής του Γεωργίου Kρέμενλη και αυτή του Kωνσταντίνου Λιούτα, αποτελούμενη από 45 άντρες, η οποία το 1880 δεν δίστασε να εισβάλει ακόμη και μέσα στην πόλη του Mελενίκου. 

Eνδιαφέρον αποτελεί το γεγονός ότι ο αρχιληστής Λιούτας το χειμώνα, όταν η ληστεία σταματούσε, υπηρετούσε στη Βουλγαρική Ηγεμονία ως κυβερνητικός υπάλληλος.

H έξαρση της ληστείας οδηγούσε συνεχώς το εμπόριο της περιοχής, σε πλήρη μαρασμό.
 Eνδεικτικά η τιμή του κρασιού, του κυριοτέρου προϊόντος της περιοχής έφθασε μόλις τους 26 με 28 παράδες την οκά.

Eπιπρόσθετα ο καζάς Mελενίκου επιβαρύνθηκε με το ποσό των 3.000 γροσίων το μήνα, για την αντιμετώπιση της ληστείας και την συντήρηση των κυβερνητικών δυνάμεων που θα ασχολούνταν με την ασφάλεια της περιοχής.

Στα τέλη του Oκτωβρίου του 1884, οι Bούλγαροι, λαμβάνοντας υπόψη την έλλειψη ελληνικών σχολείων και ναού στην κάτω συνοικία του Δεμίρ Ισάρ,αποφάσισαν την ίδρυση αντίστοιχων δικών τους, βρίσκοντας έτσι την ευκαιρία για να εισδύσουν στην πόλη.
Ως απάντηση η ελληνική πλευρά προχώρησε στην ίδρυση σχολής στη συνοικία αυτή.

Στην απογραφή του πληθυσμού της υποδιοίκησης Δεμίρ Ισάρ που διενήργησαν οι οθωμανικές αρχές, το Νοέμβριο του 1884, οι Βούλγαροι απέτυχαν να περάσουν τον χαρακτηρισμό «Μπουλγκάρ» για τους χριστιανούς, οι οποίοι με την παρέμβαση του καϊμακάμη Αλή Νιζαμή, δηλώθηκαν όλοι τους ως «ρουμ».

Οι συνεχείς δημοσιεύσεις φιλοβουλγαρικών στατιστικών για τη Μακεδονία στη Σόφια, την Οδησσό και αλλού, από Βουλγάρους και φιλοβουλγάρους συγγραφείς, αναστάτωσαν τον Ελληνισμό του Δεμίρ Ισάρ για την επιχειρούμενη παραπλάνηση της διεθνούς κοινής γνώμης από τους Βουλγάρους. 

Με αφορμή τη δημοσίευση των φιλοβουλγαρικών θέσεων του Αιμιλίου Λαβελαί, αντιπρόσωποι των ελληνικών κοινοτήτων Δεμίρ Ισάρ και Βαϊρακλή Τζουμαγιάς πραγματοποί­ησαν έκτακτη κοινή συνεδρίαση στο Δεμίρ Ισάρ, στις 22 Δεκεμβρίου του 1884, κατά την οποία αντιδρώντας στα οργανωμένα βουλγαρικά σχέδια διακήρυξαν:

«1. ὅτι ὁ ἑλληνικός πληθυσμός τῆς Μακεδονίας οὐδαμῶς εἶναι 57.480 ψυχές (εκτίμηση
Λαβελαί), ὡς ἄλλοις ὑπείκων καί κατ΄ ἀκολουθίαν ἀβασανίστως ὅλως ὁ κ.Αἰμίλιος Λαβελαίη διατείνεται, διότι εἶναι γνωστόν ὅτι μόνον τό σαντζάκιον Σερρῶν περιλαμβάνει πλέον τῶν 80 χιλιάδων Ἑλλήνων.

 
2. ὅτι οὐδαμῶς ἐπίσης εἰσίν ἀληθῆ τά διαδοθέντα περί ὠμοτήτων ἐν Μακεδονίᾳ τῶν μουσουλμάνων διαπραττομένων δῆθεν συστηματικῶς κατά τῶν Βουλγάρων. 

Τουναντίως εἶναι πασίγνωστον, βουλγαρικαί ληστρικαί συμμορίαι ἐν Βουλγαρίᾳ καί Ἀνατολικῇ Ρωμυλίᾳ διοργανιζόμεναι καί  ἐξοπλιζόμεναι πέμπονται εἰς Μακεδονίαν τακτικῶς ἤδη ἀπό τινων ἐτῶν κατά τό θέρος, ὁπότε οἷα κακουργήματα καί οἵας ληστεύσεις διαπράττουσι διά τῆς δημοσιογραφίας τοῖς πᾶσι εἶναι γνωστά,  καίτοι ἤδη ἀπό τινος καιροῦ ἔχομεν ἡσυχίαν»

Τη διακήρυξή τους οι αντιπρόσωποι των παραπάνω κοινοτήτων, υπογραφόμενη από επτά προκρίτους του Δεμίρ Ισάρ και οκτώ της Κάτω Τζουμαγιάς και σφραγισμένη με τις σφραγίδες των κοινοτήτων τους, αποφάσισαν να τη στείλουν στο Μεγάλο Βεζίρη, καθώς και στην οθωμανική διοίκηση Σερρών.

H αξίωση της βουλγαρικής εξαρχίας για τον διορισμό Βουλγάρων επισκόπων στη Μακεδονία και συγκεκριμένα στις επαρχίες Σερρών, Νευροκοπίου και Mελενίκου το 1885 και η είδηση ότι η Πύλη ενέκρινε το διορισμό δύο τουλάχιστον βουλγαρεπισκόπων, αναστάτωσε τον Eλληνισμό της περιοχής που αντέδρασε αποστέλλοντας, αναφορές διαμαρτυρίας προς το Oικουμενικό Πατριαρχείο και την οθωμανική κυβέρνηση. 

Οι χριστιανοί του Δεμίρ Ισάρ και των γύρω χωριών απέστειλαν, από τις Σέρρες, σχετική αναφορά προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη στις 23 Μαρτίου του 1885, την οποία υπέγραφε ο επίσκοπος Δαφνουσίας Μεθόδιος:

«Γενική συνέλευσις πόλεως Δεμίρ Ἱσσαρίου ἀποτελουμένη ἐξ ἐφορείας τῶν σχολείων, ΄΄Φιλοπροοδευτικῆς Ἀδελφότητος΄΄,ἀζάδων χριστιανῶν παρά συμβουλίοις καί δικαστηρίοις καί ἐκπροσωποῦσα καί ὅλου καζᾶ φρόνημα, μετά μεγίστης θλίψεως ἀκούσασα ὅτι ἡ σεβαστή
κυβέρνησις προὐτίθετο χορηγῆσαι βεράτια δυσί βουλγάροις ἐπισκόποις ἐν Mακεδονίᾳ ἐπεφόρτισέ με παρακαλέσαι ὑμετέραν Παναγιότητα ὑποβάλειν αὐτοκρατορικῇ κυβερνήσει παράκλησιν θερμήν πόλεως καί καζᾶ Δεμίρ-Ἱσσαρίου ὅπως ἀπορρίψῃ πρότασιν ἐξαρχίας, μή καταπατουμένων οὓτω καί
προνομίων Πατριαρχείου»


Τον ίδιο μήνα, στις 17 Μαρτίου του 1885, είχε προηγηθεί αναφορά διαμαρτυρίας των κατοίκων του καζά Δεμίρ Ισάρ προς την οθωμανική κυβέρνηση για τη θρυλούμενη εγκατάσταση βουλγαροεπισκόπου στην περιοχή τους:

«Η γενική τής πόλεως Δεμίρ Ίσσάρ συνέλευσις εκπροσωπούσα καί τού ολου καζά τό φρόνημα εν τή σήμερον, ιγ μαρτίου, γενομένη συνεδρία συζητήσασα καί διασκεψαμένη περί επικείμενης, κατά τά άδόμενα, βουλγάρων άρχιερέων εν δυσί μακεδονικαΐς έπαρχίαις επισήμου έγκαταστάσεως άπεφάνθη τάδε: 
Επειδή ό θρυλλούμενος βουλγάρων άρχιερέων εν μακεδονικαΐς έπαρχίαις διορισμός τά προνόμια του οικουμενικού πατριαρχείου, τά πρό μικρού ύπό τής αύτοκρατορικής κυβερνήσεως άναγνωρισθέντα καί έπικυρωθέντα, διασαλεύων μόνον έχει σκοπόν τήν έξυπηρέτησιν καταχθονίων σκοπών καί έξύφανσιν ραδιουργιών καί μηχανορραφιών, οΐαι αί έσχάτως άποκαλυφθεΐσαι καί περιφανεστάτω τώ τρόπω ύπό τών γνησίων μακεδονικών πληθυσμών παταχθεΐσαι, καί διά τής έκθέσεως τής άληθείας έκμηδενισθεΐσαι,
 ώς καί τήν ύποσκέλισιν όθωμανών τε καί έλλήνων ώς έμποδίων εις τά σχέδια αύτών γενομένων καί έπειδή άφ' έτέρου ή έπίσημος τού διορισμού τών σχισματικών άρχιερέων άναγνώρισις δι' έκδόσεως βερατίων τάς πασιγνώστους τών βουλγάρων ένεργείας ύποβοηθούσα δεινάς διά τούς ορθοδόξους χριστιανούς,
 όσοι πιστοί τής οθωμανικής αύτοκρατορίας είσίν ύπήκοοι, έξει συνεπείας καί πολύ ήδη αύτούς ώς έκ τούτου άνησυχεΐ καί συνταράττει διά ταύτα, εί καί βέβαια ή γενική συνέλευσις οτι άπαραμείωτα ή σεβαστή αύτοκρατορική κυβέρνησις τηρήσει τά άπό τής κατακτήσεως μέχρι τού νύν εύκλεώς έπί τού αύτοκρατορικού θρόνου καθημένου άναγνωρισμένα προνόμια τής Μεγάλης τού Χριστού Εκκλησίας, καί άπορρίψει τάς περί έκδόσεως βερατίων αιτήσεις τής βουλγαρικής έξαρχίας, έν τούτοις ύπό τού πρός τά καθεστώτα έμφορουμένη σεβασμού καί τήν άποσόβησιν τού τών πνευμάτων έρεθισμού ποθούσα, καθήκον έθεώρησεν όπως καθικετεύση αύτήν νά μή λάβη ύπ' όψει ούδ' είσακούση τής βουλγαρικής έξαρχίας αίτήσεως περί εκδόσεως βερατίων εις τούς διά τάς δύο μακεδονικός έπαρχίας ύπ' αύτής προορισθέντας σχισματικούς άρχιερεΐς.. ,».

Επίσης, οι χριστιανοί κάτοικοι της πόλης και του καζά Μελενίκου απέστει­λαν, στις 15 Μαρτίου του 1885, αναφορά προς τον μεγάλο βεζίρη Σαΐτ πασά, διαμαρτυρόμενοι για την πρόθεση της οθωμανικής κυβέρνησης να θίξει το ζήτημα των προνομίων της ορθόδοξης Εκκλησίας:

« προνομιακού του οικουμενικού ήμών Πατριαρχείου καθεστώτος, οπερ ή Α. Α. Μεγαλειότης, ό γαληνότατος καί φιλόλαος ήμών άναξ Σουλτάν Αβδούλ Χαμήτ χάν έφέντης ήμών, ηύδόκησε νά έπικυρώση καί έπαναγάγη ουτω τήν γαλήνην εις τήν ορθόδοξον ήμών Εκκλησίαν, χαράν άρρητον έπροξένησεν εις άπαν τό ήμέτερον έθνος... 

Τούτου ένεκα, αν καί έθλίβημεν λίαν άναγνόντες έν ταΐς έφημερίσι τής πρωτευούσης 
τήν παράλογον πρότασιν τού μακ. έξάρχου τών σχισματικών Βουλγάρων 
καί τόν άντικανονικόν μάλιστα διορισμόν έπισκόπων έν Μακεδονικαΐς έπαρχίαις
 ένθα ποιμένουσιν άρχιερεΐς κανονικοί, έπιτελούντες άθορύβως τό έαυτών καθήκον, καί άπολαμβάνοντες άπαν τό σέβας καί τήν άγάπην τού ποιμνίου αύτών, ούδόλως ήθελήσαμεν νά πιστεύσωμεν, οτι έσται δυνατή έπί τών ένδοξων ήμερών τής ύμετέρας περινουστάτης καί εύμενεστάτης ήμΐν Ύψηλότητος 
ή έφαρμογή τοιούτου ολέθριου μέτρου οπερ έκ προοιμίων γνωστόν τυγχάνει, οτι θέλει έπιφέρει τήν σύγχυσιν καί τό χάος

Περιττόν ίσως νά άναφέρωμεν πρός τήν ύμετέραν Υψηλότητα, ώς γνωστά αύτή, όσα ύπέστησαν δεινά τά μέρη ταύτα ύπό τών κομιτάτων,
 άτινα καίτοι μή έχοντα ένταύθα κέντρον έκκλησιαστικόν
έπέφεραν τήν σύγχυσιν εις τά πνεύματα τών κατοίκων διά δολίων εισηγήσεων, ψευδών καταγγελιών καί άλλων ύλικών μέσων, ώστε έσθ' οτε καί έν μια καί τη αύτή οίκογενεία ύπάρχουσιν λαβύρινθοι ιδεών καί έριδες εις άδιάλλακτον μίσος καί χωρισμόν τών μελών αύτής άπολήγουσαι.


 Όθεν εϊποτε ύποβληθήσεται τη σεβαστή αύτοκρατορική κυβερνήσει άπ' εύθείας ή έκ πλαγίου πρότασις περί έκδόσεως βερατίων πρός τούς διορισθέντας ήδη ύπό τής έξαρχίας έπισκόπους, έκλιπαρούμεν τήν Y. Υ. ίνα μή λάβη ύπ’οψει μηδόλως ταύτην, βέβαια ούσα, οτι ούτω καί τά συμφέροντα τού κράτους περιφρουρεΐ καί τήν ήσυχίαν καί είρηνικήν τών πιστών τού άνακτος ήμών ύπηκόων συμβίωσιν περί πολλού ποιείται.. .».

Το 1885, με αφορμή τη χορήγηση σουλτανικών βερατίων σε δύο επισκόπους της βουλγαρικής Εξαρχίας για τη Μακεδονία και κυρίως τις φήμες ότι ο ένας από αυτούς θα εγκατασταθεί στην επαρχία Μελενίκου, η ελληνική κοινότητα Πετριτσίου διαμαρτυρήθηκε με αναφορά της υπογεγραμμένη από μεγάλο αριθμό κατοίκων της πόλης και χωριών της περιοχής.
Η αναφορά στάλθηκε στο Πατριαρχείο, ώστε αυτό να ενεργήσει ανάλογα στην Υψηλή Πύλη.

Το ίδιο έτος ο Βούλγαρος Ofeikof, αναφέρει για την κατάσταση του πληθυσμού στην επαρχία Μελενίκου, εκφράζοντας βέβαια τη βουλγαρική άποψη, ότι στην περιοχή δεν υπάρχει ελληνικό στοιχείο,·
ότι τα κέντρα της περιοχής βρίσκονται υπό την επιρροή των Ελλήνων ή των γραικομάνων,
ότι οι παραπάνω διαχωρίζουν τις εκκλησίες και τα σχολεία τους από τον υπόλοιπο χριστιανικό πληθυσμό, 
ότι οι βουλγαρίζοντες δεν έχουν σχεδόν σχολεία και ότι οι τοπικές οθωμανικές αρχές βρίσκονται σχεδόν κάτω από την επίδραση των γραικομάνων οι οποίοι αντιπροσωπεύονταν από το μητροπολίτη και τέλος ότι το Μελένικο έχει σχεδόν εξελληνιστεί
ενώ το Πετρίτσι και το Δεμίρ Ισάρ, 
αν και δεν έχουν εξελληνιστεί στη γλώσσα, εντούτοις μεγάλο μέρος των κατοίκων και κυρίως οι νέοι, τείνουν να χρησιμοποιούν την ελληνική γλώσσα ως οικιακή.

Ο Ofeikof διαπιστώνει ότι αυτή η εξέλιξη συντελείται από τα τέλη της δεκαετίας του 1870, κατά την οποία ο Ελληνισμός σημείωσε εκπληκτική πρόοδο στην περιοχή, κυρίως με τον προσανατολισμό της ελληνικής εκπαίδευσης στο γυναικείο φύλο.

 Ο προσανατολισμός αυτός μετέτρεψε ακόμη τη γνήσια βουλγαρική πόλη Εσκί Τζουμαγιά σε εξελληνισμένη πόλη.

Το Μελένικο μάλιστα, κατά τον Ofeikof, μετατράπηκε σε οχυρό του Ελληνισμού,
 ώστε να εμποδιστεί η διάδοση του Βουλγαρισμού στο μακεδονικό νότο.

Το φαινόμενο των ληστρικών συμμοριών συνέχιζε να απασχολεί τον πληθυσμό της περιοχής.
Στις 26 Ιουλίου του 1885 Κιρκάσιοι ληστές λήστεψαν, στα αμπέλια έξω από το χωριό Λάτροβο του Δεμίρ Ισάρ, τους Θωμά K. Παπαχαριζάνου και K. Νικολάου, καθώς αυτοί επέστρεφαν στο Δεμίρ Ισάρ από την αγορά της Κάτω Τζουμαγιάς.

Ταυτόχρονα, στην υποδιοίκηση Μελενίκου, δρούσε η δεκαμελής συμμορία των Γιουρούκ Μήτα και του προαναφερθέντος Κώτσιου Λιούτα, από το Λιβούνι του καζά Μελενίκου.

Την ίδια εποχή, στην περιοχή του Δεμίρ Ισάρ δρούσαν οι συμμορίες των Αγγέλου και Αγγου. Όλες οι συμμορίες είχαν τα κρυσφύγετά τους στα όρη της Κρέσνας, ενώ το χειμώνα αποσύρονταν στη γειτονική Βουλγαρία.

Για την καταπολέμηση της ληστείας, το Σεπτέμβριο του ιδίου έτους, σημειώθηκαν σημαντικές μετακινήσεις τακτικού οθωμανικού στρατού και εφέδρων προς τα σύνορα με τη Βουλγαρική Ηγεμονία στην περιοχή Μελενίκου, από όπου παρατηρούνταν και οι συνεχείς είσοδοι βουλγαρικών σωμάτων στο οθωμανικό έδαφος. H παρουσία ισχυρών στρατευμάτων προκαλούσε τη συνεχή διακοπή του εμπορίου, μεταξύ της περιφέρειας Μελενίκου και της Βουλγαρική Ηγεμονίας με δυσάρεστες συνέπειες για την οικονομία της περιοχής.

Στις αρχές Οκτωβρίου του 1885, δύο βουλγαρίζοντες της Κάτω Τζουμα­γιάς επιτέθηκαν νύκτα και δολοφόνησαν με μαχαίρι τον Καπετάνο, γνωστό για την δραστηριότητά του υπέρ του Ελληνισμού στην κωμόπολη.

Συνέχεια στις αυθαιρεσίες των τοπικών οθωμανικών αρχών παρατηρείται και κατά το 1887, αυτή τη φορά για τα δημοτικά πράγματα της πόλης του Μελενίκου. Στη θέση του προέδρου της δημαρχίας ο πολιτικός διοικητής Μελενίκου συνέχιζε να διορίζει οθωμανούς, παρά την υπεροχή του χριστανικού πληθυσμού και σε αντίθεση με άλλα μέρη της αυτοκρατορίας, όπου η δημαρχία ανατίθετο και σε χριστιανούς. Μάλιστα επισημαίνεται η παρουσία πολλών αξιόλογων και ικανών στην πόλη, κατάλληλων για την παραπάνω θέση.

Το Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου, οι Βούλγαροι του Μελενίκου, προερχόμενοι από τα γειτονικά χωριά, προσπάθησαν να οικειοποιηθούν την οικία των αδελφών Μαντζούρη οι οποίοι διέμεναν στη Δούπνιτσα και ασχολούνταν με το εμπόριο. 
Οι Βούλγαροι παραβίασαν την πόρτα και εγκατέστησαν παράνομα παιδιά, προκειμένου στο κτήριο να λειτουργήσει το μικρό βουλγαρικό σχολείο των 10-15 μαθητών και των δύο διδασκάλων. Ως επόπτης του βουλγαρικού σχολείου παρουσιαζόταν ο πράκτορας Κωνσταντίνωφ από την Καλλιμάντζα Μελενίκου.

Ο επόμενος χρόνος ήταν εξαιρετικά κρίσιμος για το Πετρίτσι, όπου η αντιπαράθεση μεταξύ των δύο χριστιανικών μερίδων της πόλης, Ελλήνων και Βουλγάρων, ήταν ιδιαίτερα έντονη. 
Στο επίκεντρο βρέθηκε πάλι ο μητροπολίτης Μελενίκου Προκόπιος και η συμπάθεια που ολοφάνερα έδειχνε στη βουλγαρική πλευρά ικανοποιώντας πολλά από τα αιτήματά της, όπως ίδρυση σχολείων και διορισμό Βουλγάρων ιεροψαλτών στους ναούς.
Σε ανταπόκριση του «Νεολόγου» από το Πετρίτσι, που δημοσιεύθηκε στις 4 Μαΐου του 1888 αναφέρεται χαρακτηριστικά:

«τών οργάνων αύτής έκ τού πλησίον βλέπει, έξακολουθεΐ νά άποκαλή αύτούς τέκνα τής Μεγάλης Έκκλησίας καί νά εύλογή αύτούς καί τά σχολεία αύτών νά έπισκέπτηται καί νά καλεΐ αύτούς σέ συμπόσια καί δείπνα....
 Άλλ' ό άγιος Μελενίκου ώς βούλγαρος όνειρευόμενος μεγάλην Βουλγαρίαν διότι έγαργαλίσθη άπό τήν νύν μεθορεύουσαν ήγεμονίαν εχει δίκαιον νά άγνοήσει τά συμβαίνοντα ή Μεγάλη όμως τού Χριστού Εκκλησία δέν οφείλει νά ύπερασπισθή τά τέως αύτής πιστά τέκνα, άτινα παρ' αύτής ζητούσι καί έκλιπαρούσιν ύπεράσπισιν; 
Διατί ή έξαρχία νά έπεμβαίνη ένταύθα καί ήμεΐς ούχί μόνον νά σιωπώμεν, άλλά νά δίδωμεν καί τάς έκκλησίας ήμών καί τά σχολεία διά νά έκτελώνται διάφορα όργια; 
Διατί ή Μ. Εκκλησία άφού δέν πιστεύει εις τάς δικαίας αιτήσεις τής όρθοφρονούσης μερίδος πιστεύει εις τά γραφόμενα τού άγιου Μελενίκου καί δέν στέλλει έπίτηδες άνθρωπον διά νά πληροφορηθή τί συμβαίνει; Τη άληθεία άνεξήγητος έστίν ή σιωπή αύτη τής Μ. Έκκλησίας καί ούδέν έτερον ύπεμφαίνει είμή άδυναμίαν·... 
Άπορον όμως τί ή Μ. Εκκλησία σκέπτεται. Άραγε, άφού έγνώρισε τά συμβαίνοντα καί τάς ένεργείας τών βουλγάρων, έπικυροΐ τήν πολιτείαν τού άγιου Μελενίκου...».

Επανάληψη των γεγονότων, με πρωταγωνιστή επίσης το μητροπολίτη Προκόπιο και την πολιτική του, συνέβη και στις 6 Δεκεμβρίου του 1888, όταν κατά τη συνηθισμένη επίσκεψη του μητροπολίτη Μελενίκου στο Πετρίτσι, για τη γιορτή του Αγίου Νικολάου, στο όνομα του οποίου ετιμάτο ο ένας από τους δύο ναούς της πόλης, δημιουργήθηκε σύγχυση κατά τη διάρκεια της λειτουργίας, από τους Βουλγάρους προπαγανδιστές που επεδίωξαν να διαταράξουν τη συμφωνημένη σειρά ψαλμωδίας στις δύο γλώσσες. 

Ο Προκόπιος προτίμησε να μην ανακατευθεί στη συμπλοκή, κατηγορούμενος συγχρόνως, γιατί κατά το μεγαλύτερο μέρος της λειτουργίας και ο ίδιος έψελνε στη βουλγαρική.
Τον επόμενο χρόνο, ο μητροπολί­της πραξικοπηματικά έπαψε τους εφόρους της κοινότητας διορίζοντας έξι βουλγαρόφρονες και δύο μόνο από την ελληνική πλευράν.

Το καλοκαίρι του 1888 η συμμορία του Μήτα Γιορούκ συνεργάστηκε με τον Kωνσταντή Mπάγκολη δημιουργώντας μια εικοσαμελή συμμορία που έγινε ο φόβος της περιοχής Μελενίκου.

Το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, βουλγαροδιδάσκαλος επιχείρησε να συστήσει σχολείο στο μόλις μισή ώρα από το Δεμίρ Ισάρ απέχον χωριό Σάβγιακο, διδάσκοντας μάλιστα δωρεάν.
Oι χωρικοί απομάκρυναν το διδάσκαλο δηλώνοντάς του ότι η ελληνική ήταν από ανέκαθεν η γλώσσα που χρησιμοποιούσαν στο σχολείο και στην εκκλησία.

Χαρακτηριστικό της εποχής ήταν οι συχνές επισκέψεις σλάβων προπαγανδιστών.
Τον ίδιο μήνα (Σεπτέμβριος 1888) αφίχθη στην περιφέρεια Δεμίρ Ισάρ και συγκεκριμένα στο χωριό Κίρτσοβο, επαγγελόμενος το γιατρό, ο πανσλαβιστής πράκτορας Λάμπρος Γεωργίου Μαγιάροβιτς.

 Ο Μαγιάροβιτς καταγόταν από τη Βοσνία, διέθετε αυστριακό και βουλγαρικό διαβατήριο, διακρινόταν για τη νοημοσύνη του, καθώς και για τη γλωσσομάθειά του, αφού γνώριζε ρωσικά, γαλλικά, ελληνικά, σερβικά και βουλγαρικά. 
Ο Μαγιάροβιτς ξεκινώντας από την Κωνσταντινούπολη περιόδευσε στα διαμερίσματα Ζίχνης και Νευροκοπίου, άλλοτε ως βοτανολόγος και άλλοτε ως ρώσος αξιωματικός, που ήταν και η αλήθεια, προσπαθώντας να πείσει τους κατοίκους να χρησιμοποιούν στα σχολεία και τις εκκλησίες αντί της ελληνικής τη βουλγαρική γλώσσα.
 Στο Κίρτσοβο, ο Μαγιάροβιτς μίλησε στους χωρικούς επιχειρώντας να τους πείσει ότι έφτασε ο χρόνος να ξεσηκωθούν κατά της οθωμανικής αρχής. Ο ιερέας του χωριού Ιωάννης, αντιλαμβανόμενος τον κίνδυνο που εγκυμονούσε η επίσκεψη του προπαγανδιστή, σε συνεννόηση με τους προκρίτους του χωριού, ενημέρωσε σχετικά τις αρχές που συνέλαβαν τον επίδοξο ταραξία και τον παρέπεμψαν στο στρατοδικείο Σερρών.

Αλλά και η στάση των οθωμανικών αρχών απέναντι σε Έλληνες και Βουλγάρους δεν ήταν ξεκάθαρη. Οι πρόκριτοι της Κάτω Τζουμαγιάς δέχτηκαν, τον Ιούνιο του 1890, πιέσεις από τον καϊμακάμη Δεμίρ Ισάρ να επικυρώσουν πιστοποιητικό καλής διαγωγής υπέρ του βουλγαροδιδασκάλου Κώτσου Αγγέλου. 
Ο Αγγέλου διατηρούσε με την ανοχή των αρχών και χωρίς την συγκατάθεση της κοινότητας, μικρό ιδιωτικό βουλγαρικό σχολείο.
Οι πρόκριτοι διέγνωσαν ότι η υπογραφή του πιστοποιητικού θα σήμαινε και αναγνώριση της λειτουργίας του σχολείου και αρνήθηκαν να υπογράψουν.

Στις 3 Δεκεμβρίου του 1890, οι εφοροεπίτροποι, προεστώτες και αζάδες και των δύο συνοικιών της Κάτω Τζουμαγιάς, απηύθυναν αναφορά προς το μητροπολίτη Μελενίκου Προκόπιο σχετικά με το ζήτημα της υπόσχεσης από το μητροπολίτη στους βουλγαρίζοντες της περιοχής ότι μπορούσαν να εισάγουν τη βουλγαρική γλώσσα στους ναούς.

Οι βουλγαρίζοντες μάλιστα απαίτησαν και την παραχώρηση του ενός εκ των δύο ναών της κωμόπολης σε αυτούς ή να εισαχθεί η βουλγαρική γλώσσα στον ένα από τους χορούς και των δύο ναών.
Με την αναφορά τους, οι πρόκριτοι της Κάτω Τζουμαγιάς διαμαρτύρονταν για την ενδοτικότητα της μητρόπολης στα βουλγαρικά σχέδια και αποκάλυπταν την κατ' επίφαση μόνο πίστη των οργάνων των βουλγαριστών στη μητρόπο­λη και το Πατριαρχείο.

Οι παραπάνω ενέργειες, κατά την άποψη των προκρίτων, εξυπηρετούσαν μόνο τα σχέδια της βουλγαρικής Εξαρχίας και επιφυλάσσονταν οι ίδιοι να προσφύγουν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και την οθωμανική κυβέρνηση, για να εμποδίσουν κάθε βουλγαρική ενέργεια για την εισαγωγή της βουλγαρικής στους ναούς, οι οποίοι κτίσθηκαν

«...δι' υψηλών αύτοκρατορικών φιρμανίων, ΐνα χρησιμεύσωσι ώς ελληνορθόδοξοι ναοί, οϊκοδομηθέντες δε δαπάναις τών έλληνορθοδόξων ημών πατέρων..».

Στην παραπάνω αναφορά γίνεται λόγος και για τη σύσταση του πληθυσμού, όπου οι Έλληνες ορθόδοξοι χαρακτηρίζονται υπερδεκαπλάσιοι των βουλγαριζόντων και τα ελληνικά σχολεία της κωμόπολης περιέχουν 500 μαθητές και μαθήτριες, ενώ τα αντίστοιχα βουλγαρικά μόνο 50.

Γίνεται δε λόγος και για την προέλευση των κατοίκων.

Οι βουλγαρίζοντες θεωρούνται στην πλειοψηφία τους επήλυδες και «αποβράσματα» της τοπικής κοινωνίας, ενώ οι πιστοί στον Ελληνισμό, ως κτήτορες της κωμόπολης και της κοινωνίας, χαρακτηρισμοίενδεικτικοί της έντονης διάστασης που αναπτύχθηκε μεταξύ των δύο στοιχείων, έως πρόσφατα αδελφικά συνοίκων.

Οι πρόκριτοι της Κάτω Τζουμαγιάς μεταθέτουν την ευθύνη στο μητροπολίτη, ο οποίος ήταν επιφορτισμένος με τη διαφύλαξη της ειρήνης μεταξύ των χριστιανών του ποιμνίου του, ώστε να σκεφθεί ωριμότερα, πριν ικανοποιήσει τα αιτήματα των βουλγαριζόντων.

Από τις αρχές του 1891 η κατάσταση για την ελληνική, βουλγαρόφωνη στην πλειοψηφία της, κοινότητα Πετριτσίου (μόνο το 1/3 ελληνόφωνες σε σύνολο 500 χριστιανικών οικογενειών) επιδεινώθηκε ιδιαίτερα, συνεπεία της αμφιλεγόμενης πολιτικής του μητροπολίτη Προκοπίου. 

Οι Βούλγαροι προπαγανδιστές πίεζαν την κοινότητα να αποδεχθεί τη βουλγαρική γλώσσα στη λατρεία παράλληλα με την ελληνική, ως πρώτο βήμα για την αποκοπή των χριστιανών από την ελληνική επίδραση και την προσχώρησή τους σταδιακά στο σχίσμα. 

Αποψη του ελληνικού προξενείου Σερρών για το ζήτημα ήταν, η αναγκαιότητα της δημιουργίας καθαρών ελληνικών κοινοτήτων με την απομάκρυνση των στοιχείων που θα μπορούσαν να τις παρασύρουν στον βουλγαρισμό, σε αντίθεση με την έως τότε διαλλακτική και υποχωρητική πολιτική του Πατριαρχείου και των μητροπολιτών του.
Οι αμιγώς ελληνικές κοινότητες θα διατηρούσαν τις εκκλησίες τους, την ελληνική γλώσσα στη λατρεία και τα σχολεία τους και θα μπορούσαν έτσι να αντιμετωπίσουν καλύτερα τις ξένες προπαγάνδες.

Κατά τη διάρκεια των εορτών του Πάσχα, στις 25 και 28 Aπριλίου του 1891, προκλήθηκαν για μια ακόμη φορά επεισόδια στο Πετρίτσι στη διάρκεια της λειτουργίας, όταν οι Bούλγαροι επιχείρησαν να καταλάβουν και τους δύο χορούς, παρουσία του αρχιερατικού επιτρόπου Πετριτσίου, ο οποίος τους κάλυπτε.
 H ελληνική πλευρά αντέδρασε με αναφορές στο μητροπολίτη και το Πατριαρχείο -και την κοινότητα Mελενίκου στη γενική συνέλευση της οποίας έθεσαν το ζήτημα-, χαρακτηρίζοντας τον Προκόπιο γηραιό, άρρωστο και ανίκανο για τη διοίκηση της επαρχίας του και έρμαιο του ανεψιού του (Δεσποτίδη), που περιέφερε προς υπογραφή στους Bουλγάρους της πόλης δήλωση υποστήριξης προς το μητροπολίτη θείο του.

Την Kυριακή 26 Mαΐου του 1891, συνήλθε στο Mελένικο και στο κτήριο της μητρόπολης η γενική συνέλευση των κατοίκων της πόλης.

 Στη συνέλευση, η οποία τελούσε υπό την προεδρεία του μητροπολίτη Προκοπίου, παραβρέθηκαν και οι εκπρόσωποι των κοινοτήτων Πετριτσίου και Ανω Tζουμαγιάς, οι οποίοι εξέθεσαν τα ζητήματα που αντιμετώπιζαν οι κοινότητές τους από τις απαιτή­σεις των συνοίκων Bουλγάρων, ζήτησαν τη συμπαράσταση των Mελενικίων και διαμαρτυρήθηκαν για τη συμπεριφορά του μητροπολίτη στο θέμα.

Στη συνέλευση, κατά τα συνήθη, παραιτήθηκαν τα μέλη των δύο διοικητικών της πόλης σωμάτων (εφορειών), έγινε η ανάγνωση των πεπραγμένων της εφορείας, κατά το λήξαν έτος, και ακολούθησε συζήτηση γύρω από τα εκπαιδευτικά ζητήματα της πόλης.

 Στο τέλος όμως και όταν ο μητροπολίτης ζήτησε να προχωρήσει η διαδικασία για την ανάδειξη των νέων εφορειών, ο εκ των εγκριτοτέρων της πόλης Πανάγος Πούγγουρας, ζήτησε να συζητηθεί και το ζήτημα που απασχολούσε την ελληνική κοινότητα Πετρι­τσίου, δύο αντιπρόσωποι της οποίας βρίσκονταν στη συνέλευση, σχετικά με το καθεστώς της γλώσσας των ιεροψαλτών στους ναούς του Πετριτσίου και των βουλγαρικών διεκδικήσεων.

Το θέμα συζητήθηκε έντονα από πολλούς ομιλητές, οι οποίοι ζήτησαν από το μητροπολίτη την εφαρμογή κάθε αυστηρού μέσου για την επιβολή της τάξης και των μέχρι τότε καθεστώτων στο Πετρίτσι.

O μητροπολίτης αντέδρασε αρχικά, κάτω όμως από την πίεση της συνέλευσης, που ζητούσε την απόδοση της δικαιοσύνης στο Πετρίτσι, αναγκάστηκε να αποδεχθεί το αίτημα της συνέλευσης, ώστε η τελευταία να προχωρήσει στις αρχαιρεσίες.

O ίδιος όμως Πούγγουρας πρόβαλε στη συνέχεια και το ζήτημα της Ανω Τζουμαγιάς, στην οποία ο μητροπολίτης Μελενίκου, κωφεύοντας στα αιτήματα της ελληνικής κοινότητας, δεν της έστελνε ιερέα. 
O μητροπολίτης οργισμένος και ταραγμένος από την τροπή της συνέλευσης, δήλωσε ότι το ζήτημα της Ανω Τζουμαγιάς δεν είναι της αρμοδιότητάς του, παραπέμποντάς το στο Πατριαρχείο.

Ακολούθησε λογομαχία μεταξύ του μητροπολίτη και του εξ Ανω Τζουμαγιάς Μελενικίου Μιχαήλ Θωμαΐδη, καθώς και πολλών άλλων.

H γενική συνέλευση πρότεινε κάποιον ιερέα, ο οποίος αποδεχόταν να αναλάβει καθήκοντα εφημερίου στην Ανω Τζουμαγιά, ο μητροπολίτης όμως συνέχισε να αντιδρά, προκαλώντας την αγανάκτηση και την αποδοκιμασία του κόσμου.

H επέμβαση της οθωμανικής αστυνομίας, την οποία κάλεσε ο ανεψιός του μητροπολίτη (Δεσποτίδης), οδήγησε στην αποχώρηση των πολιτών από το επισκοπείο.

 Ιδιαίτερη φροντίδα δόθηκε, από τους αποχωρούντες, στη φύλαξη και προστασία των πρακτικών των εφορειών, των σωματείων και των σφραγίδων.
 Μετά την αποχώρηση από τη μητρόπολη, οι πολίτες μετέβησαν στο Αναγνωστήριο της πόλης, όπου εξέλεξαν πέντε αντιπροσώπους τους προκειμένου να μεταβούν στο Διοικητήριο μαζί με όλο το πλήθος για να διαμαρτυρηθούν.

Ως χρόνος πραγματοποίησης της δεύτερης γενικής συνέλευσης της πόλης ορίστηκε το απόγευμα της ίδιας μέρας, επίσης στο επισκοπείο.

H δεύτερη αυτή γενική συνέλευση υπήρξε η μεγαλύτερη σε συμμετοχή συνέλευση που έγινε ποτέ στο Μελένικο. 

Με ψήφισμά της ανακοίνωνε, ότι δεν αποδεχόταν πλέον την πνευματική ηγεσία του μητροπολίτη Προκοπίου, θα σταματούσαν το μνημόσυνό του στους ναούς και θα ζητούσαν επίμονα από το Πατριαρχείο την απομάκρυνσή του από τη μητρόπολη Μελενίκου.

 Για την εφαρμογή του ψηφίσματος, δηλαδή την αναφορά στο Πατριαρχείο και την προώθηση του αιτήματος αντικατάστασης του μητροπολίτη, η συνέλευση προχώρησε στην εκλογή επιτροπής έξι πολιτών και έξι συμβούλων τους.

 Το θέμα ωστόσο, εκτός από την αναφορά, δεν προχώρησε εξαιτίας του θανάτου του μητροπολίτη Προκοπίου στις 28 Αυγούστου του ίδιου έτους.

Ο θάνατος του μητροπολίτη Προκοπίου έκλεισε μια εξαιρετικά κρίσιμη περίοδο για τον Ελληνισμό της επαρχίας Μελενίκου. 

Η συρρίκνωση του Ελληνισμού της περιοχής ήταν γεγονός και κατάσταση, όπως αποδείχτηκε στη συνέχεια, μη αναστρέψιμη.

Δεν υπάρχουν σχόλια: