Τρίτη 11 Σεπτεμβρίου 2012

Φιλιππούπολη Ανατολικής Ρωμυλίας: Το ελληνικό στοιχείο της περιοχής Φιλλιπουπόλεως πριν την Ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας.

της Γεωργίας Ιωαννίδου-Μπιτσιάδου.
 'Ιδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου

 Σκοπός της μελέτης μου αυτής είναι ν’ αναφερθώ σε ορισμένες διαμαρτυρίες του ντόπιου ελληνικού στοιχείου της περιοχής Φιλιππουπόλεως κατά της οθωμανικής διοικήσεως πριν από την ίδρυση της βουλγαρικής Εξαρχίας.

 Οι καταπιέσεις σε βάρος του χριστιανικού πληθυσμού στη νευραλγική αυτή περιοχή, ιδιαίτερα μετά τις τουρκικές μεταρρυθμίσεις του Χάτι Χουμαγιούν (Hatti-Humayun) στις 18 Φεβρουάριου του 18561, περιγράφονται όχι μόνον στις έγγραφες ιδιωτικές διαμαρτυρίες του καταπιεζόμενου λαού, αλλά και στις αναφορές των διαφόρων προξένων και υποπροξένων στις οθωμανικές επαρχίες, καθώς επίσης και στις εκθέσεις των Ελλήνων πρεσβευτών στην Κωνσταντινούπολη.

Είναι γνωστό ότι στα χρόνια 1860-1872 το ελληνικό στοιχείο βρέθηκε για πρώτη φορά αντιμέτωπο με ένα χριστιανικό βαλκανικό έθνος, τους Βουλγάρους.

Επιφανειακά η διαμάχη εμφανιζόταν ως εκκλησιαστική και αφορούσε την ίδρυση βουλγαρικής εκκλησίας ανεξάρτητης από το οικουμενικό πατριαρχείο.

 Στην ουσία όμως επρόκειτο για εθνική διένεξη.

Κατά την περίοδο αυτή και ενώ οι διαπραγματεύσεις στην Κωνσταντινούπολη μεταξύ κληρικολαϊκών εκπροσώπων προσέκρουαν στην άκαμπτη αδιαλλαξία και των δύο πλευρών σχετικά με το θέμα της διοικήσεως στις διαφιλονικούμενες επαρχίες της οθωμανικής αυτοκρατορίας, οι Έλληνες και οι Βούλγαροι υποβλέπονταν.

Δεν ήταν μάλιστα σπάνιες οι περιπτώσεις, κατά τις οποίες οι τοπικές διαφορές κατέληγαν σε εμφανείς συγκρούσεις.
 Μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα μια παραδοσιακή αλληλεγγύη συνέδεε ανέκαθεν τους Έλληνες με τους ομόθρησκους καταπιεζόμενους λαούς της οθωμανικής αυτοκρατορίας.

 Όσο όμως γινόταν αντιληπτό ότι τα αιτήματα των Βουλγάρων έβρισκαν τη θερμή υποστήριξη των Ρώσων, το ελληνικό στοιχείο άρχιζε να αντιδρά και να κλονίζονται συθέμελα οι σχέσεις των δύο γειτονικών λαών.
 Έμπρακτη απόδειξη της θερμής υποστήριξης των Ρώσων προς το αγωνιζόμενο βουλγαρικό στοιχείο αποτελούσε η δραστηριότητα του ρωσικού υποπροξενείου της Φιλιππουπόλεως.
Στην περίοδο της αναφλέξεως των εθνικών αντιθέσεων, όταν ενίσχυε τη βουλγαρική εθνική αφύπνιση.
 Σε έγγραφο του Έλληνα υποπροξένου στη Φιλιππούπολη προς το Υπουργείο των Εξωτερικών αναφέρεται ότι υποκινητές της στάσεως του Αχήρ Τζελεμπή ήταν Ρώσοι απεσταλμένοι που κατέλυσαν στο ρωσικό υποπροξενείο της Φιλιππουπόλεως.

Από τους απεσταλμένους αυτούς ο ένας ήταν αξιωματικός της ρωσικής αυτοκρατορικής φρουράς.
 Η προπαγάνδα για την υποστήριξη της βουλγαρικής υποθέσεως βρήκε πρόσφορο έδαφος στη Ρωσία, γεγονός που οφειλόταν στο αυξημένο ενδιαφέρον προς το σλαβισμό και ειδικότερα προς το βουλγαρικό λαό. Ακριβώς στη δεκαετία του 1860 δεσπόζουν οι σλαβόφιλες τάσεις και δημιουργούνται οι κατάλληλες προοπτικές για την επικράτηση του πανσλαβισμού σαν κοινωνικο-πολιτικό δόγμα.

Τις τάσεις αυτές τις διακρίνουμε ολοφάνερα στην πολυσέλιδη αναφορά του Γεωργίου Τσουκαλά προς την ελληνική Βουλή στις 27 Οκτωβρίου 1865, στην οποία εκθέτει τις τραγικές συνέπειες της διενέξεως ανάμεσα στα μέχρι τότε φιλικά διακείμενα έθνη.

 Στην αναφορά του αυτή προς το ελληνικό Κοινοβούλιο ζητάει τη βοήθεια της Βουλής των Ελλήνων για την επάνδρωση των προξενείων του υπόδουλου ελληνισμού με το κατάλληλο προσωπικό και ιδιαίτερα του προξενείου της Φιλιππουπόλεως, ώστε να διασωθεί η ελ ληνική εθνικότητα και να αποκρουσθούν οι προπαγανδιστικές ενέργειες του πανσλαβισμού.

Στην πρώτη σελίδα της αναφοράς του ο Γ. Τσουκαλάς, αφού τονίζει τις αγαθές σχέσεις «των όμοδόξων και συναδέλφων Βουλγάρων», πού ζοϋσαν μέ το ελληνικό στοιχείο φιλικά και συγγενικά», λέγει:
«’Αλλά προ τινων έτών, κρίμασιν οϊς οΐδε μόνος "Κύριος”, βόρειος άνεμος κατάψυχρος πνεύσας, κατεμάρανε, και κατέστρεψε τούς ώραίους καρπούς τής όμονοίας, συγγενείας, και της πρός άλλήλους άγάπης των κατοίκων Χριστιανών.
Και ούτω παρά πάσαν ελπίδα Βούλγαροι και 'Έλληνες διηρέθησαν εις δύο στρατόπεδα αδιάλλακτα. 

Και οι μέν ελαβον θέσιν έχθρικώς έπιθετικήν, και καταστρεπτικήν καθ’ ήμών, μή φειδόμενοι μηδενός μέσου εις ανατροπήν καί καταστροφικήν παντός ίχνους Ελληνικής έθνικότητος εις επιτυχίαν του σκοπού των.
 Οι δε ομογενείς κατά φυσικόν λόγον έλάβομεν θέσιν άμυντικήν κατ’ εχθρού έκδίκησιν πνέοντος, παρά πάσαν ελπίδα, ϊνα διασώσωμεν καί διατηρήσωμεν τήν εθνικότητα ήμών καί τήν ίεράν θρησκείαν τών προγόνων ήμών, ύπέρ ών έχύθησαν τόσα αϊματα Ελληνικά ποταμηδόν κατά καιρούς επί τής γής».

 Θα πρέπει να σημειώσουμε εδώ ότι μέχρι το 1870 ελάχιστα απασχολούσε το επίσημο ελληνικό κράτος η κατάσταση που επικρατούσε στο βόρειο μακεδονικό και θρακικό χώρο. 

Το κύριο μέλημά του και το αποκλειστικό ενδιαφέρον του συγκεντρωνόταν στο κρητικό ζήτημα. Παρ’ όλα αύτά όμως οι Έλληνες της Ανατολικής Ρωμυλίας είχαν συνειδητοποιήσει τον κίνδυνο που τους απειλούσε και προσπαθούσαν να ανακόψουν τις ενέργειες του βουλγαρικού στοιχείου.

Με συνεχείς παραστάσεις τους στις τοπικές αρχές ή με έντονες διαμαρτυρίες μέσω Πατριαρχείου στην Πύλη, τόνιζαν ότι όλα τα συμφέροντα του ελληνισμού
«από τίνος καιρού καταπολεμούνται πολλαχοϋ από τό βουλγαρικόν στοιχεΐον και προπάντων εις τα μεσόγεια τής Θράκης, οπου είναι πολυπληθέστερον».

 Η δραστηριότητα όμως των Ρώσων πρακτόρων και των μυστικών αποστόλων, που διέτρεχαν ιδιαίτερα τις οθωμανικές επαρχίες όπου διαβιούσε ο ελληνικός πληθυσμός, ενίσχυσε σημαντικά τη βουλγαρική κινητοποίηση.

Εμπεριστατωμένη και αποκαλυπτική για τις δραστηριότητες των Ρώσων πρακτόρων και για το ρόλο του ρωσικού υποπροξενείου Φιλιππουπόλεως είναι η απόρρητη και εμπιστευτική έκθεση του Έλληνα διπλωματικού εκπροσώπου στη Φιλιππούπολη προς τον Έλληνα πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη το Μάιο του 1866.

Στην εκτενή αυτή έκθεση, μεταξύ άλλων, γίτεται λόγος για τις συνεχείς και σκανδαλώδεις επεμβάσεις του διερμηνέα του ρωσικού υποπροξενείου Νικολάου Τζαλίκη, στους διάφορους τομείς της τοπικής Διοικήσεως και ιδιαίτερα στο τοπικό Εμποροδικείο.
 Τόσο προκλητική ήταν η παρέμβαση του διερμηνέα σ’ όλες τις διαδικασίες, ώστε αναγκάστηκαν ο πρόεδρος του Εμποροδικείου και τα λοιπά οθωμανικά μέλη να απαιτήσουν από το διοικητή, το διάδοχο του Χασάν Πασά, Μεχμέτ Αττά Βέη, την αντικατάσταση του διερμηνέα, ή, σε περίπτωση που αυτό δε θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί, την παραίτησή του.

Παρ’ όλα αυτά όμως ο διερμηνέας του ρωσικού προξενείου παρέμεινε στη θέση του, υποστηριζόμενος θερμά από τον Ρώσο υποπρόξενο της Φιλιππουπόλεως Νάιδεν Γκέρωφ.

Πέρα από την ένταση στις σχέσεις Ελλήνων και Βουλγάρων, ενδεικτικό της μεγάλης οξύτητας που επικρατούσε στην επαρχία Φιλιππουπόλεως στις αρχές του 1866, είναι οι διωγμοί που υφίστανται οι εκεί ευρισκόμενοι Έλληνες υπήκοοι από τις τοπικές οθωμανικές αρχές, με αποτέλεσμα να διατρέχουν άμεσο κίνδυνο όλα τα συμφέροντα του ελληνισμού.

Δέκα χρόνια μετά την έκδοση του σουλτανικού διατάγματος Χάτι-Χουμαγιούν και δύο μόλις χρόνια μετά το μεταρρυθμιστικό νόμο «περί Βιλαετίων» του 1864, το Μάρτιο του 1866, η οθωμανική αυτοκρατορία χωρίζεται σε αυτοδιοικούμενες περιφέρειες.

 Η κατάτμηση αυτή της χώρας αποβλέπει στην εφαρμογή της αποκεντρώσεως και τη δημιουργία θρησκευτικής αντιπροσωπεύσεως, για να μη επιβραδύνεται η επίλυση του εκκλησιαστικού ζητήματος και κατά συνέπεια να βλάπτεται το ελληνικό στοιχείο.

 Στα πλαίσια των μεταρρυθμίσεων αυτών παρατηρούνται μεταβολές και στο διοικητικό σύστημα της Ανατολικής Ρωμυλίας. Στο εξής ο διοικητής Φιλιππουπόλεως θα υπάγεται στο νεοσύστατο βιλαέτι Αδριανουπόλεως και θα εξαρτάται απόλυτα από τη Γενική Διοίκηση της πόλεως αυτής.

 Τον Αύγουστο του 1866 και ενώ ο γενικός διοικητής Αδριανουπόλεως Χουρσίτ Πασάς περιόδευε στα μέρη της δικαιοδοσίας του, δημοσιεύθηκε διάταγμα της Υψηλής Πύλης, σύμφωνα με το οποίο επιβάλλεται σε όλους του υπηκόους του σουλτάνου και σε κάθε επαρχία της αυτοκρατορίας εφάπαξ βοήθεια, ή, καλύτερα, καταναγκαστική συνδρομή από εκατό εκατομμύρια γρόσια, δηλαδή είκοσι πέντε εκατομμύρια δραχμές.
Σύμφωνα με το διάταγμα της Υψηλής Πύλης η καταβολή του ποσού θα γίνει σε δύο δόσεις τον προσεχή μήνα στις 10 και στις 30 Σεπτεμβρίου 1866.

Η έκτακτη αυτή φορολογία επιβάλλεται για λόγους εθνικούς λόγω εκτάκτων αμυντικών δαπανών για τον εξοπλισμό του κράτους και την ασφάλεια των υπηκόων του σουλτάνου.

Η επαρχία Φιλιππουπόλεως καθορίστηκε να καταβάλει από τη συνδρομή αυτή το ποσό 4.200.000 γροσίων, δηλαδή το 1/25 του συνολικού ποσού τερίπου.
Σαν βάση της διανομής του ανωτέρω ποσού σε κάθε επαρχία και σε κάθε πολίτη λήφθηκε υπόψη το ποσό του ετήσιου φόρου, δηλαδή του εκτιμητικού φόρου επί του εισοδήματος (vergi) ή του φόρου για τα μη αγροτικά εισοδήματα (temettii) που κατέβαλε με προσαύξηση 40% κάθε επαρχία ί κάθε πολίτης.
Δηλαδή, εάν ο Α πληρώνει για φόρο εισοδήματος (vergi) χίλια γρόσια, θα του αναλογεί να πληρώσει για τη συνδρομή τετρακόσια φόσια.
Κατά συνέπεια λοιπόν η επαρχία Φιλιππουπόλεως που συνεισφέρει το Κεντρικό Ταμείο του κράτους για φόρο εισοδήματος (vergi) δύο εκα τομμύρια γρόσια, οφείλει να πληρώσει για τη συνδρομή οκτακόσιες χιλιάδες γρόσια.

 Συμπερασματικά από το σκεπτικό αυτό εξάγονται δύο πορίσματα:

α) από την επαρχία Φιλιππουπόλεως εισπράττεται ετήσιος εκτιμητικός φόρος εισοδήματος (vergi) δέκα εκατομμύρια γρόσια περίπου, ενώ από όλο το κράτος διακόσια πενήντα εκατομμύρια γρόσια ή εξήντα δύο και μισό εκατομμύρια δραχμές

β) αφού από τη φορολογία του φόρου εισοδήματος (vergi) το εισερχόμενο ποσό στο Ταμείο αποτελεί περίπου το 1/7 του ολικού ποσού που εισπράττεται από όλες τις φορολογίες, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι από ολόκληρη την επαρχία Φιλιππουπόλεως η οθωμανική κυβέρνηση εισπράττει δέκα περίπου εκατομμύρια γρόσια ή δέκα επτά και μισό εκατομμύρια δραχμές περίπου, και από ολόκληρο το οθωμανικό κράτος ένα δισεκατομμύριο επτακόσια πενήντα εκατομμύρια γρόσια ή τετρακόσια τριάντα επτά εκατομμύρια και μισό χιλιάδες δραχμές.

Στα μέσα της δεκαετίας του ’70 η επαρχία της Φιλιππουπόλεως είχε πληθυσμό πάνω από πεντακόσιες χιλιάδες κατοίκους, δηλαδή περίπου ενενήντα χιλιάδες οικογένειες.

 Κατά συνέπεια, σε κάθε οικογένεια, αναλογεί εφάπαξ φορολογία εισοδήματος οκτακόσια γρόσια ή διακόσιες δραχμές περίπου.

Το ποσό είναι υπερβολικά μεγάλο, γιατί από τις ενενήντα χιλιάδες οικογένειες ολόκληρης της επαρχίας μόνο οι δέκα χιλιάδες μπορούν να θεωρηθούν εύπορες.

Πρόκειται κυρίως για τις αστικές οικογένειες του Μιχαήλ Γκουμή Γκερδάνη, Παπαδάκη, Κοεμτζόγλου κ.τ.λ., που είναι εγκατεστημένες στις πόλεις και για τις οποίες φυσικά το ποσό των διακοσίων δραχμών είναι ευτελές.
Αντίθετα όμως οι ογδόντα χιλιάδες οικογένειες στο σαντζάκι Φιλιππουπόλεως είναι αγροτικές και κατά μέσο όρο πτωχές κατά συνέπεια το ανάλογο ποσό των διακοσίων δραχμών που οφείλει να καταβάλει κάθε οικογένεια για την αναγκαστική συνδρομή είναι υπέρογκο και δυσβάσταχτο.

Για παράδειγμα, η πλουσιότερη οικογένεια της επαρχίας είναι του Μιχαήλ Γκουμή Γκερδάνη, της οποίας το εισόδημα ανέρχεται ετήσια στις διακόσιες πενήντα χιλιάδες δραχμές.
Παρά τα υψηλά εισοδήματά της η οικογένεια αυτή πληρώνει κάθε χρόνο για βεργί περίπου χίλιες διακόσιες δραχμές.
 Από το παράδειγμα αυτό φαίνεται πόσο βαριά και καταθλιπτική αποβαίνει η φορολογία για το χωρικό, ο οποίος με ένα ή, σε σπάνιες περιπτώσεις, με δύο ζεύγη βοδιών, καλλιεργεί 4-10 στρέμματα, από τα οποία πρέπει να πορίζεται τα έξοδα διαβιώσεώς του και να πληρώνει και τους φόρους του.

Υπάρχουν πολλοί χωρικοί, που μολονότι το ετήσιο εισόδημά τους ανέρχεται από δέκα μέχρι είκοσι χιλιάδες γρόσια, πληρώνουν μόνο για φόρο εισοδήματος (vergi) εξακόσια μέχρι χίλια γρόσια. Φυσικά πληρώνουν επί πλέον και όλους τους άλλους φόρους.

 Η άνιση και δυσανάλογη αυτή φορολογία που πλήττει κυρίως τον αγροτικό πληθυσμό οφείλεται στο ανεπαρκές δημοσιονομικό σύστημα.
Σύμφωνα με το σύστημα αυτό ο καθορισμός του φόρου γινόταν όχι κάθε χρόνο αλλά, όπως αναφέρεται σε μια περίπτωση στην επαρχία Φιλιππουπόλεως, είχε γίνει πριν από τριάντα χρόνια. Αυτονόητο είναι ότι αισθητές μεταβολές στα εισοδήματα κάποιου γίνονται και μέσα σε δύο χρόνια και όχι στα τριάντα χρόνια.

Οι διοικητές της Υψηλής Πύλης περιορίζονται στο να ζητούν καταβολή των φόρων κάθε χρόνο και αρκούνται στο ποσό του φόρου εισοδήματος (vergi) που έχει καθορισθεί πριν από τριάντα χρόνια. Είναι φυσικό λοιπόν η φορολογία αυτή να αποβαίνει δυσανάλογη και δυσβάσταχτη για τους χωρικούς και πολύ ευεργετική για τους εμπόρους.

 Γιατί οι χωρικοί εκτός από τις αγγαρείες, τις οποίες υποχρεώνονται να κάνουν ως ασθενέστεροι και απροστάτευτοι, σπάνια βλέπουν την περιουσία τους να αυξάνεται.
Αντίθετα όμως οι έμποροι, αποφεύγουν εύκολα τις αγγαρείες, είτε γιατί διαβιούν σε πόλεις, είτε γιατί προστατεύουνται από τις προξενικές αρχές.
 Οι κοινωνικές συνθήκες λοιπόν τους ευνοούν να αποκτήσουν τον έλεγχο όλου του εμπορίου της περιοχής και σε σύντομο χρονικό διάστημα να αυξήσουν την οικονομική τους επιφάνεια.

Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της οικογένειας Γκουμή Γκερδάνη, στην οποία, όταν πριν από τριάντα χρόνια έγινε εκτίμηση για τον καθορισμό του φόρου εισοδήματος (vergi), επιβλήθηκε φόρος 5.000 γρόσια, παρόλο που τότε η οικονομική της επιφάνεια δεν ξεπερνούσε το 1/10 της σημερινής.
Χαρακτηριστικό είναι ότι το ίδιο ποσό φόρου εισοδήματος (vergi) καταβάλλει και στα μέσα της δεκαετίας το ’70, ενώ θα ’πρεπε να πληρώνει τουλάχιστο πενήντα χιλιάδες γρόσια και σε σύγκριση με τα ποσά που καταβάλλουν οι χωρικοί θα της αντιστοιχούσαν να πληρώνει για φόρο εισοδήματος περισσότερα από εκατό χιλιάδες γρόσια.

Για το ελληνικό στοιχείο της επαρχίας Φιλιππουπόλεως η ζωή είχε καταντήσει επισφαλής όχι μόνον από την έλλειψη νόμιμης προστασίας, επειδή δεν υπήρχε υποπρόξενος, αλλά και επειδή η στάση των τουρκικών ιιρχών διαφοροποιήθηκε, όταν η Κρητική Επανάσταση άρχισε να παίρνει διαστάσεις.

Για την κατάσταση που επικρατούσε ενδεικτική είναι η εισήγηση του Έλληνα προξένου στην Αδριανούπολη, Πέτρου Αογοθέτη, προς τον Έλληνα πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη στις 14 Δεκεμβρίου 1866,  αναφέρεται στα αυθαίρετα μέτρα που λαμβάνουν τελευταία οι τοπικές τουρκικές αρχές κατά του ελληνικού πληθυσμού.

 Ο Έλληνας εκπρόσωπος αναφέρει ότι του διαβιβάζονται καθημερινά σχεδόν ιδιωτικές αναφορές από πολλές περιοχές του βιλαετιού που παρουσιάζουν τις τοπικές αρχές σταδιακά να αποθρασύνονται και να εξαγριώνονται κατά των Ελλήνων υπηκόων.

 Ο πρόξενος έχει τη γνώμη ότι είναι πολύ πιθανό οι τοπικές αρχές της Φίλιππουπόλεως και της Στενημάχου να καταφέρονται κατά των Ελλήνων, επειδή πήραν εμπιστευτικές διαταγές από την κεντρική εξουσία για λόγους δημόσιας ασφάλειας.

 Χαρακτηριστικό της έντασης των ελληνοτουρκικών σχέσεων ήταν ότι ο καϊμακάμης Νεδέρ Βέης, που διορίστηκε τελευταία γενικός διοικητής, είχε έκδηλες εχθρικές διαθέσεις προς το ελληνικό στοιχείο και ενεργούσε σαν να μην υφίσταντο φιλικές σχέσεις και συνθήκες μεταξύ των δύο ομόρων κρατών.
Αυτά αναφέρουν οι Έλληνες υπήκοοι Φιλιππουπόλεως σε επιστολή διαμαρτυρίας τους προς τον Έλληνα υπουργό των Εξωτερικών Ε. Δεληγιώργη και υπογραμμίζουν ότι πριν από λίγο καιρό οι οθωμανικές αρχές της πόλεώς τους άρχισαν να λαμβάνουν τελείως αυθαίρετα και καταστρεπτικά μέτρα κατά των Ελλήνων υπηκόων και να προβαίνουν σε εξευτελισμούς και φυλακίσεις.

Πρόσφατα,στις 16 Δεκεμβρίου 1866, οι τοπικές οθωμανικές αρχές εκτραχύνθηκαν ακόμη περισσότερο και διακήρυξαν ότι δεν αναγνωρίζουν Έλληνες υπηκόους πλέον στο τουρκικό έδαφος.

Παράλληλα, ο πρόξενος της Αδριανουπόλεως, Πέτρος Λογοθέτης, σε παρακλητική εισήγησή του προς το ελληνικό Υπουργείο των Εξωτερικών, στις 23 Δεκεμβρίου 1866, τονίζει ότι από πολλές ιδιωτικές επιστολές Ελλήνων της επαρχίας Φιλιππουπόλεως πληροφορήθηκε ότι πριν λίγες μέρες τοιχοκολλήθηκε στο Μετζηλήσιο της Φιλιππουπόλεως διάταγμα της Υψηλής Πύλης που αναφέρεται στα αυθαίρετα μέτρα που πάρθηκαν κατά των Ελλήνων της περιοχής.

Συγκεκριμένα στο διάταγμα τονίζεται ότι οι Έλληνες της επαρχίας Φιλιππουπόλεως πρέπει να γίνουν αμέσως ραγιάδες ή διαφορετικά, σε περίπτωση αρνήσεώς τους, οφείλουν να αναχωρήσουν το συντομότερο δυνατό από ολόκληρη την επαρχία Φιλιππουπόλεως3. Λίγες ημέρες αργότερα, στις 18 Ιανουαρίου 1867, με αναφορά τους προς το Ελληνικό Υπουργείο των Εξωτερικών πολυάριθμοι κάτοικοι ιης Φιλιππουπόλεως υπογραμμίζουν ότι στις δύο κωμοπόλεις της επαρχίας τους, τη Στενήμαχο και το Παζαρτζήκ, δόθηκε στους παρεπιδημούντες Έλληνες υπηκόους προθεσμία είκοσι μία ημέρες για να αποδημήσουν από το Οθωμανικό έδαφος με τις οικογένειές τους, αφού εκποιήσουν τα κτήματά τους.

 Σε περίπτωση που δεν θα συμμορφωθούν με τις διαταγές της Πύλης, οφείλουν να καταθέσουν τα διαβατήριά τους και να αποκηρύξουν την ελλήνική υπηκοότητά τους.
Βεβαιώνουν ακόμη ότι πριν λίγες μέρες το ίδιο μέτρο εφάρμοσε και μέσα στη Φιλιππούπολη η κυβέρνηση.

Για το σκοπό αυτό προσκάλεσε όλους τους Έλληνες υπηκόους και τους έδωσε προθεσμία εξήντα μία ημέρες να αποχωρήσουν από το οθωμανικό κράτος.

Τις καταπιέσεις κατά του ελληνικού στοιχείου από τις οθωμανικές αρχές που συνεχίζονταν και μάλιστα πιο απειλητικές μνημονεύει και στο τηλεγράφημα που έστειλε ο πρόξενος Αδριανουπόλεως Λογοθέτης προς την Ελληνική Πρεσβεία στην Κωνσταντινούπολη, στις 23 Ιανουαρίου 1867.

 Όμως παρά τις διαμαρτυρίες των κατοίκων και τις συνεχείς παραστάσεις του Έλληνα πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη προς την Υψηλή Πύλη οι καταπιέσεις της οθωμανικής διοικήσεως συνεχίζονταν με την ίδια ένταση.

 Η έλλειψη υποπροξένου στην περιοχή της Φιλιππουπόλεως, που εξακολουθούσε να υφίσταται, και η αδυναμία των Ελλήνων της Στενημάχου να στηρίξουν με τίτλους και αποδείξεις σημαντικές την ελληνική εθνικότητά τους και κυρίως η κατάσταση στην οποία ήδη βρίσκονταν οι ελληνοτουρκικές σχέσεις δεν επέτρεπαν καμιά βελτίωση των συνθηκών διαβιώσεως του ελληνικού στοιχείου της περιοχής.

 Σε διαβουλεύσεις του Έλληνα πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη με τον Ααλή Πασά σχετικά με τις καταπιέσεις που ενεργούσε ο διοικητής Φιλιππουπόλεως εναντίον των Ελλήνων υπηκόων της Στενημάχου και γενικά για την κατάσταση που δημιουργήθηκε σ’ ολόκληρη την επαρχία Φιλιππουπόλεως, ο Π. Δεληγιάννης τόνισε «πόσον ασυνεπές είναι μέ τα μεταξύ ήμών προκαιρού ήδη συμφωνηθέντα περί του τής έθνικότητος ζητήματος, τό νά λαμβάνωνται εν Φιλιππουπόλει εξαιρετικά μέτρα, ενεκα αυτού τούτου του ζητήματος κατά των Ελλήνων».

 Δυστυχώς, συνεχίζει, ο Έλληνας πρεσβευτής, δεν κατόρθωσα να πείσω τον Ααλή Πασά να διατάξει την αναβολή των καταστρεπτικών μέτρων.

Τα αυθαίρετα μέτρα δεν αναστάλθηκαν, επειδή ο Οθωμανός υπουργός Ααλή Πασάς ισχυριζόταν με επιμονή ότι το ζήτημα της απελάσεοος των κατοίκων της Στενημάχου είναι τελείως διαφορετικό.
Πίστευε ότι δεν πρόκειται πλέον για υπηκόους της Πύλης, που «καλώς ή κακώς», «άληθώς ή ψευδώς», απόκτησαν την ελληνική ιθαγένεια και ζούνε σκορπισμένοι στις διάφορες επαρχίες του οθωηανικού κράτους, μια και είναι γνωστό ότι πάντοτε κατοικούνταν από Οθωμανούς υπηκόους οι οποίοι εκτελούσαν όλες τις υποχρεώσεις τους προς την πολιτεία.

Οι Στενημαχιώτες όμως σιγά σιγά και σε διάστημα ολίγων χρόνων, εξαιτίας της ανοχής της τοπικής εξουσίας, απόκτησαν, καταχρηστικά, δικαιώματα δημότη («δημοτικά») και διαβατήρια από την Ελλάδα και έγιναν όλοι Έλληνες πολίτες.

Ισχυρίζεται ακόμη ο Ααλή Πασάς ότι ούτε οι νόμοι του οθωμανικού κράτους, ούτε και οι διεθνείς συνθήκες επιτρέπουν να υπάρχουν στην οθωμανική αυτοκρατορία κωμοπόλεις και χωριά που οι κάτοικοί τους όχι μόνο δεν είναι Οθωμανοί υπήκοοι αλλά και σφετερίζονται μια ξένη υπηκοότητα.

 Ένα τέτοιο σκάνδαλο, σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να επιτρέψει η Πύλη.

Με τις σημερινές μάλιστα περιστάσεις η οθωμανική κυβέρνηση δεν πρόκειται να έλθει σε συζητήσεις και να εξετάσει τους τίτλους, ούτε έχει πρόθεση να πιέσει τους κατοίκους της Στενημάχου να διατηρήσουν την προτέρα οθωμανική τους υπηκοότητα.

Τους παρέχει μόνο το δικαίωμα να μεταναστεύσουν ανενόχλητοι μέσα στην ελεύθερη Ελλάδα, γιατί σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί η Υψηλή Πύλη να ανεχθεί ένα τέτοιο σκάνδαλο για πολύ ακόμη καιρό.

 Στη συνέχεια, αναφέρει ο Έλληνας πρεσβευτής, ο Φουάτ Πασάς, για να υποστηρίξει τα μέτρα απελάσεως που επέβαλε η οθωμανική κυβέρνηση, καταφεύγει σε επιχειρήματα τελείως αβάσιμα και ισχυρίζεται «ότι οι αλλοδαποί ύπήκοοι τού οθωμανικού κράτους δεν μπορούν να έχουν άκίνητη περιουσία στήν Τουρκία».

Το επιχείρημα όμως αυτό δεν είναι ισχυρό, γιατί η παραχώρηση του δικαιώματος αυτού υφίσταται στην αυτοκρατορία όχι όμως κατά τύπον.
 Είναι γνωστό ότι σε πολλές περιοχές του οθωμανικού κράτους οι ξένοι υπήκοοι έχουν και νέμονται ακίνητες ιδιοκτησίες με μόνη διαφορά ότι οι τίτλοι φέρουν τα ονόματα των συζύγων, οι οποίες σιωπηλά θεωρούνται ως υπήκοοι οθωμανοί.
Το σύστημα αυτό επεκράτησε ανεπίσημα στην οθωμανική αυτοκρατορία και χρονολογείται πολύ πριν από τη θέσπιση του Χάτι-Χουμαγιούν.

Αποδεικνύεται λοιπόν ότι η παραχώρηση στους ξένους του δικαιώματος της ιδιοκτησίας δεν είναι πρακτικά αδύνατη.

Βέβαια αν και τυπικά οι γυναίκες φέρονται κύριες των ακινήτων, όλοι, ακόμη και οι Οθωμανοί, γνωρίζουν ότι η μεσολάβηση των γυναικών είναι εικονική.
Για οικονομία των διατυπώσεων πολύ συχνά τα Προξενεία και οι Πρεσβείες παρεμβαίνουν στις κτηματικές υποθέσεις και εισακούονται από τις οθωμανικές αρχές.

Εξάλλου αυτό αναγνωρίζεται και στη δικαιοσύνη π.χ. στη Σμύρνη υπάρχει μικτό δικαστήριο Commission-Medjliss, το οποίο δικάζει αποκλειστικά και μόνο τις διαφορές για τα ακίνητα κτήματα που ανήκουν στους αλλοδαπούς.

 Με τη θέσπιση του Χάτι-Χουμαγιούν καθιερώθηκε οριστικά στους ξένους η παραχώρηση του δικαιώματος ιδιοκτησίας και απομένει να αρχίσει η εφαρμογή του.
 Όμως, παρόλο που πέρασαν περισσότερα από δέκα χρόνια, οι υποσχέσεις έμειναν στα χαρτιά, επειδή για να εκτελεσθούν οι διατάξεις ενός τέτοιου θεμελιώδους χάρτη αναγκαία προϋπόθεση είναι να ψηφισθούν και άλλα οργανικά διατάγματα και κανονισμοί.

Τελικά στις αρχές του 1867 η οθωμανική κυβέρνηση με ένα νέο περί ιδιοκτησίας νόμο επεκτείνει και στους ξένους υπηκόους το δικαίωμα της ακίνητης ιδιοκτησίας.

Σύμφωνα με το νόμο αυτό δεν είναι πια ανάγκη να εκποιήσουν τα κτήματά τους οι Ελληνες της Στενημάχου. 

Επειδή όμως η παραχώρηση του δικαιώματος της ιδιοκτησίας στους Έλληνες υπηκόους παρεμποδίζει τα μεγάλα μουσουλμανικά συμφέροντα, οι οθωμανικές αρχές αρνούνται την εφαρμογή και εκτέλεση των διατάξεων του νόμου.

Τις προθέσεις εξάλλου της οθωμανικής κυβερνήσεως απέναντι στο ελληνικό στοιχείο πιστοποιούν τα επιχειρήματα του Φουάτ Πασά, ο οποίος ισχυρίζεται ότι το δικαίωμα της ιδιοκτησίας δεν χορηγείται στους υπηκόους της Υψηλής Πύλης που άλλαξαν εθνικότητα.

 Στις περιπτώσεις αυτές διατηρείται εν ενεργεία η ποινική ρήτρα σύμφωνα με την οποία η μεταβολή της εθνικότητας συνεπάγεται και απαλλοτρίωση της κτηματικής περιουσίας.

Ο Έλληνας εκπρόσωπος διαμαρτυρόμενος χαρακτήρισε τη διάταξη αυτή «ως νόμον Δράκοντος» και εξέφρασε την ευχή ότι οι μεγάλες δυνάμεις δεν θα την παραδεχθούν.

Πολλά ενδιαφέροντα στοιχεία για την κατάσταση που δημιουργήθηκε δίνει η αλληλογραφία του Χαρίλαου Τρικούπη με τον Έλληνα πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη Π. Δεληγιάννη το πρώτο τρίμηνο του 1867.

Ο Έλληνας υπουργός πιστεύει ότι για τη διευθέτηση του προβλήματος απαραίτητο είναι να εξετασθεί η εθνικότητα μεμονωμένα στην Κωνσταντινούπολη κατά περίπτωση και παράλληλα δίνει εντολή στον Έλληνα πρεσβευτή να ζητήσει τη συνδρομή των πρεσβευτών των τριών ευεργέτιδων δυνάμεων.

Μεταξύ των άλλων αξίζει να αναφέρουμε ότι από το έγγραφο της 13ης Ιανουαρίου 1867 αποδεικνύεται πως και ο Ρώσος Πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη πίστευε ότι σχετικά με το ζήτημα της απελάσεως των Ελλήνων υπηκόων δεν υπήρχε άλλη λύση από τη μετανάστευση του ελληνικού πληθυσμού στην Ελλάδα.

 Μπορούμε να πούμε συμπερασματικά ότι η γνφμη του Ρώσου πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη για εντελώς διαφορετικούς λόγους ταυτιζόταν με την απόφαση της Υψηλής Πύλης, η οποία σε καμιά περίπτωση δεν ήταν διατεθειμένη να αναγνωρίσει περαιτέρω το δικαίωμα ολόκληρης επαρχίας, όπως στην προκειμένη περίπτωση η Στενήμαχος, να διατηρήσει την ελληνική εθνικότητα.

Η οθωμανική κυβέρνηση επιθυμώντας να φέρει, όσο το δυνατόν, περισσότερες δυσκολίες στην απόκτηση του δικαιώματος της ιδιοκτησίας από τους χριστιανούς υπηκόους της, επικαλέστηκε νόμους και θεμελιώδεις εθιμικούς κανόνες, γιατί πίστευε ότι με την παραχώρηση του δικαιώματος αυτού παραβλάπτονταν σημαντικά τα συμφέροντα των μουσουλμάνων υπηκόων της.

1 σχόλιο:

SITALKIS είπε...

Μια μικρή διόρθωση... Το ορθό όνομα της μεγάλης οικογένειας Ελλήνων προκρίτων της Φιλιππούπολης είναι Γκιουμουσγκερδάνης.