Παρασκευή 1 Ιουνίου 2012

Καζάς Δράμα: Οργάνωση και δράση των αγωνιστών του Μακεδονικού Αγώνα (1870-1908)


Ο Μητροπολίτης
 Δράμας Χρυσόστομος
ΕΛΙΣΑΒΕΤ Δ. ΚΑΡΑΤΖΑ-ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΟΥ

Κατά τατέλη του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ού, ήταν φανερό πως η απλωμένη σε τρεις ηπείρους (Ευρώπη, Ασία και Αφρική) Τουρκική αυτοκρατορία παρουσίαζε συμπτώματα μεγάλης κρατικής αδυναμίας και βρισκόταν στα πρόθυρα της κατάρρευσης. 


Στους διπλωματικούς κύκλους της Ευρώπης η Τουρκία ονομαζόταν “ο μέγας ασθενής” και η κάθε Δύναμη, που είχε βλέψεις, κατάστρωνε τα σχέδιά της για τη σχετική κληρονομιά. Έτσι δημιουργήθηκε ένας μεγάλος ανταγωνισμός μεταξύτων Δυνάμεων, που παρέτεινε τη ζωή της Τουρκικής αυτοκρατορίας, διασώζοντας ίσως και την ύπαρξή της. 


Περισσότερο απ’ όλους η πιθανότητα μιας τέτοιος κατάρρευσης συγκινούσετον Ελληνισμό, που είχε πολλούς υπόδουλους πληθυσμούς και εδάφη κάτω από το πέλμα του σουλτάνου.


Ενδιαφέρονταν όμως και οι Σλάβοι στα Βαλκάνια - στα μέσα του 19ου αι. είναι γνωστό ότι εμφανίστηκε -τη Ρωσία το κίνημα “των πανσλαβιστών”- που είχαν ως κύριο εκπρόσωπό τους τους Βουλγάρους, τους οποίους και κατηύθυναν.
 Οι Βούλγαροι ήταν βέβαια και αυτοί υπόδουλοι στους Τούρκους. 
Ήταν Χριστιανοί Ορθόδοξοι και αναγνώριζαν ως ανώτατη αρχή τους το Πατριαρχείο της Κωνσταντιπόλης. Στη δεκαετία 1860-1870 οι Έλληνες βρέθηκαν αντιμέτωποι με τους Βουλγάρους. 


Επιφανειακά η διαμάχη εμφανιζόταν ως εκκλησιαστική και αφορούσε την ίδρυση Βουλγαρικής Εκκλησίας, ανεξάρτητης από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. 

Στην ουσία όμως επρόκειτο για εθνική διένεξη, με αντικειμενικό σκοπό τη μελλοντική κυριαρχία στις οθωμανικές κτήσεις της Μακεδονίας και της Θράκης. 
Κατά την περίοδο αυτή και ενώ οι διαπραγματεύσεις στην Κωνσταντινούπολη κληρικολαϊκών εκπροσώπων προσέκρουσαν στην άκαμπτη αδιαλλαξία και των δύο πλευρών, στις διαφιλονικούμενες
επαρχίες της Τουρκίας, Έλληνες και Βούλγαροι αλληλοϋποβλέπονταν.

Ενώ η ένταση των σχέσεων μεταξύ Ελλήνων-Βουλγάρων άρχισε να παίρνει διαστάσεις, έφτασε στην Κωνσταντινούπολη ο νέος πρεσβευτής της Ρωσίας, ο κόμης Νικολάι Ιγνάτιεφ.

Nikolay Pavlovich Ignatyev



 Η παρουσία του εκεί, από το 1864 έως το 1877, έμελλε να συνδεθεί με το βουλγαρικό εκκλησιαστικό ζήτημα στην οξύτερή του φάση, πράγμα που οδήγησε τους Έλληνες να τον θεωρήσουν ως το βασικό αρχιτέκτονα της ίδρυσης της βουλγαρικής Εξαρχίας.

O Ιγνάτιεφ είχε πεισθεί ότι λύση αποδεκτή και από τις δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις ήταν αδύνατη κι έτσι έστρεψε όλη του τη δραστηριότητα στο να πεισθούν οι Τούρκοι να ιδρύσουν τη βουλγαρική Εκκλησία.



 Έτσι, με σουλτανικό φιρμάνι της 27ης Φεβρουάριου 11ης Μαρτίου 1870 η Οθωμανική κυβέρνηση εξήγγειλε τη σύσταση αυτόνομης βουλγαρικής Εκκλησίας.
 Η Εκκλησία αυτή ονομάσθηκε “Εξαρχία” και ο αρχηγός της, “ο Έξαρχος”, εγκαταστάθηκε στην Κων/πολη ως θρησκευτικός, αλλά και εθνικός εκπρόσωπος του λαού του, όπως ακριβώς ο Πατριάρχης.

Η γνωστοποίηση του φιρμανίου ξεσήκωσε μεγάλο σάλο σ’ ολόκληρο τον Ελληνισμό. 



Οι εκκλησιαστικοί παράγοντες του Φαναριού επεσήμαναν ιδιαίτερα το πλήγμα που δεχόταν το κύρος του Οικουμενικού Θρόνου από την αυθαίρετη επέμβαση της Οθωμανικής κυβέρνησης, κατά παράβαση των προνομίων, σ’ ένα θέμα εκκλησιαστικής διοίκησης και δόγματος.
Στην Αθήνα, αλλά και στις διαφιλονικούμενες επαρχίες της Θράκης και της Μακεδονίας, τη μεγαλύτερη αίσθηση προξένησε η διάταξη για την πιθανή μελλοντική προσάρτηση στην Εξαρχία και άλλων περιφερειών, εφόσον εκδήλωναν ανάλογη επιθυμία τα 2/3 τουλάχιστον των Χριστιανών.

Οι Έλληνες πρόξενοι περιέγραψαν σε αναφορές τους, με έντονα χρώματα, επεισόδια ανάμεσα σε Βουλγάρους και Έλληνες Χριστιανούς στη Βόρεια και Κεντρική Μακεδονία. Ιδιαίτερα οξείς ανταγωνισμοί ξέσπασαν στις περιοχές Νευροκοπίου, Μελενίκου, Στρώμνιτσας και Αχρίδας, και σε μικρότερη ένταση στις περιοχές Μοναστηριού, Βοδενών και Σερρών, όπου Βούλγαροι απεσταλμένοι προσπαθούσαν να υποκινήσουν φιλοεξαρχικές αναφορές και να ζητήσουν, με το επιχείρημα των 2/3, να υπαγάγουν πολλές περιφέρειες στην Εξαρχία. 


Όπως έγραψε ο πρόξενος Θεσσαλονίκης Κ. Βατικιώτης:
 “Ο πόλεμος αυτός κατά των Ελλήνων Αρχιερέων είναι πόλεμος κατά του εν Μακεδονία Ελληνισμού, και η Ελληνική κυβέρνησις καθήκον έχει να μετέλθη παν μέσον προς αποσόβησιν του μεγίστου τούτου κινδύνου.”
Στους Έλληνες του ανεξάρτητου Ελληνικού κράτους όπως και στους Έλληνες της Κωνσταντινούπολης, η εκκλησιαστική ρήξη προκάλεσε εντονότατες αντιδράσεις. Με γενική επιδοκιμασία, η αντισλαβική πολιτική είχε υιοθετηθεί από τον πρωθυπουργό Δεληγιώργη και το Βασιλιά Γεώργιο: δεν απέμενε παρά η κινητοποίηση των δυνάμεων του Ελληνισμού, ελεύθερου και αλύτρωτου, για την ενίσχυση της θέσης των Ελλήνων στη Μακεδονία και στη Θράκη.


 Έτσι, από το 1870 αρχίζει στην πραγματικότητα ο Μακεδονικός Αγώνας, που απέβλεπε στη διαφύλαξη της ελληνικότητας των βόρειων επαρχιών (Μακεδονίας-Θράκης).


Ο Μακεδονικός Αγώνας κράτησε 40 περίπου χρόνια (1870-1908) και σε γενικές γραμμές μπορούμε να πούμε ότι πέρασε από τις εξής φάσεις:

Α' ΦΑΣΗ: Από το 1870 ως το 1897. Η φάση αυτή χαρακτηρίζεται από την προπαγανδιστική δράση της Εξαρχίας και των ξένων κομιτάτων.


Β' ΦΑΣΗ: Από το 1897 ως το 1904. Στην περίοδο αυτή δρα τρομοκρατικά το βουλγαρικό κομιτάτο, και


Γ' ΦΑΣΗ: Από το 1904 ως το 1908, οπότε έχουμε την ένοπλη αναμέτρηση του Ελληνισμού προς το Βουλγαρισμό και τις άλλες Βαλκανικές ομάδες. Εδώ βρίσκεται η κορύφωση του Μακεδονικού Αγώνα, και αυτή η περίοδος είναι που αποκαλείται συνήθως “Μακεδονικός Αγώνας”.

Α'Φάση (1870- 1897)
Η Μακεδονία, η βορειότερη περιοχή της ελληνικής γης, είχε διαιρεθεί από τους Τούρκους κατακτητές σε δύο μεγάλες διοικητικές περιοχές, δηλαδή σε δύο βιλαέτια, στο βιλαέτι Μοναστηριού και στο βιλαέτι Θεσσαλονίκης. 
Το βιλαέτι Κοσσυφοπεδίου ή Κοσσόβου ανήκε στην παλαιάΣερβία, σύμφωνα με την άποψη του J. Cvijic, επιφανούς Σέρβου ανθρωπογεωγράφου.


Το βιλαέτι Θεσσαλονίκης ήταν χωρισμένο διοικητικά σε τρία Σαντζάκια:
 στο σαντζάκιο της Θεσσαλονίκης, των Σερρών και της Δράμας. 


Στο σαντζάκι της Δράμας ανήκαν οι καζάδες, που ήταν μικρότερες διοικητικές περιφέρειες, της Δράμας, της Καβάλας, του Σαρίσαμπάν, του Πραβίου (Ελεοθερούπολης) και της Θάσου.
Από στατιστικούς πίνακες πληροφορούμαστε ότι στη Δράμα, γύρω στα 1870, οι Έλληνες μόλις έφταναν τους 400. Και στην Καβάλα οι Έλληνες, που στις προηγούμενες δεκαετίες ήταν ελάχιστοι, το 1878 μόλις πλησίαζαν τους 1.000.
Η ουσιαστική μεταβολή επήλθε με την αύξηση του καπνεμπορίου (μέχρι το 1864 στους κάμπους Σερρών και Δράμας κατεξοχήν καλλιεργιόταν το βαμβάκι, όμως από το 1864 και μετέπειτα η καλλιέργεια του καπνού άρχισε να υποσκελίζει το βαμβάκι), πράγμα που σε μια 15ετία -γύρω στο 1885- οδήγησε στον τριπλασιασμό του ελληνικού στοιχείου της πόλης.

 Ας σημειωθεί ότι αυτή την εποχή όλα τα αστικά κέντρα της Μακεδονίας, εκτός από την Θεσσαλονίκη, το Μοναστήρι και τις Σέρρες, σπάνια ξεπερνούσαν σε πληθυσμό τους 10.000 κατοίκους.

Σε θέματα εκπαίδευσης μπορούμε να αναφέρουμε από στοιχεία των στατιστικών πινάκων του G. Chassiotis: L’ instruction publique scholes Grecs, Παρίσι 1881, ότι γύρω στα 1880 στην επισκοπική περιφέρεια της Δράμας λειτουργούσαν:
 1 νηπιαγωγείο με 90 μαθητές,
4 “Κοινά” Σχολεία (Μικτά Δημοτικά) με 130 μαθητές,
5 Κοινοτικά Δημοτικά Αρρένων με 360 μαθητές και
 2 Θηλέων με 110 μαθήτριες,
τέλος 2 Ελληνικά Σχολεία με 65 μαθητές.

Επίσης στην Προσοτσάνη Δράμας ιδρύθηκε κατά το 1873 φιλεκπαιδευτικός σύλλογος και όμοια το 1874 στο Δοξάτο Δράμας.

Επειδή η γλώσσα, μετάτη θρησκεία, αποτελούσε το πιο ευδιάκριτο εξωτερικό γνώρισμα διαχωρισμού, οι ξένοι παρατηρητές εύκολα κατέτασσαν τους Χριστιανούς με βάση τη γλώσσα, χωρίς να εμβαθύνουν στους υποκειμενικούς συντελεστές που προσδιορίζουν ένα λαό. 


Αναμφισβήτητα στη Νότια Μακεδονία, και σε όλα τα παράλια, ο πληθυσμός, ήταν αμιγής ελληνόφωνος


Η σλαβόφωνη ζώνη άρχιζε στο ύψος της Δράμας-Σερρών, περιλάμβανε τους καζάδες Κιλκίς - Γιαννιτσών - Βοδενών (Έδεσσας) και κατέληγε στον καζά Καστοριάς.


 Από τη νότια αυτή γραμμή ως τους καζάδες Νευροκοπίου - Μελενίκου - Στρώμνιτσας και Μοναστηριού εκτεινόταν μια ευρεία διαχωριστική λωρίδα, όπου εμφανίζονταν καταστάσεις διγλωσσίας με συνύπαρξη ελληνόφωνων, σλαβόφωνων και βλαχόφωνων στοιχείων.


 Από τις προξενικές εκθέσεις της περιόδου αυτής προκύπτει ότι με την ίδρυση ολοένα και περισσότερων ελληνικών σχολείων, το ελληνόφωνο στοιχείο στη ζώνη αυτή παρουσίαζε συνεχή άνοδο.
 Ενδιαφέρουσες επίσης ήταν οι ιδιομορφίες που παρουσίαζε το σλαβονικό ιδίωμα, το οποίο μιλούσαν οι αγροτικές μάζες που ζούσαν στη ζώνη αυτή.

 Στα νότια, το ιδίωμα ήταν κράμα βουλγαρικής με πλήθος ελληνικών, βλάχικων και αλβανικών λέξεων, ενώ στα βόρεια η συγγένεια με τη βουλγαρική ήταν εμφανής.



Μέχρι την εποχή του 1890 γενικά είχαν εφαρμοσθεί από τους Βουλγάρους ειρηνικά μέσα προπαγάνδας και προσηλυτισμού, με σκοπό τον εκβουλγαρισμό της Μακεδονίας. 


Ως όργανα της προπαγάνδας είχαν χρησιμοποιηθεί αρχικά Ρώσοι προπαγανδιστές, αργότερα όμως, και μάλιστα αφότου η Βουλγαρία απαλλάχτηκε από τη ρωσική κηδεμονία και επιδόθηκε στην πραγμάτωση των όρων της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου (19 Φεβρουαρίου/3 Μαρτίου 1878) για λογαριασμό της, την όλη προπαγανδιστική κίνηση ανέλαβαν Βούλγαροι πράκτορες. 
Παράλληλα με τα κηρύγματα, την προπαγάνδα και τις απειλές που εφαρμόζει με τους πράκτορές της η Βουλγαρία, δεν άφησε ευκαιρία για να διαβάλει την Ελλάδα στην Τουρκία, με στόχο να επιτυγχάνει συνεχώς και μεγαλύτερα και περισσότερα οφέλη σε βάρος του υπόδουλου Ελληνισμού της Μακεδονίας, όπως το κλείσιμο των ελληνικών εκκλησιών και το άνοιγμα βουλγαρικών, την αντικατάσταση Ελλήνων επισκόπων με Βούλγαρους, την αναγνώριση προνομίων στα βουλγαρικά σχολεία και άλλα παρόμοια επιτεύγματα.


Παρόλα αυτά, τα αποτελέσματα δεν ήταν ικανοποιητικά για τους Βουλγάρους.


 Έτσι το βουλγαρικό κομιτάτο αποφάσισε να εφαρμόσει τρομοκρατικά μέσα.


 Πράγματι από το 1893, μαζί με τα άλλα προπαγανδιστικά μέσα, άρχισε να ασκεί τρομοκρατία στον πληθυσμό της Μακεδονίας και ιδιαίτερα στις περιοχές της Βορειοανατολικής Μακεδονίας, που ήταν κοντά στη Βουλγαρία. 


Ως τρομοκράτες χρησιμοποιήθηκαν Βούλγαροι αξιωματικοί, απόφοιτοι σχολείων - οικοτροφείων και κυρίως παλιοί ληστές, που λυμαίνονταν τη Μακεδονία από προηγούμενες δεκαετίες.


Ανάμεσα στους ληστές αυτούς, οι πιο γνωστοί, που έδρασαν την εποχή εκείνη ως Βούλγαροι τρομοκράτες ήταν οι Κουκέφ, Στολίτσεφ, Ράντεφ και Αλέξης.
 Γενικός αρχηγός στις Βορειοανατολικές περιοχές του βιλαετιού Θεσσαλονίκης ήταν ο Στόιτσεφ.


Ένα από τα πρώτα θύματα του Ελληνισμού κατά την εποχή εκείνη ήταν ο γέροντας πρόκριτος της Καλλιθέας Δράμας, ΑθανάσιοςΚομβόκης, που τον σκότωσε η συμμορία του Ράντεφ στα 1878, επειδή αρνήθηκε να προσχωρήσει στη βουλγαρική Εξαρχία. 


Ο ηρωικός θάνατος του Αθανασίου Κομβόκη συγκίνησε όλον τον Ελληνισμό της περιοχής της Δράμας, γιατί μαρτύρησε για τη θρησκεία και για την ελευθερία.


Σαν μια πρώτη αντίδραση του Ελληνισμού στα σλαβικά σχέδια για την απορρόφηση της Μακεδονίας μπορεί να θεωρηθεί η επανάσταση του 1878, κατά τη διάρκεια του Ρωσοτουρκικού πολέμου, που μεταδόθηκε στην περιοχή Ολύμπου και Πιερίων και επεκτάθηκε και στη Δυτική Μακεδονία.


 Καμιά άλλη αντίδραση δεν παρουσιάστηκε ως τα τελευταία χρόνια του περασμένου αιώνα από το επίσημο Ελληνικό κράτος για την αντιμετώπιση της βουλγαρικής επιβουλής εναντίον της Μακεδονίας. 
Μόλις στα τελευταία χρόνια είχε αρχίσει να διαφαίνεται μια πρώτη αντίδραση στην ελεύθερη Ελλάδα από άτομα και οργανώσεις που ενδιαφέροντανγιατα εθνικά ζητήματα.


Μια από τις οργανώσεις εκείνες ήταν και η Εθνική Εταιρεία, που ιδρύθηκε στην Αθήνα το 1894 από νέους αξιωματικούς του στρατού, και εμφανιζόταν σαν δεύτερη Φιλική Εταιρεία, με φιλοδοξία να ξεσηκώσει ένα νέο ’21 στα υπόδουλα μέρη. 
Την ίδια εποχή στη Μακεδονία δρούσαν πολλές μικροομάδες Ελλήνων ανταρτών, που είχαν απομείνει από την επανάσταση του 1878. Ανάμεσα στους οπλαρχηγούς που έδρασαν ήταν και ο Τάκης Λελούδας από τη Χαλκιδική, που έδρασε κυρίως στην Ανατολική Μακεδονία, και συγκεκριμένα μετά το 1896 στην περιοχή Νευροκοπίου, για να προστατεύσει τον πληθυσμό από τις βουλγαρικές συμμορίες.
Η ανταρτική δραστηριότητα, που αναπτύχθηκε κατά την περίοδο του 1895-1897 και που έγινε με πρωτοβουλία της Εθνικής Εταιρείας, αποδοκιμάσθηκε από την Ελληνική κυβέρνηση, για λόγους εξωτερικής πολιτικής και μετά τον άτυχο πόλεμο του 1897 η κυβέρνηση Θεοτόκη αξίωσε τη διάλυσή της, που όμως διαλύθηκε γύρω στα 1900.



В' Φάση (1897-1904)


Η νέα περίοδος δράσης του βουλγαρικού κομιτάτου άρχισε με άριστες προϋποθέσεις, όσον αφορά την οργάνωση του εσωτερικού, και με κάλυψη ολόκληρης της Μακεδονίας από ένοπλες συμμορίες. 


Στην Ανατολική Μακεδονία, σύμφωνα με τη νέα γραμμή που είχε χαράξει το βουλγαρικό κομιτάτο, που σκοπός του ήταν να εξοντωθούν οι Έλληνες και να εμφανισθεί η Μακεδονία ως αναρχούμενη, για εξυπηρέτηση δικών τους συμφερόντων, η δράση των συμμοριών άρχισε από το 1898.


Οι συμμορίες εκείνες, αφού κατέκλυσαν τα βόρεια σύνορα της Μακεδονίας, με ορμητήριο τις περιοχές Ράζλοκ - Νευροκοπίου, άρχισαν να προωθούνται προς την Ανατολική και Κεντρική Μακεδονία.
 Συνολικά κατά την περίοδο 1898-1903 στην περιοχή αυτή δρούσαν γύρω στις δέκα συμμορίες, με δύναμη 150-200 κομιτατζήδων.


 Κύρια επιδίωξη των συμμοριών αυτών ήταν, σε μια πρώτη φάση, να ξεκαθαρίσουν την κατάσταση από τους Έλληνες στα βορειότερα διαμερίσματα της Μακεδονίας, που συνόρευαν με τη Βουλγαρία, για να μπορέσουν, σε δεύτερη φάση, να προχωρήσουν πιο αποτελεσματικά στον αφελληνισμό των νοτιότερων περιοχών, όπου η αντίσταση του πληθυσμού παρουσιαζόταν πιο ισχυρή.


Η εξοντωτική δράση των κομιτατζήδων και των πρακτόρων τους στρεφόταν ιδιαίτερα εναντίον των στελεχών:


 Ιερείς, Δάσκαλοι, Προύχοντες, Οικονομικοί παράγοντες και γενικά κεφαλές του Ελληνισμού επέσυραν κυρίως την οργή των κομιτατζήδων και συχνότερα θύματά τους ήταν οι σλαβόφωνοι Έλληνες, οι Γραικομάνοι”. 


Έτσι, στο διάστημα από το 1897 μέχρι το Νοέμβρη του 1904, δολοφονήθηκαν, μόνο στην περιοχή των βιλαετίων Θεσσαλονίκης και Μοναστηριού, πάνω από 500 Έλληνες, ανάμεσα στους οποίους αρκετοί ιερείς και γυναίκες.


Στην περιοχή Νευροκοπίου και Κάτω Νευροκοπίου οι πρώτοι πυρήνες του Βουλγαρισμού δημιουργήθηκαν από τον Πέτρο(;μήπως Μπορίς) Σαράφωφ. 


Κατά το 1901 εγκαταστάθηκε στην περιοχή εκείνη ο Βούλγαρος ταγματάρχης Α. Δούκωφ, ο οποίος καταγόταν από το Nευροκόπι.
 Ο Δούκωφ ήταν ένας από τους τροφίμους της Σόφιας, που τον είχε εκθρέψει και φανατίσει ο Πανσλαβισμός. Δραματική υπήρξε η πάλη των Ελληνορθόδοξων Κάτω Νευροκοπίου στην προσπάθειά τους να συγκρατηθούν στον Ελληνισμό.


Μεταξύ των θυμάτων του Βουλγαρισμού κατά την εποχή εκείνη ήταν και το δεκαεξάχρονο παιδί του Ελληνόβλαχου τσέλιγκα Χρήστου Κεχαγιά όπως και άλλοι πρόκριτοι από το Κάτω Νευροκόπι. 
Με τη δολοφονία του παιδιού του αρχιτσέλιγκα Χρήστου Κεχαγιά οι Βούλγαροι επεδίωξαν να τρομοκρατήσουν τον πανίσχυρο τσέλιγκα και τους άλλους κουτσοβλάχους της περιοχής, που ήταν φανατικοί Έλληνες.


Αλλα θύματα των Βουλγάρων κατά την περίοδο εκείνη στην περιοχή της Δράμας ήταν:
Βαλαβάνης Αθανάσιος
εκ Πλεύνης


 Το 1902 ο πρόεδρος της Πετρούσας Αθανάσιος Βαλαβάνης, όπως αναφέρει και στις εκθέσεις του ο Θεμιστοκλής Χατζησταύρου, αρχιδιάκονος του μητροπολίτη Δράμας, Χρυσοστόμου Καλαφάτη, μετέπειτα μητροπολίτης Χρυσόστομος στην περιοχή Φιλίππων - Νεαπόλεως και Θάσου. 
Το 1903 ο δάσκαλος Χρηστίδης, ο Χρήστος Λιάνης, ο Νικόλαος και ο Γεώργιος Γερμανός και ο Ζ. Ιωάννου από το Κάτω Nευροκόπι.


Στα γεγονότα του Κάτω Νευροκοπίου κατά τον ενταφιασμό των θυμάτων, που έγινε από τον αρχιδιάκονο Θεμιστοκλή, παραβρέθηκε και ο Ίων Δραγούμης.


 Στην επιστροφή τους διανυκτεύρευσαν στην Προσοτσάνη Δράμας και μετά από συζήτηση, αποφάσισαν να δημιουργήσουν σώματα αντίστασης και εξουδετέρωσης της δράσης των κομιτατζήδων στην περιοχή της Δράμας.


Ποικίλες και επανειλημμένες τρομοκρατικές ενέργειες του κομιτάτου εναντίον σημαινόντων παραγόντων του Ελληνισμού, όπως κατά του αρχιδιακόνου της Μητροπόλεως Κώστα Χατζηδημητρίου και του γενναίου δασκάλου Θωμά Παπαγεωργίου στο Κάτω Νευροκόπι, είχαν ως αποτέλεσμα να κλείσουν οι Τούρκοι την ελληνική εκκλησία και να καταλάβουν οι Βούλγαροι δάσκαλοι ένα τμήμα του ελληνικού σχολείου.


Και τα επεισόδια διαδέχονταν το ένα το άλλο με παρεμβάσεις ένοπλων συμμοριών, κάτω από τη βία των οποίων ο Ελληνισμός της περιοχής υποχωρούσε συνεχώς.


Κατά τα τέλη Μαρτίου του 1903 άρχισε η εφαρμογή σχεδίου, που είχε καταστρωθεί από τους Βουλγάρους για το κίνημα του “Ήλιντεν” (20 Ιουλίου 1903), με δυναμιτιστικές ενέργειες στην περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. 


Το κίνημα όμως απέτυχε και απέτυχε κυρίως, γιατί ο πληθυσμός της Μακεδονίας, στη συντριπτική πλειοψηφίατου Ελληνικός, δεν είχε καμιά διάθεση να ενισχύσει τους Βουλγάρους στα εξοντωτικά γι’ αυτόν σχέδιά του.


Μετά τα γεγονότα του Ιουλίου του 1903, η Ρωσία και η Αυστρία συνέταξαν ένα καινούριο σχέδιο μεταρρυθμίσεων, γνωστό ως “Πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων της Murzsteg” ( 30 Σεπτεμβρίου 1903). 


Σύμφωνα με το σχέδιο, η Μακεδονία χωρίσθηκε σε ζώνες, ανάλογα με τα συμφέροντα και τις βλέψεις κάθε χώρας.
 Οι Ευρωπαίοι αξιωματικοί είχαν σταλεί στη Μακεδονία με εντολή να προετοιμάσουν την κατάσταση για να προσαρτηθεί αυτή στη Βουλγαρία. 


Στην περιοχή των Σκοπίων εγκαταστάθηκαν Αυστριακοί αξιωματικοί, στις περιοχές Μοναστηριού - Φλωρίνης - Καστοριάς Ιταλοί, στην περιοχή της Θεσσαλονίκης Ρώσοι, στην περιοχή των Σερρών Γάλλοι και στην περιοχή της Δράμας Άγγλοι, προκειμένου να εποπτεύσουν στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων και να αναλάβουν την οργάνωση της τουρκικής χωροφυλακής.


Το Μακεδονικό ζήτημα λοιπόν είχε “ξαπλωθεί στο χειρουργικό τραπέζι της διπλωματίας”. 


Έτσι σύμφωνα με τα σχέδια των Βουλγάρων και τη στάση των Δυνάμεων, οι κομιτατζήδες αποθρασύνθηκαν:
 Όσοι δεν ήσαν Βούλγαροι στη Μακεδονία ή δεν ήθελαν να γίνουν, δεν είχαν κανένα λόγο να υπάρχουν.
 Για να εκδιωχθούν οι τουρκικές στρατιές έπρεπε να εξοντωθεί ο άοπλος Ελληνισμός. Έτσι άρχιζε τώρα χειρότερη και αγριότερη τρομοκρατία, δίχως προσχήματα. Άρχιζε αγώνας εξόντωσης του Ελληνισμού της Μακεδονίας, για να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις που χρειάζονταν, ώστε βάσει των άρθρων του προγράμματος της Murzsteg, να αυτονομηθεί και στη συνέχεια να ενσωματωθεί η περιοχή στη Βουλγαρία.


Χρειάσθηκε να ξεσπάσει η ψευδο-εξέγερση του “Ήλιντεν” για να αφυπνισθεί η Ελληνική κυβέρνηση, να αντιληφθεί πως κάτι το πολύ σοβαρό συνέβαινε στη Μακεδονία σε βάρος του Ελληνισμού και να σκεφθεί και να αποφασίσει τη λήψη των πρώτων μέτρων αντίδρασης.


 Λάμπρος Κορομηλάς  
Στο Γενικό προξενείο Θεσσαλονίκης πρόξενος, κατά τη δεύτερη περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα, από το 1897-1904, ήταν ο Ευγένιος Ευγενιάδης, που πίστευε πως ο βουλγαρικός κίνδυνος θα μπορούσε να αντιμετωπισθεί με την ενίσχυση της τουρκικής θέσης στη Μακεδονία.


 Από το 1904 τη διεύθυνση του Γενικού προξενείου ανέλαβε ο Λάμπρος Κορομηλάς.


 Στο προξενείο Σερρών τη β' περίοδο πρόξενος ήταν ο Στουρνάρας, που είχε παρόμοιες αντιλήψεις με τον Ευγενιάδη, και αργότερα αντικαταστάθηκε από το δραστήριο Αντώνιο Σαχτούρη. 


Για ένα τετράμηνο του 1904 το προξενείο Σερρών το διηύθυνε ο Ίων Δραγούμης. 


Στυλιανός Μαυρομιχάλης,
ο οργανωτής του Εθνικού Κέντρου Καβάλας.
 
Υποπρόξενος στην Καβάλα διετέλεσε ο Νικόλαος Μαυρουδής και από το 1906- 1909 ο υποπλοίαρχος Στυλιανός Μαυρομιχάλης, με ψευδώνυμο Μαυρομμάτης.


Η πρώτη συστηματική οργάνωση του Ελληνισμού της Μακεδονίας έγινε από τον πρωτοπόρο Μακεδονοχάχο Ίωνα Αραγούμη, που διηύθυνε το προξενείο Μοναστηριού από το Νοέμβριο του 1902 ως τα μέσα του 1904. 


Ο ίδιος οργάνωσε και τον Ελληνισμό της Ανατολικής Μακεδονίας στο τετράμηνο διάστημα που διηύθυνε το προξενείο Σερρών.


Σοβαρή αντίδραση στα βουλγαρικά σχέδια παρουσίασε η Εκκλησία με πρωτοστάτες τούς ιερείς και τους κοινοτικούς παράγοντες.
 Για την καλύτερη οργάνωση της αντίδρασης του Ελληνισμού, το Πατριαρχείο, όταν άρχισε η ένοπλη αντίδραση,τοποθέτησε σε επίκαιρες μητροπόλεις δραστήριους και φλογερούς μητροπολίτες. 

Ανάμεσα στους φωτισμένους κι’ εμπνευσμένους ιεράρχες, που με το θάρρος και τη μαχητικότητάτους αντέδρασαν από την αρχή στα βουλγαρικά σχέδια και συγκρότησαν το ποίμνιό τους στην Ορδοθοξία και τον Ελληνισμό, είναι και ο μητροπολίτης Δράμας Χρυσόστομος Καλαφάτης, που τον Αύγουστο του 1922 βρήκε μαρτυρικό θάνατο στη Σμύρνη. 


Είχε τοποθετηθεί ως μητροπολίτης από το 1913, μετά την εκδίωξή του από την περιοχή της Δράμας το 1907, κατόπιν απαίτησης του γενικού επιθεωρητή των Βιλαετίων της Μακεδονίας Χουσεΐν Χιλμή πασά από το Πατριαρχείο, με την κατηγορία ότι: 


ήταν ο οργανωτής και ο εμψυχωτής ελληνικών ανταρτικών ομάδων στη Δράμα. 


Την κατηγορία αυτή ο Χρυσόστομος την απέκρουσε, η Τουρκική κυβέρνηση όμως επέμεινε μέχρι τέλους, βασισμένη, αφ’ ενός σε πληροφορίες και εισηγήσεις των τοπικών τουρκικών αρχών, και αφ’ ετέρου σε πληροφορίες της αγγλικής στρατιωτικής αποστολής στη Δράμα, η οποία είχε αναλάβει την οργάνωση της τουρκικής χωροφυλακής.


Ο Χρυσόστομος στις εκθέσεις του και στις επιστολές του, που αναφέρονται στις προσπάθειες εκδίωξής του από τη Δράμα, εκφράζει την υποψία ότι οι Τούρκοι και οι Άγγλοι, που επεδίωκαν την απομάκρυνσή του από τη Δράμα, ακολούθησαν συστάσεις των Βουλγάρων, οι οποίοι περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο επιθυμούσαν την απομάκρυνσή του από εκεί. 
Η εκδίωξή του από τη Δράμα το 1907 έγινε στο πλαίσιο του γενικού προγράμματος των Τούρκων, των Βουλγάρων και των κυβερνήσεων της Ευρώπης, που ήταν φίλοι αυτών των λαών, για την απομάκρυνση όλων των Ελλήνων μητροπολιτών από τη Μακεδονία.


Πριν από την εκδίωξή του από τη Δράμα, είχε προηγηθεί η απαγόρευσή του να περιοδεύσει στα χωριά της επαρχίας του, καθώς επίσης και η παύση του από το νομαρχιακό συμβούλιο, στο οποίο συμμετείχε με την ιδιότητά του ως θρησκευτικός αρχηγός των Ελληνορθοδόξων.


Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η διεξοδική έκθεσή του


1. προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο της 17ης Σεπτεμβρίου 1903, και


2. η επίσης διεξοδική επιστολή του προς τον αρχηγό της Αγγλικανικής Εκκλησίας το 1907.


Στην πρώτη του έκθεση ο Χρυσόστομος, παίρνοντας αφορμή από διακοίνωση της Βουλγαρικής κυβέρνησης προς τις Μεγάλες Δυνάμεις εναντίον των Ελλήνων μητροπολιτών στη Μακεδονία, στους οποίους αυτή απέδιδε την ευθύνη της αναταραχής, παρέχει ζωηρή εικόνα της ισχυρότατης παρουσίας του Ελληνισμού στη Μακεδονία. 


Τους άγριους διωγμούς των Βουλγάρων εναντίον των Ελλήνων τους θεωρεί σαν μια επιπλέον απόδειξη της ελληνικότητας της Μακεδονίας.


 Σε συνάρτηση με άλλα στοιχεία, όπως ο μεγάλος αριθμός των ελληνικών κοινοτήτων, η εμμονή στην Ελληνική Ορδοθοξία, η παιδεία, οι παραδόσεις, η γλώσσα' συγκεκριμένα γράφει: 


“την επαρχία Δράμας την αποτελούν 50 κοινότητες,
 με συνολικό Χριστιανικό πληθυσμό περισσότερους από 30.000, 
που μιλούν την Ελληνική γλώσσα σε 38 κοινότητες,
 ενώ σε 6 κοινότητες μιλιέται η τουρκική και η βουλγαρική
 και σε 4 αποκλειστικά η τουρκική”.


 Την εικόνα αυτής της υπεροχής του Ελληνισμού, τη συμπληρώνει ο Χρυσόστομος και με γενικό χαρακτηρισμό της δραστηριότητας των Ελλήνων στη Μακεδονία: το εμπόριο, η έγγειος περιουσία, οι τέχνες, οι επιστήμες, η βιομηχανία, ο πλούτος, ο πολιτισμός ευρίσκονται στα χέρια των Ελλήνων και οι λίγοι Βούλγαροι εργάζονται χειρωνακτικά με μισθό στους αγρούς των πλούσιων Τούρκων μπέηδων και των Ελλήνων γαιοκτημόνων.


 Επιπλέον υποστηρίζει ότι η περιοχή κατοικείται κατά μεγαλύτερο ποσοστό από Έλληνες και Τούρκους και ότι εξαίρεση αποτελούν μόνο τα βόρεια, που αποτελούν την Παιονία, και τα ορεινά κυρίως διαμερίσματα,που κατοικούνται με περισσότερο από τα 3/4 ελληνόφωνο Ορδόθοξο πληθυσμό, από λίγους τουρκόφωνους Χριστιανούς Έλληνες και από λίγους βουλγαρόφωνους ή μάλλον σλαβόφωνους.


 Μ’ αυτήν τη διαπίστωση, ο Χρυσόστομος καθιστά σαφές ότι οι Βούλγαροι δεν είχαν κανένα δικαίωμα να διεκδικήσουν τη Μακεδονία, διότι και οι σλαβόφωνοι δεν ήταν δυνατό να θεωρηθούν Βούλγαροι, όπως άλλωστε και οι τουρκόφωνοι Χριστιανοί δεν ήταν δυνατό να θεωρηθούν Τούρκοι.


Τη γλώσσα των σλαβόφωνων της Μακεδονίας τη χαρακτηρίζει ως “κράμα άμορφον και αποκατασκεύαστον γλώσσης σλαβικής και ελληνικής”.


Οι διαφορές στη γλώσσα καθόλου δεν εμποδίζουν τους σλαβόφωνους και τουρκόφωνους Χριστιανούς της Μακεδονίας να αισθάνονται ότι είναι Έλληνες και ότι ανήκουν και αυτοί στην ίδια εθνότητα, στην οποία ανήκουν και οι ελληνόφωνοι.


Αναφέρει ακόμη ότι η προς τους σλαβόφωνους προπαγάνδα των Βουλγάρων απέτυχε οικτρά, καθώς και οι σφαγές, οι πυρπολήσεις, οι καταστροφές σχολείων, εκκλησιών και ολόκληρων χωριών δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα, διότι ενίσχυσαν ακόμη περισσότερο το φρονημάτων ελληνικών πληθυσμών.


 "Μόνο όταν η Μακεδονία μετατραπείσε κοιμητήριο νεκρών και σε άγρια έρημο ", επιλέγει ο Χρυσόστομος, “μόνον τότε θα καταστεί χώρα Βουλγαρική ".


Η έκθεση αυτή δόθηκε αμέσως σε δημοσίευση από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και είναι από τα ωραιότερα κείμενα, τα οποία γράφηκαν κατά την εποχή του Μακεδονικού αγώνα.
Στενός συνεργάτης του μητροπολίτη Χρυσόστομου υπήρξε ο αρχιδιάκονος Θεμιστοκλής Χατζησταύρου, μετέπειτα μητροπολίτης Χρυσόστομος στην Καβάλα. 
Ο Χρυσόστομος ήταν αυτός που ανέλαβε την οργάνωση του Αγώνα στην περιοχή, και όπως αναφέρει και ο ίδιος, το μητροπολίτη Χρυσόστομο προσπαθούσαν να τον κρατούν μακριά από τον κίνδυνο στη δράση των αγωνιστών και απέφευγαν να τον ανακατεύουν στην οργάνωση “φαινομενικά”. 


Επίσης αναφέρει ότι η οργάνωση “Ιερά Πηγή” αφορούσε στην Παιδεία και φανερός αρχηγός της ήταν ο μητροπολίτης Χρυσόστομος.
 Η οργάνωση αυτή ίδρυσε τα εκπαιδευτήρια Δράμας και Δοξάτου.



Γ Φάση. Περίοδος (1904-1908)


Το έτος 1904 μπορεί να θεωρηθεί έτος αφύπνισηςτου Ελληνισμού και συνειδητοποίησης του έσχατου κινδύνου που απειλούσε τη Μακεδονία.


 Ύστερα απ’ όλα αυτά τα μέτρα που πάρθηκαν άρχισε πια ο Μακεδονικός Αγώνας, ένας αμυντικός αγώνας, στον οποίο αναγκάστηκε να αποδοθεί ο Ελληνισμός, για τη διάσωση της Μακεδονίας. Η αμυντική φύση του αγώνα που ανέλαβε από ανάγκη ο Ελληνισμός, αποδεικνύεται και από επίσημα έγγραφα των τουρκικών αρχών.


Στην Ανατολική Μακεδονία η ελληνική αντίδραση κατά της τρομοκρατικής δράσης των κομιτατζήδων στη διάρκεια του 1904 περιορίσθηκε πάλι σε παθητική. 


Η αντιμετώπιση του βουλγαρικού κομιτάτου συνεχίσθηκε μέσω της Εκκλησίας, με την οποία συνεργάζονταν τα προξενεία, οι οργανώσεις και τα στελέχη του Ελληνισμού της Μακεδονίας κυρίως όμως η δράση περιοριζόταν στην ηθική ενθάρρυνση του πληθυσμού και την ενημέρωση του Πατριαρχείου και της Ελληνικής κυβέρνησης με εκθέσεις, στις οποίες περιγραφόταν ο φοβερός κατατρεγμός σε βάρος του άμαχου Ελληνισμού.


Θεμιστοκλής Χατζησταύρου
Το 1904 ο αρχιδιάκονος του μητροπολίτη Δράμας Χρυσοστόμου, Θεμιστοκλής Χατζησταύρου, εντεταλμένος από το μητροπολίτη, ανέλαβε να καταρτίσει τον αγώνα στο σαντζάκιο Δράμας, γιατί οι εντόπιοι παράγοντες ήταν προσηλωμένοι στις εμπορικές τους επιχειρήσεις. 


Επισκέφθηκε στη συνέχεια την Αθήνα, όπου τον υποδέχθηκε ο μητροπολίτης Θεόκλητος εκεί ο Θεμιστοκλής τον διηκόνισε στο μνημόσυνο των πεσόντων φοιτητών στη Μακεδονία. 


Η εργασία της αναζήτησης και στρατολογίας κατάλληλων αξιωματικών άρχισε την επομένη με την υποστήριξη του λοχαγού Τσολακόπουλου. 


Όπως μας διηγείται ο Ιωάννης Σημανταρόπουλος, ανάμεσα στους άλλους που υπέδειξε ήταν και ο αξιωματικός Βελισσαρίου, που σκοτώθηκε αργότερα στους Βαλκανικούς πολέμους στη Τζουμαγιά.


Για την Ανατολική Μακεδονία δεν έχουμε δυστυχώς απομνημονεύματα. 


Δημοσιεύθηκαν όμως στα Σερραϊκά Χρονικά (τόμος Ε') οι εκθέσεις του τότε προξένου Σερρών Σαχτούρη, που μας δίνουν μια ανάγλυφη εικόνα της εποχής.


 Όπως φαίνεται απ’ την αναφορά του προξένου, πολλοί πίστευαν ότι η διατήρηση ένοπλων σωμάτων στην Ανατολική Μακεδονία ήταν αδύνατος εξαιτίας του εδάφους και της αρχικής απροθυμίας των κατοίκων. Αν όμως άργησαν, η οργάνωση έγινε με καλύτερο σύστημα. Χρησιμοποιήθηκαν μικρά σώματα στρατολογημένα στον τόπο από ντόπιους. 


Μεγάλος και πυκνός ήταν εκεί ο τουρκικός πληθυσμός, ιδίως στο σαντζάκι της Δράμας. Είχαν επίσης εκεί το αρχηγείο τους οι αρχικομητατζήδες Συντάσκι και Πανίτσα, που βρισκόταν σε πόλεμο με τ’ άλλα κομιτάτα.


Εκθέσεις για τον αγώνα στη Δράμα έχουμε επίσης από το μητροπολίτη Δράμας Χρυσόστομο Καλαφάτη και τον αρχιδιάκονό του Θεμιστοκλή Χατζησταύρου.


Όπως αναφέρει ο αρχιδιάκονος Θεμιστοκλής Χατζησταύρου, στην περιφέρεια της Δράμας καταρτίσθηκε η “Οργάνωση” αφού ορίσθηκε επιτροπή του αγώνα. 
Επειδή δεν υπήρχε στην αρχή ανταπόκριση και προθυμία των κατοίκων, η επιτροπή σκέφθηκε και οργάνωσε ψευδή δολοφονική επίθεση εναντίον ενός μέλους της οργάνωσης, του Α. Πέτρου, ανεψιού δημογέροντος. 


Η αποτυχημένη δήθεν απόπειρα αυτή κατεπτόησε τους αδιάφορους και άρχισε σημαντική ενίσχυση της Οργάνωσης.


Αυτά επιβεβαιώνονται και από το γιατρό Μιλτιάδη Σκόρδα του Κων/νου, που πήρε ενεργό μέρος στον Μακεδονικό Αγώνα κοντά στον Κων/νο Νταή. 


Το υπόμνημά του προς τις Ελληνικές αρχές της Δράμας μετά την απελευθέρωση, και τα απομνημονεύματά του σε χειρόγραφη μορφή, βρίσκονται στη Δημόσια Βιβλιοθήκη Δράμας. Ο Σκόρδας στη σελ. 8 του υπομνήματος του αναφέρει τα εξής: 


“Η επιτυχία των Σωμάτων εξηρτάτο από την εσωτερικήν οργάνωσιν της περιφερείας εις ην έδρων, δηλαδή κάθε πόλις ή χωρίον έπρεπε να σχηματίσει την Επιτροπήν Αμύνης, ήτις θα φρόντιζε να εξεύρει: 
1. τα εκτελεστικά όργανα, 
2. τους οδηγούς, 
3. τους αγγελιοφόρους, 
4. τους τροφοδότας,
 5. τους δέκτας των ανταρτικών Σωμάτων εις τας οικίας, 
εις πλείστας των οποίων υπήρχον υπόγειοι κρύπταν όσον αφορά τους πληροφοριοδότας, αυτό το επάγγελμα το εξήσκει κάθε Έλλην άνευ εξαιρέσεως, διότι και εύκολον ήτο και ακίνδυνον.


Εις την περιφέρειαν Δράμας ο Μακεδονικός αγών υστέρησεν όλων των περιφερειών, γειτονικών και μη, αν και είχεν ως αρχηγόν τον Μητροπολίτην Χρυσόστομον, άνδρα ριψοκίνδυνον, ευφυέστατον, δραστήριον, αφιλοκερδέστατον και το ανώτερον όλων το προτέρημα του υπερπατριώτου, με τον αντάξιον συνεργάτην του ιεροδιάκονον Θεμιστοκλή, άνδρα ευρείας αντιλήψεως με ευστροφίαν πνεύματος, τόλμην απαράμιλλον και πατριωτισμό ακραιφνή.


Ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος με τον συνεργάτην του Ιεροδιάκονο Θεμιστοκλήν κατόρθωσαν και εσχημάτισαν:


Επιτροπήν Αμύνης από τους: 
1. Πέτρον Ρακιντζήν, 
2. Αθανάσιον Βαγενά,
3.ΧρηστάκηνΓεωργιάδη,
4. Ευάγγελον Μπινόπουλον, 
5. Αλέκον Δερμεντζόγλου


Δημογεροντίαν από τους:
 1. Κων/νον Δαβέλλαν, 
2. Αθανάσιον Πέτσαν, 
3. Μερκούρη Μερκούριού, 
4. Νικόλαον Μακρήν και 
5. Νικόλαον Παρμενίδην.


Εκτελεστικήν Επιτροπήν από τους: 
Γεώργιον Μανουσέλην, Ηλίαν Ποδιλατιστήν, αγνώστου επωνύμου, διότι κανείς δεν τον ενθυμείται, Κώσταν Καραγιάννην, Γεώργιον Τσοχατζήν, Κώσταν Μαρβάκην, Κώσταν Μωλωαμπτούσην, Μιχαήλ Καραμπάσην, Παναγιώτην Γιώταν.


Πληροφοριοδότας τους: 
Ευάγγελον Τσίγκαν, Μιχαήλ Μπακάλην,Τάσιον Καρατοπούζην, Κώσταν Μπάσιον, τρία αδέλφιαΤσακίρη αγνώστων ονομάτων”. 


Πορτραίτο του βοεβόδα Ντάεφ Μιχαήλ.
Ο Ντάεφ γεννήθηκε το 1881 στο χωρίο Μπάλτσικ Βουλγαρίας
 και σκοτώθηκε στις 20 Οκτωβρίου 1907
στο χωριό Λιμπιαχόβο Νευροκοπίου.
 Έδρασε με την τσέτα του στην περιοχή της Δράμας.
 Υπήρξε θύμα της διαμάχης στους κόλπους της Ε.Μ.Ε.Ο.
Στην περιοχή Δράμας βοεβόδας την εποχή εκείνη ήταν ο Μιχαήλ Ντάεφ, η συμμορία του οποίον είχε σκοτώσει μέλη της οικογένειας Κομβόκη από την Καλλιθέα το 1905 και συγκεκριμένα δολοφόνησε


τον Βασίλειον Κομβόκη
τη σύζυγο του Αναστασία
τη νύφη του μεγαλύτερου γιου του
Παράλληλα πυρπόλησε την οικία του Προκοπίου Κομβόκη, 
τον οποίο σκότωσε αργότερα στις 11-04-1907. 


Το γεγονός αυτό το αναφέρει και ο μητροπολίτης Χρυσόστομος σε έκθεση του προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο, στην οποία διαμαρτύρεται έντονα για τη βουλγαρική θηριωδία και ζητά την άμεση συμπαράσταση του Πατριαρχείου.


Σημαντικό γεγονός κατά το 1906 υπήρξε η συστηματοποίηση της οργάνωσης στις πόλεις και την ύπαιθρο, ιδίως στη Θεσσαλονίκη, και από τον Απρίλιο του ιδίου χρόνου στη Δράμα, με την αποστολή ειδικού πράκτορα, του ανθυπολοχαγού πεζικού Αθανάσιου Σουλιώτη. 


Ο Σουλιώτης με το ψευδώνυμο Νικολαΐδης εγκαταστάθηκε στη Θεσ/νίκη το 1906 ως διευθυντής της αντιπροσωπείας ραπτομηχανών “Nothmann”, ιδρύοντας την “Οργάνωση Θεσ/νίκης” με αντιπροσώπους στη Δράμα και Καβάλα.


 Στη Δράμα γνωρίσθηκε και συνεργάσθηκε στην οργάνωση της περιοχής με το μητροπολίτη Χρυσόστομο και τον αρχιδιάκονο Θεμιστοκλή.


Ένα γεγονός που δίδαξε στους κατοίκους της περιοχής πόσο η αδιαφορία των κατοίκων για τον εθνικό αγώνα ήταν καταστρεπτική είναι και το ακόλουθο: Τ
η νύκτα της 6/7 Ιουλίου 1906, τέσσερις κομιτατζήδες επετέθησαν με χειροβομβίδες στην Κοινοτική Λέσχη της Δράμας. 


Στη συμπλοκή τραυματίσθηκαν αρκετοί θαμώνες και σκοτώθηκε ο Κ. Παπαδημητρίου, ένα από τα μέλη που είχαν μυηθεί στον αγώνα.
 Το γεγονός αναφέρεται από το Θεμιστοκλή Χατζησταύρου στις εκθέσεις του.


 Στην κηδεία των θυμάτων παραβρέθηκε και ο πρόξενος της Καβάλας Μαυρουδής.


Το ίδιο βράδυ οι κομιτατζήδες κατακρεούργησαν στην Καλή Βρύση Δράμας τον Έλληνα ιερέα Ιωάννη Παπαεμμανουήλ 


και στην Πετρούσα Δράμας τον πρόεδρο της Ελληνικής Κοινότητας Δ. Μαδεμλή και τους προκρίτους Γκάιντα, και Γ. Μαρινίδη.


Τα Χριστούγεννα του 1906 δολοφονήθηκαν και οι προεστοί του Κ. Νευροκοπίου Ν. Πίναλης, Δ. Πίναλης και Π. Ρούντσος, 
καθώς και η σύζυγος του προεστού Άγγελον Ρούντσου, 
η οποία απαγχονίστηκε από τους κομιτατζήδες.


Στο σαντζάκι της Δράμας η πιο δοξασμένη μικροομάδα ήταν του Άρμεν Κούπτσιου από το Βώλακα Δράμας. 


Μνημείο Άρμεν Κούπτσιου
στο τόπο (Πλατάνι στην Πλατεία Δράμας)
 απαγχονισμού του.
Οι φονευθέντες κομιτατζήδες από την ομάδα του υπολογίζονται σε 33. 
Τελικά ο Άρμεν συνελήφθη από τους Τούρκους και απαγχονίστηκε στις 14-9-1906. 


Οι σύντροφοί του Νάκος Βογιατζής και Πέτρος Μάτζος διέφυγαν.


Μετά τον Άρμεν στη Δράμα οργανώθηκε καινούρια ομάδα από το Γεώργιο Μανουσέλλη και μέλη τους Κ. Καραγιάννη, Γ. Τσοχατζή, Κ. Μαρβάκη, Κ. Μωλαμπτούση, Μ. Καραμπάση, Π. Γιώτα κ.ά.


 Ονομαστές επίσης ήταν και οι ομάδες του Δοξάτου, της Χωριστής (Τζατάλτζας) και Πετρούσας (Πλεύνας), που εξετέλεσαν αμέσως σε αντίποινα τους κομιτατζήδες που δολοφόνησαν Έλληνες.


Από το 1906-1909 στο προξενείο της Καβάλας τοποθετήθηκε ο Στυλιανός Μαυρομιχάλης, σημαιοφόρος του πολεμικού Ναυτικού, με κύρια αποστολή να διευκολύνει τον ανεφοδιασμό των σωμάτων της περιοχής μέσω του λιμένος Καβάλας.


Εν τω μεταξύ στην Ευρώπη ασκούνταν ανθελληνική προπαγάνδα από τους Ρώσους και τους Βουλγάρους. Τα πολιτικά συμφέροντατων ευρωπαϊκών κρατών είχαν προδιαθέσει δυσμενώς την κοινή ευρωπαϊκή γνώμη και τις κυβερνήσεις, ως προς τις απόψεις της Ελλάδας. 


Έτσι ο Ελληνισμός είχε μείνει τελείως αβοήθητος και μόνον η πίστη του στο δίκαιο του αγώνα του έδινε θάρρος και τον ωθούσε προς την τελική νίκη. 


Από το καλοκαίρι του 1906 Τουρκία είχε πάρει οξεία πολιτική στάση απέναντι στην Ελλάδα και με ισχυρές στρατιωτικές μονάδες επιχείρησε να παρεμποδίσει την είσοδο ανταρτικών σωμάτων από την ελεύθερη πατρίδα. Μάλιστα, με πολυάριθμα αποσπάσματα προσπάθησε να εξουδετερώσει τα σώματα που δρούσαν στη Μακεδονία
. Παράλληλα πίεσε το Πατριαρχείο να αντικαταστήσει τους μητροπολίτες και, ανάμεσα σ’ αυτούς, και το μητροπολίτη Δράμας Χρυσόστομο Καλαφάτη.


Παρ’ όλα αυτά η σχετική αδράνεια των βουλγαρικών συμμοριών, σε αντίθεση με τη συνεχώς αυξανόμενη σε δύναμη, μεθοδικότητα και ένταση δράση των ελληνικών σωμάτων, είχε ως αποτέλεσμα, με το τέλος του έτους 1906, να σταθεροποιηθεί η θέση του Ελληνισμού στο βιλαέτι Μοναστηριού και στην Κεντρική Μακεδονία και παράλληλα να οργανωθεί ο αγώνας στην Ανατολική Μακεδονία.


Το έτος 1907 είναι το κρίσιμο έτος για το βουλγαρικό κομιτάτο. 


Οι αποτυχίες του στη Μακεδονία δημιούργησαν σοβαρή κρίση και διχόνοια στις τάξεις των ηγητόρων του και αυτής της ίδιας της Βουλγαρικής κυβέρνησης.


Στο γενικό προξενείο Θεσσαλονίκης βρισκόταν τώρα ως επάξιος αναπληρωτής του Λάμπρου Κορομηλά ο υποπρόξενος Φίλιππος Κοντογούρης. 
Ο αγώνας συνεχίσθηκε σ’ ολόκληρη την περιοχή. Κοντά στα σώματα που είχαν παραμείνει το χειμώνα στη Μακεδονία, ήρθαν να προστεθούν άλλα καινούρια.


Ανάμεσα στα σώματα που ήρθαν από την Ελλάδα ήταν και του ανθυπολοχαγού Κων/νου Νταή (καπετάν Τζάρα) στο Παγγαίο, με δύναμη 15 ανδρών. 


Το σώμα του αποτελούνταν από τους:
 1. Κων/νο Νταή - Καπετάν Τζάρα, Αρχηγό, 
2. Χρήστο Νάκα ή Βογιατζή από την Προσοτσάνη,
 3. Πολύχρονη Παλιάγκο από τη Χωριστή, 
4. Μιλτιάδη Τσομπανέλη ή Ζέρβα από τις Κυδωνιές, 
5. Αθανάσιο Λαζάρου από τα Ιωάννινα, 
6. Γ εώργιο Χαραμή, διόπου του Βασ. Ναυτικού από την Πελοπόννησο, 
7. Γ εώργιο Καράμπελα από τη Στενήμαχο, 
8. Λεωνίδα Μαλαμίδη από το Ροδολείβος, 
9. Κων/νο Τσελέγκα από το Ροδολείβος, 
10. Ιωάννη Παρούση από τη Ν. Ζίχνη,
 11. Δημήτριο Κομίτη από το Δοξάτο, 1
2. Γεώργιο Βόλακλη ή Μαυρουδή από το Βώλακα, 1
3. Δημήτριο Πένσα από τη Χωριστή και
 14. -15. από δύο ευζώνους που κατάγονταν από το Αγρίνιο και δεν είναι γνωστά τα ονόματάτους.


Ο Κ. Νταής εργάσθηκε αρχικά σαν δάσκαλος στην Προσοτσάνη Δράμας, συνελήφθη όμως από τους Τούρκους και φυλακίσθηκε στη Θεσσαλονίκη.


 Μετά την απόλυσή του τέθηκε επικεφαλής ανταρτικού σώματος από ντόπιους αντάρτες και έδρασε όλο το έτος 1907 στην περιοχή Παγγαίου. 


Η δράση του Καπετάν Τζάρα υπήρξε θαυμάσια. Έδωσε πολλές μάχες με τους κομιτατζήδες και ξεκαθάρισε την περιοχή από τους Βουλγάρους.
Το γεγονός ότι στην ανατολική περιοχή της Δράμας- Καβάλας δεν μπόρεσε να δράσει το βουλγαρικό κομιτάτο και ούτε να εγκατασταθεί κανείς Βούλγαρος είναι η τρανή απόδειξη της επιτυχίας του. 


Νικήτας Δρακόπουλος.
Σ’ αυτόν θα καταφύγει αργότερα και ο Θάσιος αγωνιστής και αξιωματικός της Τουρκικής Χωροφυλακής Δράμας Νικήτας Δρακόπουλος.


Στην Ανατολική Μακεδονία το βουλγαρικό κομιτάτο συνέχισε τη δράση του, όπως και κατά το προηγούμενο έτος, κυρίως με προσβολές χωριών και εξόντωση παραγόντων των Ελληνισμού υπό την ανοχή και την αδιαφορία των Τούρκων και τη μεροληπτική στάση των Ευρωπαίων αξιωματικών, που επόπτευαν την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων.


 Σημαντικές υπηρεσίες με θύματα υπέρ του Έθνους είχαν προσφέρει στον αγώνα της Ανατολικής Μακεδονίας και 
οι οικογένειες: Μπήτζου, Σιμιτζή, Τζαμπάζη και Σαμαρά από τη Χωριστή Δράμας, 
η οικογένεια Στογιάννη από την Πετρούσα και 
η οικογένεια Βλαχτά από την Προσοτσάνη Δράμας.


Η Βουλγαρία, ύστερα από την έντονη και επιτυχή δράση των ελληνικών ανταρτικών σωμάτων, ουσιαστικά είχε παραιτηθεί από τον ένοπλο αγώνα και είχε περιορισθεί στο δολοφονικό έργο. 
ΟιΤούρκοι κατά το 1907 στην προσπάθειά τους να εξοντώσουν τα ένοπλα τμήματα των Ελλήνων, Βουλγάρων και Σέρβων που ανταγωνίζονταν σε οθωμανικό έδαφος, ακολούθησαν νέα τακτική.
Τέλος, απήτησαν από το Πατριαρχείο και την ελληνική κυβέρνηση την αντικατάσταση ή τον περιορισμό των κινήσεων αρχιερέων και προξένων. 


Έτσι κατά τα τέλη του Αυγούστου 1907 μετατέθηκε από τη Δράμα ο φλογερός ιεράρχης Χρυσόστομος Καλαφάτης.
Το έτος 1907 υπήρξε η αποφασιστική καμπή στον όλο αγώνα. 


Τα ελληνικά ανταρτικά σώματα κυριαρχούσαν σ’ όλες τις περιοχές της Μακεδονίας. 
Η πλάστιγγα είχε γείρει οριστικά υπέρ του Ελληνισμού.


Κατά το 1908 στην περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας εξακολουθούσαν τη δράση τους τα ίδια σώματα.
 Στο Παγγαίο δρούσε το σώμα του Κωνσταντίνου Τζάρα (Καπετάν Νταή). 
Καπετάν Τσιάρας, (Νταής Κωνσταντίνος).
Ο Καπετάν Τσιάρας έδρασε στην περιοχή της Δράμας από τις 15 Αυγούστου 1905
μέχρι το Μάρτιο του 1907.
Τους πρώτους μήνες του 1908 έδρασε στην περιοχή του Παγγαίου ως οπλαρχηγός
 μέχρι το νεοτουρκικό κίνημα.
Ο καπετάν Τσιάρας διακρίνεται στη φωτογραφία καθιστός,
τρίτος από αριστερά.


Η περιοχή είχε οργανωθεί συστηματικά σε κάθε χωριό υπήρχε επιτροπή αγώνος, όργανα, πράκτορες και ένοπλοι πολιτοφύλακες. 


Επίσης είχε συστηματοποιηθεί ο τρόπος καταβολής εισφορών, είχαν κατασκευασθεί κρύπτες και γενικά είχε γίνει πλήρης οργάνωση εσωτερικού.


Ο αγώνας τελείωσε υπέρ των Ελλήνων, παρ’ όλη την υποστήριξη της Βουλγαρίας από την Οθωμανική κυβέρνηση και από τους εκπροσώπους των Μεγάλων Δυνάμεων. 


Μεταχειρίστηκαν οι Τούρκοι και οι ξένοι πρόξενοι και αξιωματικοί πολλά μέσα για να συντρίψουν την ελληνική άμυνα. Δεν πέτυχαν το σκοπό τους.


Στις 9/10 Ιουλίου 1908 εξερράγη το Κίνημα των Νεοτούρκων, το οποίο και επεκράτησε.


 Η νέα Τουρκική κυβέρνηση διακήρυξε τη συναδέλφωση των λαών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, έδωσε γενική αμνηστία και προκήρυξε εκλογές. 


Οι Μακεδονομάχοι κατέβηκαν από τα βουνά και έγιναν δεκτοί σαν πρωτοπόροι του Τουρκικού Συντάγματος (Χουριέτ).
 Ο Μακεδονικός Αγώνας συνεχίσθηκε σε άλλα πεδία δράσης και με λιγότερη πια ένταση.


 Οι Νεότουρκοι, που ουσιαστικά απέβλεπαν στο να συντρίψουν τη δύναμη του Ελληνισμού και να κρατήσουν για πάντα υπόδουλη τη Μακεδονία, απέτυχαν, γιατί οι νικηφόροι Βαλκανικοί πόλεμοι επέφεραν την πολυπόθητη ένωση της με την Ελλάδα (και συγκεκριμένα της Δράμας μετά την 1η Ιουλίου 1913 με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου 28 Ιουλίου /10 Αυγούστου 1913, άρθρο 4, που προέβλεπε τη χάραξη της οροθετικής γραμμής μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας:


 “από των νέων βουλγαροσερβικών συνόρων επί της κορυφογραμμής του όρους Μπέλες.... εις τα εις το Αιγαίον Πέλαγος έκβολάς του ποταμού Νέστου”.


Η μεγάλη σημασίατου Μακεδονικού Αγώνα για τον Ελληνισμό είναι αναμφισβήτητη.


 Ο ιδιόμορφος αυτός αγώνας άργησε να γίνει ευρύτατα γνωστός, γιατί από το χαρακτή ρατου έπρεπε να μείνει κρυφός. 
Από το 1903-1908 λίγοι ήταν εκείνοι που μπορούσαν να έχουν καθολική εποπτεία του αγώνα, που έκανε ο Ελληνισμός στη Μακεδονία για να σωθεί από τον κίνδυνο που τον απειλούσε. 
Στον αγώνα αυτό η προσωπικότητα των αρχηγών έπαιξε κύριο ρόλο, γιατί ήταν αγώνας επηρεασμού και επικράτησης των ψυχών και όχι των όπλων. 


Η συμβολή των εθελοντών από την ελεύθερη Ελλάδα ήταν σημαντική, αλλάτίποτε δε θα είχε γίνει χωρίς τη θέληση και την αυτοθυσία των ντόπιων κατοίκων της Μακεδονίας και εδώ, της ένδοξης Δράμας.






Βιβλιογραφία




1. Ε. Κωφός, “Το ελληνοβουλγαρικό ζήτημα”, ΙΕΕ, τ. 13, Εκδοτική Αθηνών, Αθήναι 1977, σσ. 298- 299, 301-305,316-317,325-326,340-343,343-353,356-357 και του ιδίου, “Μακεδονία”, ΙΕΕ, ό.π., σσ. 378-387.
2.1. Κολιόπουλος, “Η θέση των Ελλήνων στη Μακεδονία από το 1881 ως το 1896”, ΙΕΕ,τ. 14, Εκδοτική Αθηνών, Αθήναι 1977, σσ. 215-220,1. Μαζαράκης, “Η Μακεδονία στις παραμονές του Αγώνα”, ΙΕΕ, ό.π., σσ. 220-254, Ν. Οικονόμου, “Οι επιχειρήσεις του ελληνικού στρατού”, ΙΕΕ, ό.π., σσ. 345-346, 346-347, και Κ. Σβολόπουλος, “Η Συνθήκη του Βουκουρεστίου”,/##, ό.π., σσ. 352-354.
3. Παύλου Δ. Τσάμη, Μακεδονικός Αγών (Μακεδονική Λαϊκή Βιβλιοθήκη - 27, Δημοσιεύματα της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών), Θεσσαλονίκη 1975, σσ. 13-14,45-47,101-111,152-164,232-235, 304-306,358-363,401-404,405-408,429-430,430-435.
4. Γεωργίου Μόδη, Ο Μακεδονικός Αγών και η νεότερη Μακεδονική Ιστορία, Θεσσαλονίκη 1967, σσ. 385-401.
5. Αθανασίου Σουλιώτη-Νικολαΐδη, Ο Μακεδονικός Αγών, Θεσσαλονίκη 1959.
6. Φώτη Τριάρχη, “Ο ένοπλος αγώνας στη Δράμα, Σέρρες, Καβάλα, 1904-1908, μια συνοπτική περιγραщ”, Βορειοελλαδικά, τεύχ. 36, σσ. 276-293.
7. Χρυσοστόμου Καλαφάτη, Μητροπολίτου Δράμας, Εκθέσεις περί του Μακεδονικού αγώνος 1903-1907, (ΙΜΧΑ-38), Θεσσαλονίκη 1960.
8. Τιμητικός τόμος Χρυσοστόμου, Μητροπολίτη Φιλίππων, Νεαπόλεωςκαι Θάσου, Καβάλα 1960, σσ. 393- 415.
9. Αγγέλου Κ. Ανεστοπούλου, Ο Μακεδονικός αγών 1903-1908, τ. Β', Θεσσαλονίκη 1969, σσ. 453-508.

Δεν υπάρχουν σχόλια: