Τρίτη 2 Οκτωβρίου 2012

Μακεδονία Θεσσαλονίκη: ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ (316 π.Χ.-1980 μ.Χ.)


του
ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΥ
ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΝΤΑΕΤΗΡΙΔΟΣ
ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1980

   (οι φωτογραφίες επιλογές Yauna)
ΑΡΧΑΙΟΙ ΧΡΟΝΟΙ

Η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, που βρίσκεται σε επίκαιρη στρατηγική και εμπορική θέση στον μυχό τού Θερμαϊκού κόλπου με άνοιγμά χερσαίων δρόμων προς την Κεντρική Ευρώπη  
κτίζεται στα 316 π.Χ., 
στις άρχές μιας κοσμοϊστορικής εποχής, της λεγόμενης ελληνιστικής, 
όπως και μερικές άλλες πόλεις,
 π.χ. η ’Αντιόχεια και η ’Αλεξάνδρεια στην Εγγύς ’Ανατολή. 


Είναι η εποχή που ακολουθεί τον θάνατο του Μ. ’Αλεξάνδρου (323 π.Χ.) και κατά την όποία ο απέραντος κόσμος των κατακτήσεων του διαποτίζεται από τον ελληνικό πολιτισμό, άλλ’ ασκεί καί εκείνος βαθιές επιδράσεις στον ελληνισμό, επιδράσεις οικονομικές, πολιτικές και πνευματικές.

’Ακόμη και λατρείες ανατολικές εισδύουν στον ελληνικό χώρο.

Η έκλογή τού τόπου της Θεσσαλονίκης οφείλεται στον βασιλιά Κάσσανδρο, που διείδε τα πλεονεκτήματα που παρουσίαζε ο μυχός του Θερμαικού.

Και αυτός συνέλαβε το σχέδιο του συνοικισμού της νέας πόλης, στην οποία έδωσε το όνομα της γυναίκας του και αδελφής του Μεγάλου ’Αλεξάνδρου.

Στην περιοχή αυτή βρίσκονταν ορισμένα παραλιακά πολίσματα, που τους κατοίκους των ανάγκασε ο Κάσσανδρος να μετοικήσουν ομαδικά και να συνοικιστούν σ’ ενα πόλισμα, που φαίνεται ότι προϋπήρχε στην περιοχή του λιμανιού, όπως το αποδείχνουν τα άνασκαφικά εύρήματα, ίσως στην 'Αλία που ο Στέφανος ο Βυζάντιος την ταυτίζει με τη Θεσσαλονίκη.

Ή επίκαιρη θέση της νέας πόλης της εξασφαλίζει λαμπρή εξέλιξη κατά τη διάρκεια των αιώνων.

Είναι η μόνη παραθαλάσσια πόλη της Ελλάδας που δεν ερημώθηκε ποτέ ούτε και έχασε τη σπουδαιότητά της.
Με τον γοργό ρυθμό ζωής που σημειώνεται κατά την ελληνιστική εποχή γρήγορα η Θεσσαλονίκη γίνεται σπουδαίο εμπορικό κέντρο, όπου φθάνουν ταξιδιώτες και έμποροι από κάθε γωνιά της Εγγύς και Μέσης ’Ανατολής, από τη Συρία, Φοινίκη, Παλαιστίνη, Αίγυπτο κ.λ.

Μαζί τους εισδύουν και οι λατρείες αιγυπτιακών θεών, του Σάραπη και της Ίσίδας.
Μαζί τους κόμη έρχονται και εγκαθίστανται και οι πρώτοι Εβραίοι, άμέσως μετά την κτίση της νέας πόλης, που αναπτύσσεται σε μεγάλη έκταση, ώστε να είναι ανάγκη να τειχιστεί για να αποφύγει τους κινδύνους των εχθρικών επιδρομών. Ακόμη ως σήμερα βλέπουμε σε μερικά μέρη του περιβόλου τα λείψανα των τειχών εκείνων, τις καλοπελεκημένες πώρινες πέτρες.

Ή Θεσσαλονίκη διοικείται όπως σχεδόν και οι σύγχρονες άλλες έλληνικές πόλεις: 

έχει βέβαια τη βουλή, 
την εκκλησία τον δήμου 
και τους πολιτικούς της άρχοντες, 
αλλά και τους αντιπροσώπους του βασιλιά, 
τους βασικούς (άρχοντες), 
τον επιστάτην (στρατιωτικό διοικητή) κ.λ. 
η κατάσταση αυτή συνεχίζεται 
ως την ύποταγή της στούς Ρωμαίους, ως τη μάχη της Πύδνας (168 π.Χ.), 
κατά την οποία νικήθηκε ο βασιλιάς της Μακεδονίας Περσέας (179-168)
 άπό τον Ρωμαίο ύπατο Αιμίλιο Παύλο.

Τότε η Θεσσαλονίκη γίνεται πρωτεύουσα της δεύτερης άπό τις τέσσερες μερίδες, τα αυτόνομα δηλαδή τμήματα (regiones), στα όποια διαιρέθηκε η Μακεδονία.
Η κάθε μερίδα είχε δημοκρατική οργάνωση με άνώτατο σώμα το συμβούλιο των συνέδρων, που δεν ήταν τίποτε άλλο παρά οι δικοί της κοινοτικοί, θα λέγαμε σήμερα, άρχοντες που διοικούσαν σύμφωνα με τους δικούς των πατροπαράδοτους νόμους.
Το προνομιακό αύτό καθεστώς θα εμενε, προσαρμοζόμενο βέβαια ανάλογα στις έκάστοτε ιστορικές συνθήκες, ως την άλωση της Θεσσαλονίκης άπό τους Τούρκους στά 1430.

’Ανταρσία των Μακεδόνων στα 149 π.Χ. συντρίβεται άπό τον Κόιντο Καικίλιο Μέτελλο στά 146 και η χώρα τους κηρύσσεται ρωμαίκή επαρχία με πρωτεύουσα και εδρα πραίτορα (στρατηγού) τη Θεσσαλονίκη, που όμως έχει εύνοίκή μεταχείριση: διατηρεί τα παλιά πολιτικά της προνόμια και ονομάζεται «ελεύθερη πόλη» (liberae conditionis), γιατί ρωμαίκή φρουρά δεν σταθμεύει μέσα σ’ αύτήν και έχει το δικαίωμα να κόβει δικά της νομίσματα.

Τό προνομιακό αύτό νέο καθεστώς της Θεσσαλονίκης συντελεί, ώστε ν’ άναπτυχθεί στήν πιο πολυάνθρωπη πόλη της Μακεδονίας και να παρατηρηθεί νέα συρροή και εγκατάσταση Εβραίων (1 π.Χ. αιώνας), παρά τις μερικές περιπέτειες της από επιδρομές θρακικών φύλων μεταξύ 57-55 π.Χ.

Τώρα εμφανίζονται οι πολιτάρχαι, 
δηλαδή οι έπώνυμοι άρχοντες που συγκαλούν τη βουλή,
την εκκλησία του δήμου και άναλαμβάνουν την έκτέλεση των άποφάσεών της κ.λ.,
 άκόμη άρχοντες με επαρχιακά άξιώματα,
 όπως ο άρχιερευς του Κοινου των Μακεδόνων,
ο μακεδονιάρχης κ.ά., έπίσης οι έφήβαρχοι, γυμνασίαρχοι κ.ά., που είναι άρχοντες οργανώσεων εφήβων.

Ή πολιτική και αθλητική δραστηριότητα της πόλης κέντρο είχε την αγορά, στη σημερινή πλατεία Δικαστηρίων, και το γυμνάσιον και το στάδιον  που βρίσκονταν πιο επάνω  όπου η εκκλησία του 'Αγίου Δημητρίου.
 Με λαμπρότητα γιορτάζονταν τα ’Ολύμπια, τα Πύθια και τα Καβείρια, λατρεύονταν έλληνικές και ξένες θεότητες, η ’ Αθήνα, ο 'Ηρακλής, οι Διόσκουροι, ο Ίανός, ο Σάραπις, ο Φουλβος (αποθεωμένος Ρωμαίος αύτοκράτορας) κ.ά.
Υπήρχαν άκόμη λατρευτικοί σύλλογοι, έπαγγελματικά σωματεία με δική τους οργάνωση και διοίκηση. Παράλληλα πρός τη θρησκευτική, πολιτική και αθλητική ζωή, παρατηρεΐται και αξιόλογη πνευματική κίνηση με διαπρεπείς άνθρώπους των γραμμάτων, πεζογράφους, ποιητές κ.ά.

2. η σφύζουσα άπό πληθωρική ζωή Θεσσαλονίκη είχε το προνόμιο ν’ άκούσει το μεγάλο κήρυγμα του χριστιανισμού άπό τα ίδια τα χείλη του ’Αποστόλου Παύλου στη συναγωγή των Εβραίων και κατόπιν σε συγκεντρώσεις κυρίως άπλών και εργατικών άνθρώπων στο σπίτι του 'Έλληνα Ίάσονα. οι εχθρικές όμως άντιδράσεις των Εβραίων άναγκάζουν τους πρώτους πιστούς να τον φυγαδεύσουν στη Βέροια. Ωστόσο ο σπόρος είχε πέσει σε γόνιμο έδαφος: η χριστιανική κοινότητα άνθησε και εγινε υποδειγματική σε όλη την Ελλάδα.

Άπό τα μέσα του 3ου μ.Χ. αιώνα άρχίζουν οι μεταναστεύσεις των λαών, οι όποιες θα συγκλονίσουν και τη Θεσσαλονίκη επί 3 1/2 αιώνες, πρώτα των Γότθων και κατόπιν των άλλων ποικιλώνυμων φύλων. η Θεσσαλονίκη με τα τείχη και τους πύργους της γίνεται ο προμαχώνας, το καταφύγιο των κατοίκων της Μακεδονίας και γι’ αύτόν τον σπουδαίο της ρόλο τιμάται με διάφορες αύτοκρατορικές εύνοιες.


Τότε γύρω στά 300 μ.Χ. κτίζονται ορισμένα μνημεία στήν άνατολική περιοχή της, στη σημερινή Καμάρα και στήν πλατεία Ιπποδρομίου, η Αψίδα του Μαξιμιανού Γαλερίου, η Rotonda, το παλάτι του και άλλα λαμπρά οικοδομήματα.

Τότε στά 303, μαρτύρησε και ο πολιούχος της Θεσσαλονίκης Άγιος Δημήτριος, άξιωματικός του ρωμαϊκού στρατού, ο όποιος μετά τον προσηλυτισμό του στον χριστιανισμό δίδασκε με ζήλο τη νέα του πίστη. Ίχνη των τοίχων του παλιού λουτρού, όπου μαρτύρησε, σώθηκαν στην Κρύπτη, κάτω από το ιερό του ναού, καθώς και άλλα μέρη του μνημείου.

Κανείς άλλος άγιος δεν εγκωμιάστηκε τόσο πολύ από τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς για τα θαύματα του και τη βοήθειά του προς τους συμπατριώτες του σε στιγμές κινδύνων όσον αυτός και κανείς άλλος δεν συνέδεσε τόσο πολύ το όνομα του με τις τύχες τής πατρίδας του.

H φήμη του ξεπερνά τα τείχη της και ξεχύνεται σε όλη τη βυζαντινή αυτοκρατορία.

Ό λαμπρός ναός του Άγ. Δημητρίου που κτίστηκε στά 412 άπό τον έπαρχο του ’Ιλλυρικού Λεόντιο και ο ναός της ’Αχειροποιήτου που άνιδρύθηκε και αύτός τον 5ο αιώνα άποτελούν τους δύο άντιπροσωπευτικούς άρχιτεκτονικούς τύπους της βασιλικής.

Η Θεσσαλονίκη γίνεται σπουδαίο κέντρο του χριστιανισμού.
 Έδώ ο Θεοδόσιος ο Μέγας προσηλυτίζεται σ’ αυτόν και άπ’ έδώ εκδίδει στις 28 Φεβρουάριου 380 το περίφημο διάταγμα με το όποιο διακηρύσσει το δόγμα της Νίκαιας ώς το μόνο άληθινό. τη Θεσσαλονίκη την οχυρώνει με τα επιβλητικά  σωζόμενα άκόμη έν μέρει, τείχη της και αυτήν χρησιμοποιεί ώς βάση έξορμήσεών του έναντίον των εχθρικών φύλων.

 Εδώ όμως  στα 390, διαπράττει και το φοβερό ανοσιούργημα  να σφάξει δηλαδή 7.000, κατά την παράδοση, άμέριμνους θεατές στον 'Ιππόδρομο, για να εκδικηθεί την άνταρσία του όχλου της Θεσσαλονίκης έναντίον του Βουτερίχου, διοικητή των στρατιωτικών δυνάμεων του ’Ιλλυρικού, άλλά έπιτιμαται αύστηρότατα άπό τον επίσκοπο Μεδιολάνων ’Αμβρόσιο και έξαναγκάζεται να ομολογήσει δημοσία το άμάρτημά του και να ύποβληθεΐ σε έμπρακτη μετάνοια.

ΜΕΣΟΙ ΧΡΟΝΟΙ

1. ’Ακολουθεί ένας αιώνας και πλέον ειρηνικής μάλλον περιόδου, ώσότου στά 527 άνεβαίνει στον θρόνο ο ’Ιουστινιανός, ο όποιος έχει ν’ άντιπαλαίσει με έχθρούς πιο φοβερούς και άπό τους Γότθους, τους Αραβες και τους Σλάβους.

Γι αύτό κάνει και τη Θεσσαλονίκη στά 535 εδρα του ’Ιλλυρικού. η ’Ιλλυρία, η Θράκη και όλη γενικά η Ελλάδα άπό τη Μακεδονία ώς την Πελοπόννησο άναστατώνονται, λεηλατούνται και καταστρέφονται άπό τις σχεδόν κάθε χρόνο έπιδρομές τους και πολλοί άπό τους πρόσφυγες, τους «άποφύγους» δπως τους ονομάζουν τα άγιολογικά κείμενα, βρίσκουν άσυλο στη Θεσσαλονίκη.

’Αλλεπάλληλα κύματα έχθρών σπάζουν έπάνω στά τείχη και τους πύργους της, τους οποίους έπανδρώνουν με ύψηλό ήθικό οι κάτοικοί της. Οι έπιδρομές συνεχίζονται και τον έπόμενο, τον 7ο αιώνα.

’Αξιομνημόνευτη είναι η επίθεση ποικιλώνυμων σλαβικών φύλων, των λεγάμενων Δραγουβιτών, Σαγουδάτων, Βελεγεζιτών, Βαίουνιτών και των Βερζιτών που την πολιορκούν άπό στεριά και θάλασσα.

 Τότε την πόλη την έσωσε ο Αγιος Δημήτριος, όπως γράφει το βιβλίο των θαυμάτων:
σήκωσε δυνατόν άέρα (θά ήταν άσφαλώς ένας φοβερός «Βαρδάρης»), που σκόρπισε τα καράβια τους και εδωσε την ευκαιρία στους πολιορκημένους να επιχειρήσουν ορμητικές εξόδους και να τρέψουν σε φυγή τους άντιπάλους των. Το γεγονός το διαιωνίζει η ψηφιδωτή επιγραφή που σώζεται άκόμη μέσα στήν έκκλησία:

 Κτίστας θεωρείς . . . κ.λ. οι έπιδρομές ιδίως των έγκαταστημένων στήν περιοχή του Στρυμόνα Σλάβων δεν παύουν, μολονότι οι διάδοχοι του ’Ιουστινιανού Κώνστας Β' στά 658 και ο Κωνσταντίνος Δ' Πωγωνάτος στά 668 τους καταφέρουν φοβερά πλήγματα.

Τέλος στά 688 ο Ιουστινιανός Β' Ρινότμητος, που εκστρατεύει «κατά Σκλαβηνίας και Βουλγαρίας» τους κατανικά στά στενά του Ρούπελ η ίσως της Κρέσνας
και πολλούς αιχμαλώτους η αύτομόλους μεταφέρει στη Μ. Άσία και τους έγκαθιστά στο θέμα Όψίκιον.

Η νίκη αυτή, καθώς και η προσέλευση των ύπολοίπων στον χριστιανισμό (8ος 9ος αί., όπότε η Θεσσαλονίκη γίνεται έδρα του ομωνύμου θέματος), άπαλλάσσουν την πόλη άπό τον κίνδυνο.

Τότε, πιθανόν στις άρχές του 8ου αί., κτίζεται και ο ναός της 'Αγίας Σοφίας, άντιπροσωπευτικός τύπος της βασιλικής μετά τρούλον, μεταβατικός πρός τον στανροειδή μετά τρούλον.

Νέα περίοδος ειρήνης άνοίγεται για την πόλη με όλες τις ευεργετικές της συνέπειες. τα ίχνη του πολέμου και της καταστροφής σβήνουν παντού με το πέρασμα των χρόνων και η φύση ξαναπαίρνει την ειδυλλιακή της όψη έξω άπό τη Θεσσαλονίκη.
 Θαυμάσια εικόνα της μας δίνει ο σύγχρονος Θεσσαλονικέας ’Ιωάννης Καμινιάτης, ο όποιος περιγράφει με τα ώραιότερα χρώματα τα θρησκευτικά ιδρύματα, κυρίως μονές, που βρίσκονται εξω άπό τα τείχη της.
Μέσα άπό την «δημοσίαν λεωφόρον» τη σημερινή Έγνατία, έρχονταν στην πόλη, όπως και σήμερα, οι χωρικοί της πλησιόχωρης πεδιάδας της Καμπανίας με τα γεωργικά της προίόντα, καθώς και άλλοι έμπορευόμενοι άπό πιο μακρινές άποστάσεις πρός την άγοράν η άλλες μικρότερες άγορές, ενώ οι ναυτιλλόμενοι ξεφορτώνουν στήν άκτή της τα άγαθά άπό τα νησιά του Αιγαίου η και άπό τα λιμάνια της ’Ανατολής.

Ντόπιοι και ξένοι άπό διάφορες φυλές με τις πολύχρωμες φορεσιές τους συνωθούνται στούς δρόμους και πλημμυρίζουν τη μεγάλη άγορά, στο κάτω μέρος περίπου της σημερινής πλατείας Δικαστηρίων, για ν’ άγοράσουν η να πουλήσουν κάτι.
Ο σύγχρονος βυζαντινός, για να δηλώσει την πληθωρική ζωή, γράφει ότι εύκολώτερα μπορούσες να μετρήσεις τους κόκκους της άμμου παρά αυτούς που διέσχιζαν την αγορά.

Μέσα σ’ αύτήν την άτμόσφαιρα της ειρήνης, της οικονομικής άνέσεως, αλλά και της καλλιέργειας των γραμμάτων και των τεχνών άνατρέφονται και μεγαλώνουν οι γιοί του Λέοντος, δρουγγαρίου του στρατηγού της Θεσσαλονίκης,
ο Κωνσταντίνος και ο Μεθόδιος (9ος αί.), οι όποιοι, γνώστες των σλαβικών γλωσσικών ιδιωμάτων, επρόκειτο να γίνουν οι μεγάλοι απόστολοι του χριστιανισμού στις σλαβικές χώρες, να δώσουν στους λαούς των το αλφάβητο και να τους χαρίσουν τα δώρα του πολιτισμού.

2. Ξαφνικά όμως  ένώ τέτοια γαλήνη βασίλευε μέσα στη Θεσσαλονίκη και στήν ένδοχώρα της, το μήνυμα της καταστροφής έρχεται άπό τη θάλασσα με τη μορφή των Σαρακηνών πειρατών που μάστιζαν την Ανατολική Μεσόγειο.

Οι Βυζαντινοί δεν είχαν μπορέσει ως τότε να καταστρέψουν τις εστίες τους στήν Κρήτη που την είχαν ύποδουλώσει Μάταια πελαγοδρομούσαν οι βυζαντινές μοίρες στο Αιγαίο, για να ματαιώνουν τις έπιδρομές τους. Πάντως την τολμηρή έπιχείρηση των πειρατών εναντίον της Θεσσαλονίκης την είχαν πληροφορηθεΐ έγκαιρα οι κάτοικοί της, αλλά ήταν άπειροπόλεμοι και η φρουρά τους μικρή.

Με άγωνία λοιπόν μεγάλη είδαν άπό τα τείχη τους, την Κυριακή της 29ης ’Ιουλίου 904, τα 54 καράβια των Σαρακηνών, άληθινό δάσος άπό κατάρτια, να πλησιάζουν, σάν να πετοϋσαν στον άέρα, τα παραθαλάσσια τείχη.

Άλωση Θεσ/νίκης από Άραβες πειρατές
’Αμέσως κατόπιν άρχίζουν οι επιδρομείς την έπίθεση άπό τη θάλασσα και τη στεριά, εντοπίζοντας κυρίως το βάρος της στήν πύλη της Ρώμης, κοντά στον σημερινό Λευκό Πύργο, και στήν Κασσανδρεωτική Πύλη, στο σημερινό Συντριβάνι.

Τελικά, την Τρίτη άπό ξύλινο πύργο τους, στηριγμένο έπάνω σε δύο καράβια κατόρθωσαν να πηδήσουν στά τείχη και κατά τις 9 το πρωί ακράτητοι χείμαρροι ξεχύνονται στούς δρόμους της πόλης.
Τις τραγικές σκηνές που ακολουθούν μας τις δίνει με δακρύβρεχτη περιγραφή ο Καμινιάτης.

 Όσοι είχαν την τύχη να έπιζήσουν όδηγήθηκαν στο λιμάνι και στοιβάχτηκαν στ’ άμπάρια των καραβιών. και τέλος οι Σαρακηνοί, υστέρα άπό 16 μέρες λοξοδρομίας άνάμεσα στά νησιά τοϋ Αιγαίου, για ν’ άποφύγουν την καταδίωξη του βυζαντινού στόλου, εφτασαν στήν Κρήτη με τους πάνω άπό 22.000 σκλάβους και απ’ εκεί άρχισαν να τους πουλούν η να τους άνταλλάσσουν με αιχμαλώτους πειρατές.
Παρά το ισχυρό αύτό και καταστρεπτικό πλήγμα η Θεσσαλονίκη δεν άργησε ν’ άναλάβει.

Ο ΒΟΥΛΓΑΡΟΣ
Τσάρος Самуил  
Μάχη του βουλγαρικού στρατού του Σαμουήλ
 με τον βυζαντινό του Δούκα Γρηγορίου (996 μΧ)
Πέρασαν πάλι χρόνια ειρήνης και ήσυχίας, ώσπου κατά τα τέλη του 9ου ως τις άρχές του 11 ου αί. η βυζαντινή αυτοκρατορία και κυρίους η Μακεδονία με την πρωτεύουσά της δοκιμάζουν πάλι νέους κινδύνους και αύτούς πολύ πιο επίμονους και άπειλητικούς.

 Είναι οι έπιδρομές των Βουλγάρων τσάρων Συμεών (893-927) και Σαμουήλ (976-1014). οι πόλεμοι, μακροχρόνιοι και έξοντωτικοί, με πολλές και δραματικές φάσεις, άποτυπώνουν βαθιά στά δύο εθνη το μίσος και την εμπάθεια. και άπό τότε οι άναμνήσεις τους άπ’ αύτούς κατά έποχές, οπότε βρίσκονται σε έμπόλεμη κατάσταση, άναζωπυρώνουν την εχθρότητά τους αύτή.

Πρωταγωνιστής των αγώνων του ελληνισμού εναντίον του Σαμουήλ είναι ο Βασίλειος Β'.

Ύστερ’ από τους πολέμους αυτούς το εμπόριο και η βιοτεχνία της Θεσσαλονίκης ξανανθίζουν και πάλι. την έκφρασή τους τη βρίσκουν στο μεγάλο εμπορικό πανηγύρι που γίνεται προς τιμή του πολιούχου της 'Αγίου Δημητρίου έξω άπό τα δυτικά της τείχη.

Είναι ο πρόγονος της σημερινής Διεθνούς Έκθέσεως και των Δημητρίων. και πραγματικά εκείνη η έμποροπανήγυρη είχε τον χαρακτήρα διεθνούς συναντήσεως, γιατί έμποροι δχι μόνον άπό διάφορες έλληνικές χώρες, άλλά και άπό διάφορα μέρη της χερσονήσου του Αίμου και άπό τα παράλια της Μεσογείου, εξέθεταν σε πολυάριθμες σκηνές τα ποικίλα προίόντα τους. ’Ακόμη κτηνοτρόφοι άπό κοντινές περιοχές έφερναν και ζώα για πούλημα, άλογα, βόδια, πρόβατα κ.λ.

’Ακολουθούν νέες έπιδρομές των Βουλγάρων στά 1040 και 1041 με άρχηγούς τον Πέτρο Δελεάνο και τον Άλουσιάνο.

Τρία χρόνια άργότερα, στά 1044, κτίζεται ο ναός της Παναγίας των Χαλκέων άπό τον πρωτοσπαθάριο Χριστόφορο διοικητή της Λομβαρδίας.
Ο ναός εμφανίζει για πρώτη φορά στη Θεσσαλονίκη τον τύπο της σταυροειδούς τρουλωτής έκκλησίας, τον ίδιο που άντιπροσωπεύουν τον επόμενον αιώνα ο 'Αγιος Παντελεήμων και η 'Αγία Αικατερίνη και τον 14ο αί. οι Αγιοι ’Απόστολοι.
Οί κίνδυνοι όμως δεν παύουν ν’ άπειλούν την πόλη του 'Αγ. Δημητρίου. οι νέοι επιδρομείς έρχονται τώρα άπό Δ.
Η Άλωση της Θεσσαλονίκης
από τους Νορμανδούς της Σικελίας
Είναι οι Νορμανδοί που με άρχηγούς τους κόμητες Ριχάρδο και Άλδουίνο του νορμανδικού κράτους της Σικελίας, χρησιμοποιώντας το Δυρράχιο (τό κυριεύουν το 1185) ώς προγεφύρωμα προχωρούν άνεμπόδιστα και φθάνουν ώς έξω άπό τα τείχη της Θεσσαλονίκης το μεσημέρι της 6ης Αύγούστου, ένώ 200 καράβια παρουσιάζονται έμπρός στο λιμάνι της λίγες μέρες άργότερα, στις 15 του μηνός.

 Γλαφυρή άφήγηση της πολιορκίας και δεύτερης άλώσεως της Θεσσαλονίκης μάς έχει άφήσει ο τότε άρχιεπίσκοπος και γνωστός σχολιαστής του 'Ομήρου Εύστάθιος, ο όποιος κατηγορεί τον διοικητή της Δαβίδ Κομνηνό, συγγενή του αύτοκράτορα ’Ανδρονίκου Α' Κομνηνού  για άνικανότητα, για άδράνεια και άδιαφορία που ίσοδυναμούσε με άληθινή προδοσία.

Έτσι, παρά την άπελπισμένη και ήρωική άμυνα των κατοίκων, άκόμη των γυναικών και των παιδιών, οι άλλεπάλληλες έπιθέσεις των πολιορκητών νύχτα και μέρα, άλλά και η άχαρακτήριστη στάση του διοικητή και οι φήμες για προδοτικές ένέργειες ορισμένων άτόμων φέρνουν την άγωνία, την κόπωση και την πτώση τοϋ ήθικού, ώστε την ένατη ήμέρα, 24 Αύγούστου, η πόλη να ύποκύψει.
’Ακολούθησαν οι συνηθισμένες σφαγές και λεηλασίες και η σκληρή κατοχή ενός μόνο χρόνου, που όμως ήταν άρκετός για να δημιουργηθεΐ μεγάλη ήθική κρίση μέσα στήν πόλη, που την καταλαβαίνουμε πολύ καλά δσοι ζήσαμε παρόμοια κατάσταση κατά τόν δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.

Ή πραγματική κατοχή ήλθε στά 1204 με την κατάλυση της βυζαντινής αύτοκρατορίας άπό τους Φράγκους.
Τότε ένα άπό τα πολλά κράτη και κρατίδια που ξεπήδησαν άπό τα ερείπιά της ήταν και της Θεσσαλονίκης με ιδρυτή τον Βονιφάτιο τον Μομφερρατικό.
Το βασίλειο αύτό έμεινε στά χέρια των Φράγκων 20 άκριβώς χρόνια και τελικά καταλύεται άπό τον Έλληνα ήγεμόνα της Ηπείρου Άγγελο Κομνηνό Δούκα, ο όποιος σαρώνει τους κατακτητές ξεκινώντας άπό τα νότια σύνορα της Θεσσαλίας και έπάνω.

Ο Άγγελος χρίεται βασιλεύς άπό τον άρχιεπίσκοπο Αχρίδας Δημήτριο Χωματιανό παρά τις διαμαρτυρίες του βασιλιά του κράτους της Νίκαιας ’Ιωάννη Γ' Δούκα Βατάτση, ότι αύτός είναι ο μόνος γνήσιος κληρονόμος του Βυζαντίου.
Τώρα η Θεσσαλονίκη γίνεται η πρωτεύουσα του νέου ομώνυμου κράτους που εκτείνεται άπό την Άδριατική ως το Αιγαίο, άλλά τελικά τον αγώνα δρόμου πρός την Κωνσταντινούπολη τον χάνει ο Θεόδωρος στά 1230, όπότε νικιέται πολεμώντας έναντίον του ήγεμόνα των Βουλγάρων ’Ιωάννη Άσάν Β' στήν Κλοκοτνίτσα κοντά στον "Εβρο, όπου το χωριό Σέμιτζες, και πιάνεται αιχμάλωτος αύτός και πολλοί συγγενείς του.
Έτσι ο ’Ιωάννης Γ' Δούκας Βατάτσης μένει χωρίς ομοεθνή άντίπαλο και ΰστερ’ άπό 16 χρόνια ενσωματώνει το κράτος της Θεσσαλονίκης στις χώρες της αύτοκρατορίας του.

Οι Φράγκοι
3. Ή φραγκική κατάκτηση έφερε μεγάλες καταστροφές στις έλληνικές χώρες, άλλά είχε και ευεργετικές έπιδράσεις: 

ένίσχυσε τις οικονομικές σχέσεις μεταξύ Θεσσαλονίκης και των έμπορικών ιταλικών πόλεων,
ιδίως Βενετίας και Γένουας (οί έμποροί της άποκτούν ιδιαίτερη έκκλησία και συνοικία που πρέπει να βρίσκεται κοντά στο λιμάνι, όπου συγκεντρώνονται οι έμπορικές τους δραστηριότητες — η προίστορία της όδού Φράγκων;) και τόνωσε το πνεύμα άντιστάσεως των μεγάλων έπαρχιακών κέντρων έναντίον των κατακτητών.

Ο διάδοχος του ’Ιωάννη Γ' Δούκα Βατάτση, ο άρρωστος, άλλά με δυνατή ψυχή Θεόδωρος Β' Λάσκαρις (1254-1258), ο γνωστός για την άρχαιολατρία και την έντονη ελληνική συνείδησή του, ο όποιος βασιλεύει σε μιά μεγάλη έπικράτεια
 (τήν ονομάζει «Έλληνικόν» και «Ελλάδα»!) με βόρεια σύνορα που περιλαμβάνουν τη γιουγκοσλαβική Μακεδονία, την Ανατολική Ρουμελία και τη Θράκη, συμβάλλει και αύτός έστω και μέσα στά λίγα χρόνια της βασιλείας του στη δημιουργία των προϋποθέσεων για μιά άνακαινιστική πνοή μέσα στη χώρα του.

Μέσα σ’ αύτό το πολιτικό και πολιτιστικό πλαίσιο πρέπει να νοηθεί η άκμή της Θεσσαλονίκης κατά τα τέλη του 13ου και τον 14ο αί., με τους λαμπρούς κλασικούς φιλολόγους της, τον Θωμά Μάγιστρο και τον Δημήτριο Τρικλίνιο, με τους άλλους λογίους της, τον Νικηφόρο Χούμνο, τους άδελφούς Δημήτριο και Πρόχορο Κυδώνη, τον Θεόδωρο και Νικηφόρο Κάλλιστο Ξανθόπουλο, τόν νομομαθή Κωνστ. Άρμενόπουλο, τους αρχιεπισκόπους Γρηγόριο Παλαμα και Νείλο Καβάσιλα, τόν άνεψιό του Νικόλαο Καβάσιλα κ.ά. Κοντά σ’ αύτούς πρέπει να μνημονευθεΐ και ο μοναχός Ματθαίος Βλάσταρης με το πλούσιο ύμνογραφικό έργο, του οποίου έπίσης το νομικό σύγγραμμα «Σύνταγμα κατά στοιχείον  είναι έξίσου σπουδαίο με την «Έξάβιβλον» του Άρμενοπούλου και ασκεί μεγάλη έπίδραση ιδίως στη Βουλγαρία, Σερβία και Ρωσία.

Ο "Ιησούς" του Θεσσαλονικέως Μανουήλ Πανσέληνου
Στή Θεσσαλονίκη άκόμη, που ζει τόν χρυσό αιώνα της, άκμάζουν όχι μόνο τα γράμματα, άλλά και οι τέχνες, η καλλιγραφία, η μικρογραφία, η άρχιτεκτονική και η ζωγραφική, οι όποιες παρουσιάζουν θαυμάσια μνημεία, ώραιότατα χειρόγραφα, τόν χρυσοκεντημένο έπιτάφιο της Παναγούδας, τους ναούς των Ταξιαρχών και του 'Αγίου Νικολάου τοϋ ’Ορφανού, τόν θαυμάσιο για την ψηφιδωτή διακόσμησή του ναό των 'Αγίων ’Αποστόλων κ.ά.
Η ζωγραφική της μακεδονικής πρωτεύουσας ακτινοβολεί στη Βέροια, Καστοριά, ’Αχρίδα, στο "Αγιον Όρος, καθώς και στη Σερβία της εποχής του κράλη Μιλούτιν (1282-1321).

Οί λόγιοι της έποχής αύτής άσφαλώς και οι καλλιτέχνες δεν είναι άνθρωποι του σπουδαστηρίου, του έργαστηρίου, άλλά ζουν και μελετούν τα σύγχρονά τους κοινωνικά προβλήματα και διαπιστώνουν ότι η κοινωνία τους παρουσιάζει νοσηρά συμπτώματα.
Ένδιαφέρονται για τη βελτίωση της θέσης ιδίως των φτωχών άγροτών, στιγματίζουν τις άδυναμίες των δυνατών, την τοκογλυφία τους, την άκόρεστη άπληστία κ.λ.
 Γενικά έκδηλώνουν με θάρρος και ζωηρότητα τις ιδέες τους που φανερώνουν κάποια στροφή στήν εξέλιξη του ελληνικού κόσμου. Είναι να θαυμάζει κανείς τόν Δημήτριο Κυδώνη για την ύψηλή άντίληψη που εχει για τόν άνθρωπο, όταν γράφει αύτά τα ώραΐα λόγια που και μέσα στον σημερινό κόσμο μάς έντυπωσιάζουν
«Ό άνθρωπος δημιουργήθηκε χάριν του έαυτοϋ του. Κι αυτό το δείχνει η έλεύθερη βούλησή του, που αν τη χάσει κανείς καλύτερα να μή διεκδικεΐ ούτε και το όνομα του άνθρώπου».

Στή Θεσσαλονίκη λοιπόν φυσά μιά νέα και ζωογόνα πνοή με σαφέστατο τόν ελληνικό της χαρακτήρα, μιά πνοή που τείνει ν’ άναμορφώσει κράτος και κοινωνία, που φανερώνει άκόμη νέες πολιτικές και έθνικές άντιλήψεις, που μαρτυρεί τέλος την αυγή του νέου έλληνισμού.

4. Ποιά όμως είναι η κοινωνία της Θεσσαλονίκης και τα προβλήματά της;
η «πολυάνθρωπος» και «μεγαλούπολις» πρωτεύουσα της Μακεδονίας εχει την έποχή αυτή τα έξης κοινωνικά στρώματα: τους έλεύθερους πολίτες, τους παροίκους η δουλοπαροίκους και τους δούλους.
Οι πρώτοι χωρίζονται σέ τέσσερες τάξεις:
 στούς δυνατούς (πλούσιους, συνήθως εύγενεΐς), 
στον κλήρο, 
στούς μέσους (άστούς) και 
στον δήμον η κοινόν (λαό, φτωχούς).

Το καθεστώς το συνιστούν κυρίως δύο έξουσίες, η εκκλησιαστική με επικεφαλής τόν άρχιεπίσκοπο, —πού προσαγορεύεται παναγιώτατος (τίτλο που εχει μόνον ο οικουμενικός πατριάρχης),— και η πολιτική με εκπρόσωπο τόν διοικητή της πόλης.

Οι αρχιεπίσκοποι της Θεσσαλονίκης παίζουν σπουδαίο ρόλο και σ’ αυτά άκόμη τα πολιτικά γεγονότα στις δύσκολες στιγμές του τόπου και κατά παράδοση ώς τις μέρες μας.

 Έκτος όμως άπό τις δύο αύτές έξουσίες ύπάρχει και η πανάρχαια κοινοτική, η αύτοδιοίκηση, που την εκπροσωπεί δωδεκαμελές συμβούλιο, η γνωστή στον λαό δωδεκάδα η κατά τα σύγχρονα βυζαντινά κείμενα, η γερουσία η σύγκλητος η βουλή, σώμα που το άπαρτίζουν εύγενεΐς και άστοί, οι οποίοι πρέπει να γνωρίζουν «τάς συνήθειας» του τόπου και να φροντίζουν όχι μόνο για τα ζητήματά του, άλλά άκόμη και για την άντιμετώπιση εχθρικών άπειλών, άφού η κεντρική άρχή είναι πολύ μακριά.

Μολονότι η οργάνωση της κοινότητας είναι άξιόλογη, άδυνατεΐ ν’ αντιμετωπίσει τα μεγάλα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα, της, τα προερχόμενα άπό την καταστροφή και έξαθλίωση των γεωργών έξαιτίας των άλλεπάλληλων έχθρικών έπιδρομών και εμφυλίων πολέμίον, καθώς και άπό τη σκληρή συμπεριφορά των δυνατών.
 ’Έτσι συνωστίζονται θεόφτωχοι μέσα στά τείχη με άποτέλεσμα να δημιουργούν στήν πόλη ενα πεινασμένο προλεταριάτο που συμμαχώντας με τους μέσους (άστούς) ερχεται άντιμέτωπο με τους εύγενεΐς γαιοκτήμονες και τους πλούσιους έμπορους που έκμεταλλεύονται τη δυστυχία τους.

Μάταια οι φωτισμένοι άνδρες ύψώνουν τη φωνή τους, για να ύπερασπιστούν τους φτωχούς και άδύνατους. η έπανάσταση κοχλάζει και άρχίζει με θρησκευτικό προσωπείο, με προανάκρουσμα τις σφοδρές θρησκευτικές εριδες, τις λεγάμενες ησυχαστικές, που εκπορεύονταν άπό ιδέες μυστικιστικές και εξυμνούσαν το αύστηρό άσκητικό πνεύμα.
Οι κοινωνικές όμως ταραχές και έμφύλιοι πόλεμοι, που ξέσπασαν κατόπιν στη Θεσσαλονίκη και γενικά στη Μακεδονία και Θράκη, δεν είναι άνεξάρτητοι και άπό τη σύγχρονη πολιτική και κοινωνική άκαταστασία του βυζαντινού κράτους και ιδίως άπό την εμφάνιση των ’Οθωμανών Τούρκων στον βαλκανικό χώρο.
Η άπελπισία ήταν έπόμενο να σπρώξει τους καταπιεσμένους κατοίκους πρός τόν μυστικισμό η πρός την κοινωνική έπανάσταση.

Στο θρησκευτικό πεδίο ύπέρμαχος των ήσυχαστικών ιδεών ύπήρξε ο μοναχός και άργότερα άρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Γρηγόριος ο Παλαμάς, που θαυμαζόταν για την πολυμερή μόρφωση και την αύστηρή άσκητικότητά του, και άντίπαλός του ο Καλαβρός μοναχός Βαρλαάμ, βαθύς γνώστης της θεολογίας και της άρχαίας φιλοσοφίας, ο όποιος γρήγορα άπογοητεύθηκε άπό
τή διδασκαλία των ήσυχαστών,
που τους κατηγόρησε ώς «όμφαλοψύχους».
Η φιλονεικία, καθαρά πνευματική στήν άρχή, άλλαξε όψη, όταν άναμείχθηκαν σ’αύτήν άνδρες πολιτικοί, όταν δηλαδή ο μνηστήρας του θρόνου Ιωάννης Καντακουζηνός, επικεφαλής των εύγενών, του κλήρου και της στρατιωτικής ολιγαρχίας, εσπευσε να στηρίξει τους ήσυχαστές, ενώ ο στρατηγός και έπίτροπος του άνήλικου ’Ιωάννη Ε' Παλαιολόγου ’Αλέξιος ’Απόκαυκος έχει με το μέρος του την αύτοκράτειρα "Αννα της Σαβοΐας και τις λαίκές τάξεις.

’Έτσι ο άνταγωνισμός των προσώπων και των θρησκευτικών ιδεών έκτρέπεται σε πάλη συντηρητικών και προοδευτικών κοινωνικών δυνάμεων. οι άγώνες αυτοί εκδηλώνονται με την πιο σκληρή μορφή (1342-1347) στη Θεσσαλονίκη, όπου έπικρατούν οι φίλοι του λαού, οι λεγόμενοι Ζηλωτές, οι όποιοι έφαρμόζουν μέσα στήν πόλη ενα εύρύ πρόγραμμα κοινωνικών μεταρρυθμίσεων.

Τελικά όμως ο Καντακουζηνός συμφιλιώνεται με την αύτοκράτειρα και συμβασιλεύει με τον ’Ιωάννη Ε', άλλά οι Ζηλωτές τώρα δεν δέχονται διαταγές άπό την Κωνσταντινούπολη. Τότε ο πρωτοσέβαστος Μετοχίτης, εκπρόσωπος της κεντρικής άρχής στη Θεσσαλονίκη, οργανώνει την άντεπανάσταση και άνατρέπει τους Ζηλωτές. και έτσι ξανάρχεται η παλιά τραγική κοινωνική κατάσταση. ’Αργότερα, στά 1372, ο Δημ. Κυδώνης συμβουλεύει να μήν είναι οι «μείζονες», δηλαδή οι ισχυροί, άπληστοι στά κέρδη και να χειρίζονται τα κοινά με πνεύμα φιλολαίκό.


5. Τήν πορεία όμως πρός την κατάρρευση δεν μπορεΐ να την άναστείλει ούτε και ο μόνος στρατιωτικός και πολιτικός ήγέτης, ο πρίγκιπας Μανουήλ Β', που είχε άντιληφθεΐ την ολέθρια επίδραση των άλυτων κοινωνικών προβλημάτων καθώς και την άπειλή του τουρκικού κινδύνου. ο έλληνολάτρης πρίγκιπας ένσαρκώνει το πνεύμα της άντιστάσεως έναντίον των κατακτητών, άλλά είναι πιά πολύ άργά.

 Έτσι η Θεσσαλονίκη στά 1387, ύστερ’ άπό 4 χρόνων πολιορκία, γίνεται φόρου υποτελής στούς Τούρκους και στά 1391 κυριεύεται με έφοδο άπό τον Βαγιαζίτ Α'.

Κατά τη διάρκεια των τελευταίων αιώνων και ιδίως των τελευταίων χρόνων οι έπιδρομές των εχθρικών φύλων και μάλιστα των Τούρκων κατέστρεψαν το ώραΐο φυσικό περιβάλλον της Θεσσαλονίκης με τα δάση, με τις πολυάριθμες μονές και τα άγιάσματα, που σύνθεταν ενα δεύτερο "Αγιον ’Όρος.
 ’Έτσι πολύ νωρίς οι μονές έρειπώθηκαν, οι μοναχοί σκορπίστηκαν, τα έργα των άνθρώπων εξαφανίστηκαν και οι λόφοι εγιναν φαλακροί και έρημοι ώς τους πρόποδες του Χορτιάτη, όπως έμειναν ώς τα τελευταία χρόνια πριν άπό τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο.

Ή πρώτη τουρκική κατοχή της είναι σχετικά σύντομη.

 Ύστερ’ άπό 11 χρόνια, στά 1402, ο Βαγιαζίτ Α' συντρίβεται άπό τόν Τιμούρ Λέγκ στή μάχη της "Αγκυρας και η τουρκική δύναμη εκμηδενίζεται. ’Ακολουθούν οι έμφύλιοι πόλεμοι των γιών του Τούρκου σουλτάνου και ο Μανουήλ Β', αφού ύπόσχεται σ’ έναν άπ’ αύτούς, στον Σουλείμάν, να τόν βοηθήσει στήν κατάληψη του θρόνου, κατορθώνει να πάρει πίσω μεταξύ άλλων τη Θεσσαλονίκη, μέρος της ένδοχώρας της και τη δυτική Χαλκιδική.

Η ελευθερία όμως των περιοχών αύτών δεν έπρόκειτο να βαστάξει πολύ. με την άνοδο του Μουράτ Β' (1421-1451) στον θρόνο οι Τούρκοι ξαναβρίσκουν την παλιά τους κατακτητική όρμή και η Θεσσαλονίκη άρχίζει να περισφίγγεται άπό τόν άσφυκτικό τους κλοιό.

Η άνασφάλεια, ο ύποσιτισμός και η πείνα άναγκάζουν χιλιάδες φοβισμένους κατοίκους να έγκαταλείψουν την πόλη. ο πρίγκιπας ’Ανδρόνικος Παλαιολόγος, γιος του Μανουήλ, που κυβερνά την πόλη ώς άνεξάρτητος ήγεμονίσκος, είναι άδύνατο να την ύπερασπίσει.
Γι’ αύτό προτιμά, με τη συναίνεση των κοινοτικών άρχόντων της, να την παραδώσει στούς Βενετούς με τους έξής όρους:

1) οι κάτοικοι να κρατήσουν τα πατροπαράδοτα προνόμιά τους και να διοικούνται με τους δικούς των νόμους
2) ο άρχιεπίσκοπος και οι κληρικοί της να παραμείνουν στις θέσεις τους έκτελώντας τα καθήκοντά τους και
3) όσοι κάτοικοι θέλουν, να μπορούν να φεύγουν έλεύθερα άπό την πόλη πουλώντας και τα κτήματά τους. ο τελευταίος όρος δείχνει πολύ καθαρά την επιθυμία διαρροής των κατοίκων και έξηγεΐ γιατί η πόλη συνεχώς ερημώνεται και γιατί υστερ’ άπό 7 χρόνια βενετοκρατίας, κατά την άλωσή της, εχει μόνο 7.000 κατοίκους.

Στά λίγα χρόνια της βενετικής κατοχής οι κάτοικοι δοκιμάζουν πολλές πικρίες, γιατί οι Βενετοί παραβαίνουν τους όρους της συμφωνίας και φέρονται δεσποτικά. Η πόλη, πνιγμένη άπό τη συνεχή σχεδόν πολιορκία των τουρκικών στρατευμάτων, φθίνει και μαραίνεται οικονομικά. Φτώχεια και δυστυχία βασιλεύει μέσα σ’ αύτήν.
Κάποια συνωμοτική κίνηση με έπικεφαλής τόν ίδιο τον’Ανδρόνικο πατάσσεται στήν άρχή της. οι άλλεπάλληλες πρεσβείες των κατοίκων στη Βενετία δεν έχουν κανένα ούσιαστικό άποτέλεσμα.

’Αλλά και οι Βενετοί, παρά τις επίμονες προσπάθειές τους να συνεννοηθούν με τους Τούρκους, δεν κατορθώνουν να μαλάξουν την έχθρότητά τους και να έξασφαλίσουν την άπερίσπαστη κυριαρχία τους στη Θεσσαλονίκη.
Τελικά ο σουλτάνος Μουράτ Β' βαδίζει έναντίον της και υστερ’ άπό τριήμερη πολιορκία την κυριεύει (1430).
’Ακολουθούν οι συνηθισμένες σφαγές και οι λεηλασίες.

ΝΕΟΙ ΧΡΟΝΟΙ

1. Ό σουλτάνος φροντίζει τώρα για τόν άνασυνοικισμό της πόλης με την πρόσκληση των παλιών κατοίκων που είχαν φύγει, καθώς και Τούρκων άπό την περιοχή των Γενιτσών.
Καταλαμβάνονται αύθαίρετα ώραΐα σπίτια, άκόμη και εκκλησίες και μοναστήρια άπό τους Τούρκους έποίκους.

Άπό τις πιο σημαντικές εκκλησίες μένουν στά χέρια των Ελλήνων ο Άγ. Δημήτριος, ο ναός των Άσωμάτων η ’Αγγέλων (Rotonda) και της Άγ. Σοφίας, για να καταληφθούν και αύτοί άργότερα, κατά τα τέλη του 15ου η τις άρχές και τα τέλη του 16ου αί. η τουρκική παρουσία άρχίζει να γίνεται αισθητή με τα δικά της κοσμικά και θρησκευτικά ιδρύματα.

’Έτσι στά 1444 ο σουλτάνος κτίζει το γνωστό ώς σήμερα στο κέντρο της πόλης τουρκικό λουτρό, το ονομαζόμενο Cifte hamam (= διπλό λουτρό), δηλ. για άνδρες και γυναίκες.
 Είκοσι τέσσερα χρόνια άργότερα στα 1468, κτίζεται το γνωστό επίσης, στη γωνία Έγνατίας-Βενιζέλου, Hamza μπέη τζαμί και στά 1485 το Ishak πασα τζαμί η Αλατζά (= πολύχρωμο) τζαμί, έπάνω άπό την όδό Κασσάνδρου.

Τή στρατιωτική βυζαντινή ολιγαρχία διαδέχεται η άντίστοιχη τουρκική με τα τιμάρια, ζιαμέτια και χάσια, έκτάσεις γής που άνήκουν στούς σπαχήδες, ζαΐμηδες η και στά μέλη της σουλτανικής οικογένειας.
Μιά τέτοια πασίγνωστη στρατιωτική οικογένεια είναι του Έβρενός μπέη, για τα κτήματα της όποίας μιλούν άκόμη τα βιβλία του τουρκικού κτηματολογίου Θεσσαλονίκης.

Κατά τα τέλη του 15ου αί. εγκαθίστανται στη Θεσσαλονίκη, καθώς και σε άλλες πόλεις της Μακεδονίας και γενικά της οθωμανικής αύτοκρατορίας, πλήθη Εβραίων διωγμένων ύστερ” άπό τα άντισημιτικά κινήματα που διαδραματίζονται στήν Ούγγαρία και Γερμανία, οι λεγόμενοι Άσκεναζίμ, στήν ’Ισπανία, Σικελία, Κάτω ’Ιταλία, Πορτογαλία και Προβηγκία, οι Σεφαρδίμ, άλλιώς Ίσπανοεβραΐοι, που με τόν άνώτερό τους πολιτισμό και την άριθμητική τους ύπεροχή άφομοιώνουν τελικά τους Άσκεναζίμ, καθώς και τους ολιγάριθμους Ρωμαιοεβραίους (Romaniotes) της παλιας εβραίκής κοινότητας, οι όποιοι μιλούσαν έλληνικά.

Οι Ίσπανοεβραΐοι έπιβάλλουν και τα ισπανικά ώς κοινή γλώσσα στούς ομοεθνείς τους και είναι αύτοί κυρίως που με τις γνωριμίες τους με τα μεγάλα έμπορικά κέντρα της Εύρώπης, Βενετία, Γένουα, Άμστερνταμ κ.λ., εγιναν οι φορείς της οικονομικής προόδου της Θεσσαλονίκης.
 Άπό τους Ίσπανοεβραίους προήλθαν και οι μεγάλοι λόγιοι και έπιστήμονές της, κυρίως γιατροί, που προήγαγαν πνευματικά  τήν έβραίκή κοινότητα με τα καλά σχολεία, τα ραβινικά σεμινάρια, τις βιβλιοθήκες κ.λ.

Μέσα σ’ αύτόν τον κοσμογονικό αιώνα που μεταμορφώνει τη Θεσσαλονίκη, οι Ελληνες άγωνίζονται να έπιζήσουν συσπειρωμένοι γύρω άπό ορισμένες —μικρές τις περισσότερες— έκκλησίες, άπό τις όποιες παίρνουν το όνομά τους και οι συνοικίες τους.

 Άπό τον Άγιο Νικόλαο πρός τον Άγιο Αθανάσιο, την Καμάρα, το Ιπποδρόμιο ώς τη Νέα Παναγία, δηλαδή πρός το νοτιοανατολικό τμήμα της πόλης, εκτείνεται ο πυκνότερος ελληνικός πληθυσμός.

Σ’ αύτή την περιοχή έπαλλε κυρίως η καρδιά του ελληνισμού της Θεσσαλονίκης μέσα στά χρόνια της συντριβής και της έθνικής άφάνειας. οι μεγάλοι της λόγιοι, πριν η μετά την άλωσή της, είχαν φύγει στήν Κωνσταντινούπολη η στήν ’Ιταλία μή μπορώντας να ζήσουν στο πνιγερό περιβάλλον της δουλείας, άλλά και αύτοί που έμειναν είχαν στηλωμένα τα βλέμματά τους στη Δύση άναμένοντας την άπελευθέρωσή τους άπό τα ισχυρά της κράτη, τη Βενετία και την ’Ισπανία.

 Ετσι λαχτάρισαν οι ψυχές τους, όταν πληροφορήθηκαν την καταστροφή του τουρκικού στόλου στη λεγάμενη ναυμαχία της Ναυπάκτου (1571).

Οι Τούρκοι, φοβούμενοι εχθρικές άποβάσεις στον μυχό του Θερμαίκού, είχαν φροντίσει να ένισχύσουν τα παραθαλάσσια τείχη της με τον ονομαζόμενο τώρα Λευκό Πύργο, κτισμένο στά 1535-1536, εξοχο δείγμα της οθωμανικής στρατιωτικής άρχιτεκτονικής, του 15ου και 16ου αί., εργο παρόμοιο πρός τους πύργους της Κασσανδρείας, που όμως δεν σώθηκε, της Μεθώνης και της Κορώνης.

2. Άν θέλει ο άναγνώστης να σχηματίσει την εικόνα της Θεσσαλονίκης, διαμορφωμένης πιά σε χαρακτηριστικό τύπο πυκνοκατοικημένης και πληθωρικής τουρκόπολης, πρέπει οπωσδήποτε να διαβάσει την ώραία περιγραφή του Τούρκου περιηγητή του Που αί. Έβλιά Τσελεμπή.

Θα γνωρίσει τα εκατοντάδες σεράγια των επιφανών Τούρκων με τους κλειστούς έξώστες (σαχνισιά), με τους μεγάλους κήπους, τα κιόσκια και τα συντριβάνιαθά στριμωχθεί με το πολύχρωμο και γραφικό πλήθος, άπλούς άνθρώπους, στρατιώτες, ιερωμένους κ.λ. στούς στενούς δρόμους και στά σοκάκια, θα έπισκεφθεΐ τα διάφορα μνημεία, τις μεγάλες χριστιανικές έκκλησίες, μεταμορφωμένες τώρα σε τζαμιά, τις έβραίκές συναγωγές, τις άγορές (τσαρσιά και μπεζεστένια), τους τεκέδες των δερβισών, τα χαμάμια, τους μποζαχανέδες και τα μεγάλα καφενεία της, θ’ άποθαυμάσει το εύρύχωρο λιμάνι με τα ποικίλα καράβια, τις εκατοντάδες γαλεόνια, καραβέλες, κάτεργα κ.λ. και τους μεγάλους παραθαλάσσιους πύργους, άπό τους όποιους σήμερα σώζεται μόνον ο Λευκός θα έλθει σε επαφή με τους λογοτέχνες, ιδίως με τους ποιητές, με τους έπιστήμονες, κυρίως ξακουστούς γιατρούς, και γενικά θα γνωρίσει την πνευματική κίνηση του τόπου.

Θα χαρεί επίσης τις έξοχες της Θεσσαλονίκης, τ’ αμπέλια, τα χωράφια και τα περιβόλια με τα νόστιμα όπωρικά τους.
Τήν έποχή αύτή συμβαίνει στήν οθωμανική αύτοκρατορία ενα γεγονός που εχει σπουδαίο άντίκτυπο στη δημογραφική σύνθεση της Θεσσαλονίκης.

Ένας Εβραίος αύστηρός άσκητής, ο Σαμπατάι Σεβή, παρουσιάζεται στούς ομοεθνείς του ώς ο άναμενόμενος Μεσσίας και το κήρυγμά του βρίσκει θερμή άνταπόκριση όχι μόνο στις εβραίκές παροικίες της Ανατολικής Μεσογείου, όπου ταξιδεύει, άλλά και σε όλες τις άλλες, της Γερμανίας, Πολωνίας, Περσίας κ.λ.

’Ιδιαίτερη άπήχηση είχε στις μάζες των Εβραίων της Θεσσαλονίκης.

Επειδή ο σουλτάνος Μεχμέτ Δ’ (1648-1687) εβλεπε ότι η άναταραχή που εφερνε ο ψευτομεσσίας στήν αύτοκρατορία (αύτοαποκαλοΰνταν «βασιλεύς των βασιλέων» και μιλούσε για άνασύσταση του βασιλείου του Δαβίδ) δημιουργούσε προβλήματα, τόν συνέλαβε και τόν φυλάκισε.

Και αύτός για να μή θανατωθεί, δέχτηκε τόν ισλαμισμό (1666). το παράδειγμά του το μιμήθηκαν χιλιάδες οπαδών του, ιδίως επιφανών πλούσιων οικογενειών της Θεσσαλονίκης, οι γνωστοί με το όνομα Ντονμέδες (τουρκ. donme = άποστάτης) ώς τα 1923, δηλ. ώς την άνταλλαγή των ελληνοτουρκικών πληθυσμών, οπότε έφυγαν και αύτοί —15 η 16.000 τότε — στήν Τουρκία ώς άνταλλάξιμοι.

Ή προσέλευση τόσων χιλιάδων Εβραίων στον μουσουλμανισμό ύπήρξε βέβαια πλήγμα για την έβραίκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης, άλλά δεν ήταν το μόνο.

Η τακτική τώρα και άπευθείας συγκοινωνία της Ευρώπης με τις χώρες της Άπω Ανατολής με άγγλικά και ολλανδικά εμπορικά πλοία πλήττει οικονομικά τους Βενετούς και τους Εβραίους που συνεργαζόμενοι μαζί τους ώς μεσάζοντες έξυπηρετούσαν το έμπόριο αύτό που διεξαγόταν ώς τότε με καραβάνια. η οικονομική όμως παρακμή των Εβραίων δεν είναι ταχεία, άλλά βαθμιαία.

Άπό την κάμψη αύτή των Εβραίων έπωφελούνται οι Έλληνες ιδίως της Δυτικής Μακεδονίας, οι όποιοι διεξάγουν ζωηρό έμπόριο με τις βόρειες χώρες της Βαλκανικής, άλλά προπάντων της Κεντρικής Εύρώπης.

Οι ποικίλες άνάγκες της Θεσσαλονίκης δημιουργούν έδώ τους πρώτους Έλληνες άστούς, ένώ οι βενετοτουρκικοί πόλεμοι και ιδίως ο Κρητικός (1645-1669) κρατούν σε ένταση τόν έλληνικό λαό και μαζί τους 'Έλληνες της Θεσσαλονίκης που αισθάνονται βαριά τα δεινά της σκλαβιάς. η οικονομική και πολιτική παρακμή της Βενετίας άπό το ένα μέρος και η άνάδυση της ρωσικής δυνάμεως άπό το άλλο προσανατολίζουν τους Ελληνες πρός Β, πρός τόν Μέγα Πέτρο.

Τώρα πιά διασαλεύεται περισσότερο η τάξη στήν ύπαιθρο.
Στά κοντινά πρός τη Θεσσαλονίκη βουνά, στο Βέρμιο, στά Πιέρια και στον Όλυμπο οι κλέφτες πληθύνονται.
Μολαταύτα μέσα στήν πόλη υπάρχει ήσυχία, αν εξαιρέσει κανείς τις βιαιότητες και αυθαιρεσίες των Τούρκων, ιδίως των γενιτσάρων, ήσυχία που εύνοεΐ την άνάπτυξη του εμπορίου της ύστερα μάλιστα άπό το άνοιγμα νέων άγορών πρός την Κεντρική Εύρώπη.
Σχετικά σπουδαία σημασία είχε η συνθήκη του Πασάροβιτς (1718) μεταξύ Αύστρίας και Τουρκίας. Άλλά και οι Γάλλοι και οι Άγγλοι άνταγωνίζονται στο λιμάνι αύτό, για να εξασφαλίσουν όσο το δυνατόν περισσότερες εισαγωγές δικών τους προίόντων και εξαγωγές πρώτων υλών.

Τό έμπόριο της Θεσσαλονίκης άναπτύσσεται διαρκώς ώς τα 1775 και διατηρείται σταθερά ώς τα 1781.
Η έκρηξη της γαλλικής έπαναστάσεως του 1789 και οι ναπολεόντειοι πόλεμοι που την άκολουθούν μειώνουν τη δυναμικότητα του γαλλικού έμπορίου δίνοντας έτσι νέες ευκαιρίες ν’ άναδειχθούν οι Έλληνες και οι Εβραίοι έμποροι.

 Έτσι σχηματίζεται μέσα στήν πόλη μιά εύρωστη άστική τάξη Ελλήνων, που έχουν σπουδαίους έμπορικούς οίκους και ένδιαφέρονται ζωηρά όχι μόνο για τα οικονομικά τους ζητήματα, άλλά και για τα προβλήματα της κοινότητάς τους και του έθνους.

 Έτσι ο σπόρος της Φιλικής Εταιρείας βρίσκει εδώ γόνιμο έδαφος.

Πολλοί μυούνται σ’ αύτή και έργάζονται με ενθουσιασμό για την άπελευθέρωση του Γένους.

Άπό χρόνια τραγουδούν ανέμελα και προκλητικά, θα έλεγε κανείς, τα θούρια του Ρήγα, ώστε μήνες κιόλας πριν άπό την επανάσταση του 1821 ο μουτεσελίμης (άναπληρωτής του πασά) Σερίφ Σιντίκ Γιουσούφ μπέης να παρακολουθεί άγρυπνα τις έπαναστατικές τους ζυμώσεις.

’Έτσι, όταν η φλόγα της άνταρσίας άπό τη Νότια Ελλάδα μεταδίδεται στη Χαλκιδική, ο Γιουσούφ άρχίζει φοβερή τρομοκρατία σε βάρος των Ελλήνων και η πόλη μεταβάλλεται σ’ ένα άπέραντο σφαγείο. 

Εκτελέσεις ομαδικές η άτομικές στις πλατείες είναι ένα συνηθισμένο θέαμα.

Ανάμεσα στά πάμπολλα θύματα είναι ο Κίτρους Μελέτιος, τοποτηρητής του μητροπολίτη ’Ιωσήφ, που βρίσκει έπίσης τον θάνατο στήν Κωνσταντινούπολη, οι πρόκριτοι Χριστόδ. Μπαλάνος, Γεώργιος Πάικος, Χρίστος Μενεξές κ.ά., ένώ στήν ύπαιθρο, με τη συντριβή της έπαναστάσεως στη Χαλκιδική, γραφικά χωριά και άνθηρές κωμοπόλεις διαρπάζονται και πυρπολούνται.

Στά παζάρια της Θεσσαλονίκης οι σκλάβοι πουλιούνται άπό 5 ώς 20 τάλιρα ο καθένας. 

Τελευταία ύποτάσσεται η Κασσάνδρα και το Άγιον ’Όρος άπό τον νέο και σκληρό διοικητή της Θεσσαλονίκης Μεχμέτ Έμίν πασά, τόν έπονομαζόμενο Έμπού Λουμπούτ (ροπαλοφόρο) για τη σκληρότητά του (Δεκέμβριος 1821).

Έπίσης καταστέλλεται τόν έπόμενο χρόνο η άνταρσία των κατοίκων Όλύμπου και Βερμίου Τότε η Νάουσα και τα γύρω χωριά της δοκιμάζουν τη φρίκη των ώμοτήτων, ενώ οι Έλληνες της Θεσσαλονίκης ώς τα μέσα του 1823, ώς την άπομάκρυνση του διοικητή, ζοΰν ήμέρες άγωνίας και τρόμου.

4. Μετά το τέλος της έλληνικής έπαναστάσεως, 1821-1829, η Θεσσαλονίκη προχωρεί αισθητά πρός την οικονομική και πολιτιστική της πρόοδο, πρός τόν εξευρωπαϊσμό της, παρά τις συχνές έπιδημίες, τις πυρκαίές και τους σεισμούς που την πλήττουν άπό καιρό σε καιρό.

Τόσο οι 'Έλληνες, όσο και οι Εβραίοι άνοίγουν λαμπρά έκπαιδευτικά ιδρύματα, οι πρώτοι με τη συνδρομή των μεγάλων εύεργετών, Θεαγένη Χαρίση, του «Συλλόγου πρός διάδοσιν των έλληνικών γραμμάτων», του Παπάφη, οι δεύτεροι με την ενίσχυση της Alliance Israelite του Παρισιού. Ξεχωριστή είναι ιδίως η προσφορά του έλληνικού Κεντρικού Παρθεναγωγείου (1850) και του Διδασκαλείου (1875) στη μόρφωση των έλληνόπουλων και στά γενικότερα συμφέροντα του έθνους στις ύπόδουλες χώρες, ιδίως στη Μακεδονία. η πρόοδος αύτή εύνοεΐται βέβαια άπό τη μεταρρυθμιστική πολιτική των διαδόχων του Μαχμούτ Β', άπό τόν Άβδούλ Μετζίτ (1839-1861) και Άβδούλ Άζίζ (1861-1876).

 Εκείνα τα χρόνια ιδρύθηκαν στη Θεσσαλονίκη δύο ελληνικά κοινωνικά σωματεία, ο «Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος» και η «Φιλόπτωχος ’Αδελφότης», που συνεχίζουν ώς σήμερα τη λαμπρή τους άποστολή.

Με την παράλληλη τάση για τόν έξωραίσμό της πόλης γκρεμίζονται τα παραθαλάσσια τείχη και δυστυχώς και οι δυο μεγάλοι πύργοι που βρίσκονταν στο ΝΔ τμήμα της.

O μεγάλος νοτιοανατολικός πύργος που γλυτώνει, ο Πύργος του αίματος (Κανλή Κουλέ), βάφεται άσπρος είναι ο Λευκός Πύργος.

’Έτσι σχηματίζεται η σημερινή παραλία της Θεσσαλονίκης. η δημοτική άρχή που έγκαινιάζεται άπό το 1869 φροντίζει για την καθαριότητα, για τόν υγειονομικό ελεγχο και τόν έξωραίσμό της πόλης.
Σύγχρονα σιδηροδρομική γραμμή συνδέει τη Θεσσαλονίκη με την ένδοχώρα της, με το Βελιγράδι, με την Κεντρική Εύρώπη και με την Κωνσταντινούπολη.
Ό Κριμαίκός πόλεμος (1853-1856) και άργότερα ο ρωσοτουρκικός (1877-1878) άποτελούν έναύσματα για άναταραχές στις χώρες της Βαλκανικής με σοβαρό άντίκτυπο στη Θεσσαλονίκη, ιδίως στά 1876, οπότε ο φανατισμένος τουρκικός όχλος άγανακτισμένος άπό τις άτυχίες του τουρκικού στρατού στις έπαναστατημένες Ερζεγοβίνη και Βοσνία, σκοτώνει τους προξένους Jules Moulin της Γαλλίας και Ερρίκο ”Αμποτ της Γερμανίας.

Tην έποχή αύτή που οι πράκτορες του πανσλαβισμού έργάζονται παντού δραστήρια ανοίγοντας σχολεία, μοιράζοντας χρήματα, βιβλία και υποτροφίες, οι 'Έλληνες της Θεσσαλονίκης, όπως γράφει ο Αύστριακός πρόξενος, «όλοι τους στά έθνικά τους ζητήματα έχουν τα ίδια αισθήματα και θεωρούν μόνο την Ελλάδα σάν την πραγματική τους πατρίδα η μάλλον τη χώρα τοϋ γένους των, άπό την οποία κάποτε θα ιδρυθεί το πραγματικό τους κράτος.

 Δείχνουν άκούραστο ζήλο για τη μόρφωση τοϋ λαοΰ και κανείς εύπορος δεν πεθαίνει, χωρίς ν’ άφήσει σημαντικά κληροδοτήματα για σχολικούς σκοπούς».

O ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1877-1878 τους συγκινει ιδιαίτερα και το ελληνικό προξενείο έργάζεται δραστήρια για τόν ξεσηκωμό των Ελλήνων της Μακεδονίας μοιράζοντας όπλα στη Χαλκιδική, Γενιτσά, Γουμένιτσα, Κίτρος, Βέροια, Νάουσα και άλλού, άλλά οι τουρκικές άρχές παρακολουθούν τις κινήσεις των συνομοτών και τους αναγκάζουν ν΄αδρανήσουν.

Τελικά επαναστατεί μόνο η περιοχή του Όλύμπου, οργανωμένη άπό τόν Κίτρους Νικόλαο, άλλά η άνταρσία άποτυχαίνει.

Χιλιάδες προσφύγων βρίσκουν άσυλο στη Θεσσαλονίκη, όπου τους φέρνονται με στοργή οι Έλληνες κάτοικοι, που με τη διενέργεια έράνων φροντίζουν για την άνακούφιση και περίθαλψή τους.
Τά χρόνια που άκολουθούν ώς τους βαλκανικούς πολέμους είναι πολύ κρίσιμα για τόν έλληνισμό της Μακεδονίας και γενικότερα για το έθνος.

Έχει δημιουργηθεί μεταξύ Δούναβη και Αίμου το βουλγαρικό κράτος (1878), το όποιο 7 χρόνια άργότερα (1885) καταλαμβάνει πραξικοπηματικά την Άνατ. Ρουμελία και βρίσκεται πιά στά σύνορα της Μακεδονίας. 

’Αρχίζει συστηματική εργασία, ιδίως με την ίδρυση σχολείων και με την εκκλησιαστική επιρροή της Εξαρχίας και προετοιμάζεται για τη μελλοντική της επέκταση. Επωφελούμενο μάλιστα άπό την έλληνική ήττα στον έλληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 έντείνει την προπαγάνδα του στη Μακεδονία και τελικά άρχίζει και ένοπλο άγώνα με τρομοκρατικές ομάδες (κομιτατζήδες).

Κάπως άργά άντιδρούν οι Έλληνες με παρόμοιες ομάδες (άντάρτες).

 Έτσι άρχίζει ο Μακεδονικός ’Αγώνας (1904-1908), κατά τη διάρκεια του οποίου έδρασαν συναδελφωμένοι πολλοί Έλληνες της Νότιας και Βόρειας Ελλάδας, και άρκετοί πότισαν με το αίμα τους τη χώρα τού Μεγάλου ’Αλεξάνδρου.

Άπό τους πρώτους ο Παύλος Μελας, ο Τέλλος Άγαπηνός, ο καπετάν Κώτας κ.ά.
Το προσωπικό του Προξενείου Θεσσαλονίκης

Κέντρο του Άγώνα και πάλι η Θεσσαλονίκη.

5. Ό Μακεδονικός Αγώνας υπήρξε πλούσιος σε θυσίες, άλλά και σε κέρδη.

 Χάρη σ’ αύτόν διασώθηκε η έλληνική συνείδηση της Μακεδονίας και προετοιμάστηκε η άπελευθέρωσή της, η όποία πραγματοποιήθηκε με τους δύο βαλκανικούς πολέμους (1912-1913).

Με τόν πρώτο οι Έλληνες κατορθώνουν να είσέλθουν πρώτοι στη μακεδονική πρωτεύουσα, την όποία είχε παραδώσει στον διάδοχο Κωνσταντίνο ο διοικητής του 8ου σώματος τοϋ τουρκικού στρατοϋ Χασάν Ταχσίν πασάς. οι Έλληνες έρχονται ώς φορείς πολιτισμοϋ στη δεύτερη πρωτεύουσα της βυζαντινής αύτοκρατορίας καί τώρα τοϋ νέου ελληνικού κράτους.

Εντύπωση κάνουν οι σωστές ενέργειες και η πολιτισμένη συμπεριφορά των πρώτων άνώτατων στρατιωτικών και πολιτικών ύπαλλήλων, οι όποιοι δίνουν και το καλό παράδειγμα: η εύγένεια του στρατιωτικού διοικητή πρίγκιπα Νικολάου, η άκεραιότητα του γενικού διοικητή Ρακτιβάν, η δραστηριότητα του νομάρχη Άργυροπούλου κ.ά.
 ’Αμέσως σχεδόν οργανώνεται η άρχαιολογική ύπηρεσία και λαμβάνεται πρόνοια για την περισυλλογή και τη διαφύλαξη των πολλών άρχαιοτήτων των σκορπισμένων εδώ κι εκεί.

Την ειρηνική αύτή πορεία παρεμπόδιζαν οι άπαράδεκτες εδαφικές άπαιτήσεις της Βουλγαρίας και τέλος την διέκοψε η έκρηξη του δεύτερου βαλκανικού πολέμου, του λεγάμενου συμμαχικού, με την αιφνιδιαστική έπίθεση των Βουλγάρων έναντίον των Σέρβων κοντά στη Γευγελή και έναντίον των Ελλήνων στις Έλευθερές Πράβιστα. το αίσιο τέλος του πολέμου αύτού έπισφραγίζει την οριστική ένσωμάτωση της Θεσσαλονίκης στήν Ελλάδα.

Οί περιπέτειες όμως της μακεδονικής πρωτεύουσας συνεχίζονται με την έκρηξη του πρώτου παγκόσμιου πολέμου, οπότε με την εύμενή ανοχή της κυβερνήσεως Βενιζέλου, το λιμάνι της χρησιμοποιείται άπό τους Άγγλους και Γάλλους ώς βάση των έπιχειρήσεών τους στο βαλκανικό μέτωπο.

Ως τα τέλη Ίανουαρίου 1916 είχαν αποβιβαστεί στη Θεσσαλονίκη 125.000 Γάλλοι και 100.000 Άγγλοι, χωρίς να ύπολογιστούν οι άντρες των τεχνικών και βοηθητικών ύπηρεσιών, και η περιοχή της μεταβάλλεται σ’ ενα περιχαρακωμένο στρατόπεδο.

Θεσσαλονικεΐς και άλλοι Ελληνες διαβλέποντας πολλούς κινδύνους για τη Μακεδονία με τη συνεχιζόμενη ούδετερότητα της Ελλάδας κάνουν το κίνημα της ’Εθνικής Άμυνας στις 17/30 Αύγούστου 1916 και σχηματίζουν τόν στρατό της Άμυνας που τάσσεται στο πλευρό των Άγγλογάλλων.

 ’Εδώ άποβιβάζεται στις άρχές ’Οκτωβρίου και ο Βενιζέλος και σχηματίζει την επαναστατική κυβέρνηση, που τελικά επιβάλλεται σε όλη την Ελλάδα.

Η συγκέντρωση τόσων στρατευμάτων στον μακεδονικό χώρο και ο άνταγωνισμός των οικονομικών συμφερόντων των συμμάχων εύνόησε την έπίδοση του εμπορίου ιδιαίτερα στη Θεσσαλονίκη.

Την οικονομική της άνάπτυξη δεν την άνέστειλε η μεγάλη πυρκαϊά του Αύγούστου του 1917, η όποία κατέστρεψε το νότιο —τό κάτω της όδού Αγίου Δημητρίου— και μεγαλύτερο σχεδόν τμήμα της πόλης.
Απεναντίας εδωσε την εύκαιρία σ’ αύτούς που είχαν πλουτίσει, καθώς και σε άλλους Ελληνες του έσωτερικού και έξωτερικού, να κτίσουν πολλά άπό τα οικοδομικά συγκροτήματα που βλέπουμε σήμερα.

Ακολουθεί ο μικρασιατικός πόλεμος (1919-1922) και η άνταλλαγή των έλληνοβουλγαρικών (1919) και έλληνοτουρκικών (1923) πληθυσμών.
Οι περισσότεροι πρόσφυγες εγκαθίστανται άγροτικά και άστικά στις πιο ευφορές έλληνικές χώρες, στη Μακεδονία και Θράκη, που κύριο κέντρο έχουν τη Θεσσαλονίκη.

Στις χώρες αύτές έκτελούνται μεγάλα λιμενικά έργα, διευθετούνται κοίτες χειμάρρων, άποξηραίνονται λίμνες και γίνονται άρδευτικά έργα, που προκαλούν τόν θαυμασμό των πολιτισμένων λαών.

Με την άνταλλαγή των πληθυσμών οι βόρειες αύτές χώρες παρουσιάζουν μιά συνεκτική έλληνική ομοιογένεια.

Πρός τα τεχνικά αύτά έργα συστοιχεί και η πρόοδος στον πνευματικό τομέα.

Ιδρύεται το πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (1926), άνεγείρονται πολλά και συγχρονισμένα σχολεία και γυμναστήρια, άρχίζει ν’ άνθεΐ μιά νέα άξιόλογη λογοτεχνία με λαμπρούς εκπροσώπους στήν ποίηση και πεζογραφία, ιδιότυπη μέσα στον έλληνικό χώρο, η λεγάμενη σχολή της Θεσσαλονίκης, ιδρύεται η Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών (1939) κ.λ.

Τό μεγάλο αύτό οικοδόμημα του πολιτισμού σωριάζεται ξαφνικά με την έπίθεση των δυο ολοκληρωτικών δυνάμεων, της φασιστικής Ιταλίας και της ναζιστικής Γερμανίας, οι όποιες έπικουρούνται άπό τη δορυφόρο τους Βουλγαρία. στη Θεσσαλονίκη καταφεύγουν πάλι, όπως και στά βυζαντινά χρόνια κατά τις έπιδρομές των Άβαροσλάβων, οι νέοι «άπόφυγοι», οι καταδιωγμένοι άπό τις ίταλοκρατούμενες η γερμανοκρατούμενες η βουλγαροκρατούμενες περιοχές της ύπαίθρου, οι περισσότεροί τους δυο και τρεις φορές πρόσφυγες κατά τη διάρκεια των τριάντα τελευταίων έτών.

Μετά τη λήξη του δεύτερου παγκόσμιου πόλεμου και του εμφυλίου που ακολουθεί  οι "Ελληνες άρχίζουν με μύριες δυσκολίες και έμπόδια ν’ άναλαμβάνουν.

Η Θεσσαλονίκη μεταβάλλει όψη άπό χρόνο σε χρόνο χάρη στήν οικονομική και πνευματική πρωτοπορία της, στον έντονο ρυθμό άνοικοδομήσεως και στήν έκτέλεση μεγάλων έξωραίστικών έργων.

Το νέο πανεπιστήμιό της γίνεται διεθνώς γνωστό και άποκτα νέες και συγχρονισμένες έγκαταστάσεις
ή Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών άναπτύσσει
 έντονη πνευματική 
και
 καλλιτεχνική δραστηριότητα,
 αποκτά δική της στέγη
και κτίζει μεγαλοπρεπές θέατρο,
άληθινό κόσμημα της πόλης κατασκευάζεται η ώραία προκυμαία πέρ’ άπό τόν Λευκό Πύργο, η όποία θα επεκταθεί
και πρός το λιμάνι κτίζεται το Αρχαιολογικό Μουσείο,
 η Λέσχη των ’Αξιωματικών,
το έπιβλητικό Καυταντζόγλειο στάδιο κ.λ.,
οργανώνεται η Κρατική ’Ορχήστρα Β.Ε.,
το Κρατικό Θέατρο Β.Ε.,
ιδρύεται το λαμπρό καλλιτεχνικό σωματείο «Ή Τέχνη», που άναπτύσσει άξιόλογη δραστηριότητα κ.λ.

Γενικά η πνευματική κίνηση μέσα στήν πόλη, έπιστημονική, λογοτεχνική και καλλιτεχνική είναι τόσο έντονη, ώστε να είναι δυνατόν να ισχυριστεί κανείς ότι ποτέ η Θεσσαλονίκη δεν έφτασε σε τέτοιο ύψηλό σημείο πολιτισμού, όσο στήν έποχή μας

Δεν υπάρχουν σχόλια: