Τετάρτη 11 Ιουλίου 2012

Ημερολόγιον Μητροπολίτου Δράμας Αγαθαγγέλου (1913): Περί Βουλγαρικής γλώσσης, Βουλγαροφώνων Ελλήνων, Γραικομάνων, Πατριαρχικών Βουλγάρων και εκβουλγαρισθέντων Ελλήνων.

Μετά την αποχώρηση των Τούρκων, την Δράμα καταλαμβάνουν οι Βούλγαροι (1912-1913).
Ο Μητροπολίτης Δράμας Αγαθάγγελος (13 Μαρτίου 1910 - 25 Ὀκτωβρίου 1922) στο Ημερολόγιο του έχει καταγράψει λεπτομερέστατα την όλη κατάσταση, δηλαδή την μετάβαση από τον τούρκικο στον βουλγάρικο ζυγό.

 Επιπλέον παραθέτει στο Ημερολόγιο του και την αλληλογραφία με τις τότε Βουλγαρικές Αρχές όπου διαμαρτύρεται εγγράφως για την απάνθρωπη συμπεριφορά των Βουλγάρων του τακτικού στρατού αλλά και των Κομιτατζήδων.

Σε πολλά έγγραφά του απευθύνεται στον βούλγαρο Νομάρχη Δράμας Δομπρέφ.

 Ο Μητροπολίτης γράφει στην Σελιδα 17 του Ημερολογίου του από την έκδοση ¨ΕΡΜΗΣ", Καβάλα, 1913:

"Ο Δομπρέφ υπήρξε γραμματεύς της εν Κων/πολει και Αθήναις Βουλγαρικής πρεσβείας και Πρόξενος εν Σκοπείοις κατά την έκρηξιν του Βαλκανικού πολέμου. Κατάγεται εκ της Πλεύνης, χωρίου 2 ώρας απέχοντος της Δράμας και έχοντος 200 οικογένειας βουλγαρικάς και 125 ελληνικάς. Ομιλεί την γαλλικήν και τουρκική άριστα, αρκούντως και την ελληνικήν, ην όμως απέφευγε μετ΄εμού να ομιλή, προτιμών την γαλλικήν ή τουρκικήν".



Έγγραφον 12ον


Μετά τήν κατάληψιν τής Δράμας υπό του Βουλγαρικού στρατού ήτοι από 45 περίπου ήμερων γίνονται ενίοτε τοιχοκολλήσεις εκ μέρους τής έπιτοπίου Βουλγαρικής Διοικήσεως μόνον εις τήν Βουλγαρικήν γλώσσαν.

Βεβαίως ή επίσημος γλώσσα πρέπει να εινε ή Βουλγαρική, 
άλλ΄ επειδή νυν εις τήν αρχήν μετά τήν Τουρκοκρατίαν
ή άμεσος εκμάθησις τής Βουλγαρικής γλώσσης εινε δύσκολος 
και σχεδόν αδύνατος, 
εκ δε των κατοίκων Δράμας αί μέν υπερπεντακόσιαι οικογένειαι Έλληνικαι καί υπερχίλιαι νυν Μουσουλμανικαί και αι εκατόν Ίσραηλιτικαι
εντελώς άγνοούσι τήν Βουλγαρικήν,
 αι δε 35 οικογένειαι Βουλγαρικαί όμιλουσι μέν αυτήν, αλλά ουδόλως δύνανται νά έννοήσωσι πλήν ολιγιστων τριών-τεσσάρων τάς Βουλγαριστι τοιχοκολλημένας ειδοποιήσεις εις διάφορα μέρη τής πόλεως, και επειδή αί τοιχοκολλήσεις γίγνονται άκριβώς διά τούς κατοίκους, ΐνα λαμβάνωσιν ακριβή γνώσιν ιών έκάστοτε Κυβερνητικών δηλώσεων, διά ταύτα, 
παρακαλώ νυν εν αρχή
 αι τοιχοκολλήσεις νά γίνωνται πλήν τής Βουλγαρικής, τής επισήμου γλώσσης
 και εις τήν Έλληνικήν και Τουρκικήν, 
ή τουλάχιστον και εις τήν Έλληνικήν 
πλήν τής Βουλγαρικής, οπότε νά ήσθε βέβαιος, ότι πάντες οι κάτοικοι θά λαμβάνωσιν ακριβή και άμεσον αυτών γνώσιν και ή επιτόπιος Διοίκησις δεν θα έχη ενοχλήσεις εξ ακουσίων παρανομιών τών άλλως φιλονόμων και νομοταγών κατοίκων ημών, αΐτινες άφευκτους θά προέλθωσιν εκ τής εντελούς και δεδικαιολογημένης τό γε νυν άγνοιας των τοιχοκολλημένων Διοικητικών Δηλώσεων.


Έπι τούτοις διατελώ μετ΄ ακρας ύπολήψεως.
Έν Δράμα, τη 6 Δεκεμβρίου 1912.







Έγγραφον 20ον



Ώς θρησκευτικός άρχηγός τών ενταύθα Ελλήνων Χριστιανών μου και έκφράζων ειλικρινώς την κατάστασιν τών Χριστιανών μου τής πόλεως Δράμας και έν τοις χωρίοις Δράμας, με τον πόθον νά διορθωθή ή κατάστασις αύτη, άπευθύνω ύμιν τό έγγραφον τούτο και παρακαλώ άμερολήπτως νά μελετήσητε αυτό.

Μετά χαράς ύπεδεξάμεθα άνυποκρίτου και ευνοήτου εγώ τε και οι Χριστιανοί μου την άποτίναξιν του πεντακοσιετους Τουρκικού ζυγού και ήνοίξαμεν τάς καρδίας ημών και τάς οικίας εις τον έλθόντα τή 2311 Όκτωβρίου 1912 ήμερα Τρίτη και ώρα 11 π. μ. Βουλγαρικόν στρατόν, ον έδεξάμεθα, ως έπανειλημμένως και δημοσία πλειστάκις έδηλώσαμεν, ούχι ώς συναδέλφους,
 άλλ΄ ως αδελφούς του συμμάχου Ελληνικού ήμών στρατού. 

Δυστυχώς τά πράγματα διέψευσαν τάς ελπίδας και των υπομονητικωτέρων εκ των Χριστιανών μου καί εκείνων, οιτινες ήσαν, είνε και θα εινε θερμότατοι οπαδοί τής Βαλκανικής ομοσπονδίας καί τής άδελφοποιήσεως Βουλγάρων, Ελλήνων, Σέρβων, Μαυροβουνίων και συν τώ χρόνω καί των Ρουμούνων.

Τά ανυπόφορα πλέον  δεινοπαθήματά μας εινε τά έξης :

1) Διηρπάγη των περισσοτέρων εκ των Χριστιανών μου ή περιουσία, είτε παρελήφθη διά τον στρατόν, δοθεισών αποδείξεων όλιγίστων τακτικών, τών πλειόνων προχείρων και εις τινας ουδέ άπόδειξις οιαδήποτε δεν έδόθη,

2) Έγένοντο και γίγνονται φυλακίσεις Ελλήνων, ώς έπi τό πλειστον χωρικών επι διαφόροις προφάσεσι, κυρίως δε ινα τρομοκρατηθή ό λαός ήμών ό Ελληνικός.

3) Έν ή μέρα και πολλάκις εν ώρα νυκτός γίγνονται ερευνάι υπό τινων βαναύσων αξιωματικών και βαναυσοτέρων ετι χωροφύλακαν έπι προφάσει εύρέσεως κεκρυμμένων δήθεν όπλων καί δέρονται γυναίκες και παιδία και υβρίζονται αναιδέστατα.

4) Έν καταστάσει μέθης, ειτε και νηφάλιοι αξιωματικοί και στρατιώται περιερχόμενοι τάς Έλληνικάς συνοικίας, ύβρίζουσι παν ό,τι Έλληνικόν και άπειλουσιν, ότι θά σφάξωσιν όλους  τούς Ελληνας και ούτω μενόντων αυτών άτιμωρήτων, ή και επαναλαμβανομένων τών τοιούτων, ή μέν αυθάδεια αυτών αυξάνει, ό δε τρόμος τών γυναικών ιδία και παιδιών μας ευνόητος τυγχάνει.

5) Ήρπάγησαν την ημέραν του Πάσχα αι Ελληνικαί μας Έκκλησίαι Βυσσοτσάνης και Δρανόβου μέ τον βαρβαρότερον τρόπον, βοηθούντων εις την αρπαγήν χωροφυλάκων και στρατιωτών. Και τής μέν Βυσσοτσάνης ή Εκκλησία μόλις μάς άπεδόθη,
του δέ Δρανόβου ή Εκκλησία, ή όποια ουδέποτε έπι 40 ετη ύπήρξεν εξαρχική,
οχι μόνον δεν μάς άπεδόθη, άλλα και ό 'Έλλην ιερεύς και ό Διδάσκαλος και ή Διδασκάλισσα έξεδιώχθησαν εκ τού χωρίου παρά τάς επισήμους διαβεβαιώσεις, ότι τό δίκαιον θά μάς αποδοθή και ούδείς θά ένοχλήση τον διδάσκαλον αυτόθι, την διδασκάλισσάν μας, και τον ιερέα μας.

Δί άπειλών δε και υποσχέσεων και δαρμών έλήφθη έγγραφον, ότι δήθεν ή πλειοψηφία εν Δρανόβω εινε τώρα Βούλγαροι, οπερ δεν έπρεπεν εν έμπολέμω και άνωμάλω καταστάσει νά ληφθή ύπ’ όψιν, άλλ3 επρεπε νά μείνη ή Εκκλησία εις ημάς, έστω και εν μειοψηφία όντας, νά έξετασθή δέ τό έγγραφον μετά την ειρήνην, οπότε οιονδήποτε Δικαστήριον θά εβλεπεν, ότι ή δήθεν πλειοψηφία ήτο διά τής βίας και θά άπεδίδετο τό δίκαιον ημών.


6) Οι βουλγαρόφωνοι Έλληνές μου, ιδία τών χωρίων ύποφέρουσιν ετι χειρότερόν τούς ονομάζουσιν ύβριστικώς Γραικομάνους, τούς άδικουσι παντοιοτρόπως, τούς ύποβάλλουσιν εις άδικώτατα πρόστιμα και τούς άναγκάζουσι μέ ύβρεις και μέ δαρμούς και μέ άπειλάς νά ύπογράφωσιν, ότι εινε Βούλγαροι.

Οι δέ χωροφύλακες τού χωρίου, εκλεγόμενοι συνήθως εκ τών χειροτέρων, άμαθεστέρων και φανατικωτέρων Βουλγάρων χωρικών, ούς ανώτεροι σωβινισταί πολίτικοι και στρατιωτικοί υπάλληλοι, ετι μάλλον φανατίζουσι, νύκτα εισέρχονται εις τάς οικίας των και προχωρούσιν άχρι τής στρωμνής των, ως μή έχουσών ενίοτε τών οικιών των και θύρας καί έξαίφνης άφυπνίζουσιν αυτούς τρομακτικώς, μή σεβόμενοι οικογενειακόν άσυλον. 


Τό δέ χειρότερον, ότι καί επίσημα πρόσωπα, επίσημον δημοσίαν θέσιν κατέχοντα, ουδόλως παραδέχονται αυτούς ως Ελληνας, άλλ΄ αναφανδόν 
άποκαλούσιν αυτούς Πατριαρχικούς Βουλγάρους 
καί οταν ελθη διαταγή π.'χ. ν΄ άπαλλαγώσι πρός τό παρόν οι 'Έλληνες τής στρατολογίας, οι δυστυχείς ούτοι ύφίστανται τά πάνδείνα, άποκαλούμενοι έπισήμως Βούλγαροι παρά τάς εντόνους διαμαρτυρίας, των, ότι εινε Ελληνες και ως Έλληνες- πολλά άλλοτε ύποστάντες υπό Βουλγάρων Κομιτατζήδων και όμως πάλιν Ελληνες μείναντες. 


Ή γλώσσα ουδόλως εινε πάντοτε, ως πασίγνωστον, βεβάία άπόδειξις Εθνότητας, αλλ΄ ή φυσιογνωμία, ό τόπος, τά ήθη και έθιμά και τό κυριώτερον ή ελεύθερα θέλησις. 


Έάν εξετάσωμεν την φυσιογνωμίαν,τον τόπον, τά ήθη και έθιμα, δικαιότατα πολλούς, πλείστους Βουλγάρους εν Μακεδονία θ΄ άποκαλέσωμεν εκβουλγαρισθέντας Έλληνας.


 Αλλ΄ επειδή τούτο εινε δυσχερέστατον ζήτημα, μένει ή ελεύθερα θέλησις,  ή οποία πάντοτε μέν πρέπει νά ή σεβαστή ' υπό επισήμων και ιδιωτών, ιδία όμως κατά τήν εποχήν τής ιεράς μας Βαλκανικής συμμαχίας και οπουδήποτε θά συμβαίνωσι παραβιάσεις, ώς εν Δρανόβω καί Βυσσοτσάνη και καταπιέσεις, επρεπεν αμέσως νά τιμωρώνται, και όχι οι καταπιέζοντες, μένοντες ατιμώρητοι, νά γίγνωνταί επί τών Ελλήνων βουλγαροφώνων Χριστιανών ημών τύραννοι, χιλιάκις χειρότεροι τών χειροτέρων Τούρκων τυράννων,  μή σεβόμενοι μήτε τάς Εκκλησίας μας, μήτε τά Σχολειά μας, μήτε την  ιδιωτικήν περιουσίαν μας μήτε  τή ν ζωήν, μήτε την τιμήν , μας καί τό οικογενειακόν μας άσυλον. 


7) Ή ζωή μας έν γένει και  έν Δράμα και εν τοις χωρίοις ήμών τών Ελλήνων, τών ελληνοφώνων -και βουλγαροφώνων κατήντησεν άνυποφορωτάτη.


 Ό μεγαλείτερος εχθρός τού Ελληνισμού εάν κατελάμβανε τά μέρη ταύτα, εχομεν την πεποίθησιν,. εγώ τε και οι Χριστιανοί μου, ότι θά μάς εφέρετο άφεύκτως καλλίτερον. 


Δικαιοσύνην πουθενά δεν εύρίσκομεν. 
’Αρκεί νά ειπωμεν οτι είμεθα Ελληνες και αμέσως ύβριζόμεθα, δερόμεθα, φυλακιζόμεθα  διά την παραμικροτέραν αιτίαν, ειτε και μέ  χονδροειδεστάτας ψευδείς κατηγορίας.

Παρακαλούμεν νά πιστεύσητε, οτι όλα τά ανωτέρω δεν εινε διόλου, υπερβολικά, άλλα ολιγώτερον των γιγνομένων εις ήμάς αδικημάτων.
 Παρακαλούμεν να πιστεύσητε, οτι έκαστη λέξις μας στηρίζεται επι,πόλλων αναντίρρητων γεγονότων.

Παρακαλούμεν νά πιστεύσητε  ότι ούδέ ή ελάχιστη όπισθοβουλία υπάρχει εις τά γραφόμενα μας ταύτα, άλλ΄ εινε αποτέλεσμα τής υπό πάσαν επαψιν φρικαλεωτάτης και οικτροτάτης γενομένης καταστάσεως καί θέσεως τών 'Ελλήνων Χριστιανών μου.


 Διά πάντα ταύτα,ζητούμεν ασφάλειαν ζωής, τιμής και περιουσίας. 
 Ή μεις απηλευθερώθημεν από τού Τουρκικού ζυγού και ύποφέρομεν τά πάνδεινα τώρα.
 Φθάνει πλέον, Έξοχώτατε!. 


Ή κατάστασίς μας. εινε ανυπόφορος. Ζητούμε και  παρακαλούμεν τά εξής:

1) Νά τιμωρώνται κατά νόμον αμέσως οι υβρίζοντες τό Έλληνικόν ’Έθνος μας και το Οικουμενικόν μας Πατριαρχείον, την Μητρόπολιν και τούς Ιερείς καί διδασκάλους μας .


2) Νά δοθώσι πραγματικώς αύστηρόταται διαταγαι εις αξιωματικούς, δικαστικούς και πολιτικούς υπαλλήλους, να μή παρεκτρέπονται εναντίον παντός Έλληνος, ελληνοφώνου και βουλγαροφώνου.

3) Νά μάς άποδοθή αμέσως ή Εκκλησία μας του Δρανόβου και νά μή ένοχληθή ούδέν Σχολειόν μας καί ούδεμία Εκκλησία μας εις τά χωρία μας προ πάντων.

4) Νά μή προστίθενται αύθαιρέτως εις τά ονόματα τών Ελλήνων αι καταλήξεις εφ και ωφ, διότι και ή Ελληνική μας γλώσσα έχει καταλήξεις ιδης και αδης, αλλά δεν τάς προσθέτει τις αύθαιρέτως και μάλιστα εις Βουλγάρους και Σέρβους, διά νά παραστήση αυτούς, ώς Έλληνας, διότι τούτο εινε καθαρός σωβινισμός.

5) Οιαδήποτε διαταγή έρχεται άποβλέπουσα τούς Έλληνας, νά συμπεριλαμβάνη καί τούς ελληνοφώνους καί τούς βουλγαροφώνους Έλληνας, επομένως  άπαλλαγώσι και ούτοι τής στρατολογίας.

6) Τό έμπόριον νά μή διεξάγηται μετά μεροληψίας, παρεχομένης πάσης ευκολίας εις Βουλγάρους τινάς, πλείστων δε δυσκολιών εις ημάς τούς 'Έλληνας.

7) Αί συγκοινωνίαι μας μετά τών πέριξ χωρίων και πόλεων άνευ ανάγκης πραγματικώς στρατιωτικής νά μή ώσι διακεκομμέναι.

8) Έν γένει νά έχωμεν την στοιχειωδεστάτην πλέον ασφάλειαν τής ζωής μας, τής τιμής μας και τής περιουσίας μας ενταύθα τε και έν τοις χωρίοις.

Έάν τά ανωτέρω δεν ληφθώσιν ύπ΄ όψιν και εξακολούθηση ή οικτροτάτη και φρικαλεωτάτη αύτη κατάστασίς μας, τότε σάς παρακαλούμεν νά πιστεύσητε, ότι θά άναγκασθώμεν ν΄ άποστείλωμεν επί τούτω επιτροπήν εις Σέρρας καί εις Σόφιαν, διά νά παραστήσωμεν καί προφορικώς τήν οικτροτάτην κατάστασίν μας καί νά σώσωμεν τουλάχιστον την ζωήν μας και την τιμήν ημών τε και των οικογενειών μας και τούτο, διότι ή ζωή τών Χριστιανών μου Ελλήνων κατέστη φρικαλεωτατη, οικτροτάτη καί υπό πάσαν επο'ψιν αξιοθρήνητος και εντελώς πλέον ανυπόφορος.

Έπί τούτοις διατελουμεν μετ’ ακρας ύπόλήψεως.

Έν Δράμα, τή 4η Μαιου 1913.



Δεν υπάρχουν σχόλια: