Πέμπτη 19 Μαΐου 2016

Ο ελληνισμός της Ανατολικής Ρωμυλίας και η στάση του έναντι της Μακεδονίας (1879-1906)

Σχολείο στο Καβακλή της Ανατ. Ρωμυλίας. Έτος 1900
Σπυρίδων Σφέτας
(οι φωτογραφίες επιλογή Yauna)

 Η ίδρυση της Ανατολικής Ρωμυλίας ως ημιαυτόνομης ηγεμονίας οφειλόταν σε πολίτικους λόγους, άμεσα συνδεδεμένους με την αγγλική και την αυστριακή πολιτική.

Η περιοχή αυτή όφειλε να αποτελέσει μία «ουδέτερη ζώνη, ένα ανάχωμα» στις προσπάθειες της Ρωσίας να διεισδύσει περαιτέρω στα Βαλκάνια και να καταλάβει τα Στενά.

Από την Ανατολική Ρωμυλία διερχόταν η σιδηροδρομική γραμμή Κωνσταντινοΰπολης-Μπέλοβο, με μία διακλάδωση μέχρι την Αδριανούπολη και με μία άλλη μέχρι την πόλη Γιάμπολ μέσω του Τύρνοβο-Σεϋμέν και της Νόβα Ζαγκόρα.

Οι σιδηροδρομικές αυτές γραμμές αποτελούσαν ιδιοκτησία της Εταιρείας Ανατολικών Σιδηροδρόμων, ενός επιχειρηματικού ομίλου που ανήκε στον Εβραίο βαρώνο Χιρς από τη Βιέννη. Σκοπός των Αυστριακών ήταν η άμεση σύνδεση της Κωνσταντινούπολης με τη Βιέννη και έτσι η περιοχή της Ανατολικής Ρωμυλίας συγκέντρωνε το ενδιαφέρον τους.

Η πολυεθνικότητα της περιοχής, που κατοικούνταν από Βουλγάρους, Έλληνες, Πομάκους, Αρμενίους, Εβραίους και άλλους λαούς, παρείχε την ευκαιρία εκμετάλλευσης εθνοτικών διενέξεων για άσκηση επιρροής.
 Έτσι, η Αυστρία και η Αγγλία ευνοούσαν το ελληνικό και το μουσουλμανικό στοιχείο, ενώ η Ρωσία τους Βουλγάρους.
Ο συνταγματικός χάρτης της Ανατολικής Ρωμυλίας, ο Οργανικός Κανονισμός, τον οποίο επεξεργάστηκε μία ευρωπαϊκή επιτροπή, προέβλεπε την ισοτιμία των γηγενών της κατοίκων, της βουλγαρικής πλειοψηφίας και των «μειονονηφιών», κατοχύρωνε τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα των πολιτών, τη θρησκευτική και εκπαιδευτική αυτονομία των κοινοτήτων και αναγνώριζε την ισοτιμία της βουλγαρικής, τουρκικής και ελληνικής γλώσσας στις διοικητικές και δικαστικές Αρχές.

Η εκτελεστική εξουσία ασκούνταν από τον Γενικό Διοικητή και το εξαμελές Διευθυντήριο, ένα είδος υπουργικού συμβουλίου, η νομοθετική από την Τοπαρχική Συνέλευση, δηλαδή τη βουλή, και τη Διαρκή Επιτροπή, ένα είδος γερουσίας.
 Δικαίωμα ψήφου είχαν οι άρρενες άνω των 21 ετών, αλλά με κριτήριο την περιουσία και την παιδεία τους.
Η Τοπαρχιακή Συνέλευση αποτελούνταν από 56 βουλευτές:
36 εκλέγονταν με άμεση ψηφοφορία,
10 διορίζονταν από τον ηγεμόνα και άλλοι 10 αποκτούσαν την ιδιότητα του βουλευτή τιμητικά .
Αστική Λέσχη Φιλιππούπλης 1900.

Καθώς το σύνταγμα της Ανατολικής Ρωμυλίας ήταν φιλελεύθερο, η πολυεθνική και πολυπολιτισμική αυτή τοποθεσία θα μπορούσε να αποτελέσει χαρακτηριστικό παράδειγμα αρμονικής συμβίωσης.
Αλλά τον 19ο αιώνα η προοπτική αυτή δεν υφίστατο.
Η ύπαρξη ενός γειτονικού βουλγαρικού κράτους και η πρόσληψη των αποφάσεων του Συνεδρίου του Βερολίνου από τη βουλγαρική πολιτική ελίτ της βουλγαρικής ηγεμονίας και της Ανατολικής Ρωμυλίας ως μίας «ιστορικής αδικίας», καθιστούσαν για τους Βουλγάρους επιτακτική ανάγκη τον πλήρη εκβουλγαρισμό της περιοχής, με άμεσο στόχο την ένωσή της με τη Βουλγαρία. Αριθμητικά οι Βούλγαροι αποτελούσαν την πλειοψηφία, οι Έλληνες συγκροτούσαν μία δυναμική μειοψηφία με οικονομική και πολιτισμική εμβέλεια ενώ οι Τούρκοι -αν και αριθμητικά περισσότεροι των Ελλήνων- δεν διέθεταν ισχυρές πολιτικές προσωπικότητες, ώστε να επιτευχθεί ένας αποτελεσματικός συντονισμός των ενεργειών τους με τους Έλληνες κατά των βουλγαρικών βλέψεων.

 Σύμφωνα με στατιστική που συνέταξαν οι Ρώσοι το 1879, στην Ανατολική Ρωμυλία η πληθυσμιακή σύνθεση είχε ως εξής:
Βούλγαροι 537.231, 
Τούρκοι 174.759,
 Έλληνες 42.516, 
Αθίγγανοι 19.524, 
Εβραίοι 4.177, 
Αρμένιοι 1.306. 
Σύνολο 815.513 άτομα . 

Οι θρακικοί σύλλογοι αμφισβήτησαν τα δεδομένα της εν λόγω στατιστικής αναφορικά με τον αριθμό των Ελλήνων, ο οποίος κατά τους υπολογισμούς τους ανερχόταν σε 60.000 ψυχές .
 Ασφαλή δεδομένα δεν υπήρχαν για την Ανατολική Ρωμυλία.
Όπως και για τη Μακεδονία, διεξαγόταν ο πόλεμος της χαρτογραφίας και των στατιστικών.
 Κατά την αυστριακή στατιστική, οι Έλληνες ανέρχονταν σε 48.000 άτομα, κατά την αγγλική σε 53.000, κατά τη βουλγαρική σε 42.000, κατά τα δεδομένα της μητρόπολης Φιλιππουπόλεως σε 63.000, κατά την ελληνική κυβέρνηση σε 130.000.
Αν ως κριτήριο θεωρηθεί όχι μόνο η γλώσσα (αναμφίβολα υπήρχαν γλωσσικά εξελληνισμένοι Βούλγαροι και Γκαγκαούζοι) αλλά κυρίως η συνείδηση και η «εθνικοποίηση» της διάκρισης Εξαρχικός (Βούλγαρος) και Πατριαρχικός (Ελληνας), ο ελληνισμός δεν ξεπερνούσε τις 70.000-80.000 ψυχές και συνιστούσε μία αριθμητική μειονοψηφία που, μαζί με τους Τούρκους, αποτελούσε το 1/3 περίπου του συνολικού πληθυσμού του τόπου.

Ιδιαίτερα έντονη ήταν η παρουσία του στη  
Φιλιππούπολη (5.500 άτομα), στην  
Αγχίαλο (6.000 άτομα), στον  
Πύργο, στη Στενήμαχο (10.000 άτομα), στο  
Καβακλή (6.000 άτομα στην κωμόπολη και 11.848 άτομα στην επαρχία Καβακλή, δηλαδή στα χωριά Καρυές, Σιναπλή, Μέγα Μοναστήρι, Μικρό Μοναστήρι, Δογάνογλου, Τσικούρκοϊ), στη Μεσημβρία και στη Βάρνα (που δεν συμπεριλαμβανόταν, ωστόσο, στη διοικητική διαίρεση της Ανατολικής Ρωμυλίας) .
Αρχείο Συνδέσμου Ανατολικορωμυλιωτών Β. Ελλάδος

 Ο αστικός πληθυσμός ασχολούνταν κυρίως με το εμπόριο, την αλιεία, την παραγωγή αλατιού στις αλυκές, τη βιοτεχνία και γενικά τα ελεύθερα επαγγέλματα ενώ οι αγρότες με την αμπελουργία, την καπνοπαραγωγή και τη σηροτροφία .
Καθώς η ορθόδοξη χριστιανική βαλκανική αλληλεγγύη είχε πλέον απολέσει τη σημασία της και οι εθνοτικές συγκρούσεις ήταν αναπόφευκτες, το φλέγον ζήτημα για τον ελληνισμό δεν ήταν η διάδοση της πνευματικής του ακτινοβολίας στους αλλογλώσσους, αλλά η επιβίωσή του και η διατήρηση της ταυτότητάς του.

Ο υποπρόξενος Φιλιππουπόλεως Αθανάσιος Ματάλας, παρόλο που προδιέγραψε ζοφερό το μέλλον του ελληνισμού της Ανατολικής Ρωμυλίας, επεσήμανε ωστόσο την ανάγκη να αποτελέσει ένα αντιστάθμισμα έναντι των Βουλγάρων στη Μακεδονία.
Οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν είχαν καμιά αμφιβολία ότι ο ελληνισμός της Ανατολικής Ρωμυλίας θα απορροφούνταν από τον βουλγαρικό όγκο, αλλά εκτιμούσαν ότι η διαδικασία αφομοίωσης έπρεπε να δυσχεραίνεται και να χρησιμεύει ως διαπραγματευτικό όπλο της Ελλάδας για την επίτευξη μιας ελληνοβουλγαρικής συμφωνίας για κατανομή της Μακεδονίας σε ζώνες επιρροής.

Άποψη Καβακλή 1904
 Ο Δημήτριος Αργυριάδης, βουλευτής Καβακλή μετά τις εκλογές του 1881, σε έκθεσή του (2/15 Νοεμβρίου 1882) προς τον γενικό πρόξενο Φιλιππουπόλεως, Αρίστο Δρακόπουλο,

επεσήμανε ότι ο ελληνισμός της Ανατολικής Ρωμυλίας ήταν στην ουσία 
ο θρακικός ελληνισμός.

 Αν η Ελλάδα διεκδικούσε την Κωνσταντινούπολη, έπρεπε να έχει και μία ενδοχώρα και για τον λόγο αυτόν, όφειλε να δείξει το έμπρακτο ενδιαφέρον της, ενισχύοντας οικονομικά τις ελληνικές κοινότητες της Ανατολικής Ρωμυλίας.

«Οι εν Ανατολική Ρωμυλία Έλληνες, θεωρούντες εαυτούς ως αναπόσπαστα μέλη της μεγάλης οικογένειας, μεθ' όλην την ασθένειαν των εαυτών δυνάμεων αγωνίζονται μεν ίνα διατηρήσουν την ατομικότητα του εθνισμού αυτών παλαίοντες κατά της απορροφητικής ορμής τον βουλγαρισμού, όστις πολεμεί αυτούς φυλετικώς, πολιτικώς, κοινωνικώς και εμπορικώς, αλλ’ οι αγώνες αυτών οσημέραι χαλαρούνται, αι δυνάμεις αυτών εκλείπουν, διότι ουδείς ορέγει αυτοίς βοηθόν χείρα. 
Η σκληρά αύτη εγκατάλειψις είναι πολύ επιζημιωτέρα των δεινών προσβολών του σλαβισμού, διότι εξ αυτών μεν παράγεται ενίοτε παρά τοις Έλλησι το αίσθημα πείσμονος εγκαρτερήσεως, αλλ’ εκ της εγκαταλείψεως, εκ της απαρνήσεως αδελφών προς αδελφούς γεννώνται η απελπισία, η πτώσις, η καταστροφή, εάν δε η εγκατάλειψις :ντη εξακολουθήσει επίμικρόν είναι ζήτημα εάν ο ενταύθα ελληνισμός θα δυνηθή να διαφύγει την δύναμιν της έλξεως του βουλγαρικού όγκου. Ένεκα της απελπιστικής ταύτης θέσεως και αυτοί οι γενναιότεροι πατριώται ήρξαντο κλονιζόμενοι εν ταις πεποιθήσεσι αυτών περί αισιωτέρου εθνικού μέλλοντος, πάντα δε τα κοινά ενταύθα πράγματα ευρίσκονται εις χαλάρωσιν και εμποιούσιν ιπογοήτευσιν και εν ταις περιφερείαις, εν αις το ελληνικόν στοιχείον φαίνεται πωσδήποτε επικρατούν... Απέναντι τοιαύτης καταστάσεως... ύηριστόν καθήκον επιβάλλεται παντί φιλοπά- τριδι, ίνα ενεργήσει προς άρσιν ή τουλάχιστον προς περιορισμόν των παραγόντων αυτών αιτίων. Προ παντός όμως άλλου... θέλει συντελεσθεί η εντολή αντη υπό των τεταγμένων να ενεργώσιν υπέρ της προόδου του καθόλου ελληνισμού και ιδία υπό της Σεβαστής Κυβερνήσεως της αυτού Μεγαλειότητος, ην απολύτως ενταύθα εκ¬προσωπείτε. Εάν η Κυβέρνησις του Βασιλέως ευδοκήση, ίνα επέλθη αντιλήπτωρ των ενταύθα Ελλήνων, και συν τη ηθική αυτής αρωγή να χορηγήση υπέρ των εθνικών αυτών αναγκών και υλικήν τινά συνδρομήν, ουχί οίαν χορηγεί υπέρ των Βουλγάρων, ει και παντοδυνάμων όντων ενταύθα και μηδενός στερούμενων, η Ρωσσική κυβέρνησις, ή η Αυστριακή υπέρ της καθολικής προπαγάνδας, αλλά μικράν, αλλ’ ελαχίστην ως επί παραδείγματι ουχί ανωτέραν των τριάκοντα χιλιάδων δραχμών ετησίως, διανεμομένην διά του ενταύθα Γενικού Βασιλικού Προξενείου, καταφανή γενήσονται τα εκ της υλικής και ηθικής συνδρομής σωτήρια αποτελέσματα...».

Το ελληνικό κράτος δεν υπήρξε αδιάφορο απέναντι στις ελληνικές κοινότητες της Ανατολικής Ρωμυλίας και έστελνε χρηματική βοήθεια, αλλά όχι σε τακτά χρονικά διαστήματα. Δεν έλλειπαν όμως οι διενέξεις ανάμεσα στις κοινότητες, στον μητροπολίτη και στο Οικουμενικό Πατριαρχείο για τον δικαιούχο αποδέκτη της επιχορήγησης.

Σε κάθε περίπτωση, οι ελληνικοί ιθύνοντες κύκλοι είχαν επίγνωση του γεγονότος ότι η οικονομική συνδρομή απλά θα παρέτεινε τον χρόνο επιβίωσης του ντόπιου ελληνισμού. Ωστόσο, στα σχολικά εγχειρίδια της Ελλάδας γινόταν αναφορά στην Ανατολική Ρωμυλία.

 Κατά τη διάρκεια του αυτόνομου πολιτικού βίου της Ανατολικής Ρωμυλίας (1879-1885), οι Γενικοί Διοικητές, οι βουλγαρικής καταγωγής Αλέκος Βογορίδης 11879-1884) και Γαβριήλ Κρέστοβιτς (1884-1885), εφάρμοσαν μία πολιτική διακρίσεων σε βάρος του ελληνισμού της περιοχής.

Το Γενικό Διευθυντήριο, η κυβέρνηση της Ανατολικής Ρωμυλίας, αποτελούνταν αποκλειστικά από Βουλγάρους, η ελληνική γλώσσα παραγκωνιζόταν στον δημόσιο βίο, οι διοικητικές και δικαστικές θέσεις δίνονταν κυρίως στους Βουλγάρους ενώ στη συγκρότηση της πολιτοφυλακής, της χωροφυλακής και της αστυνομίας συμμετείχαν κατά κανόνα Βούλγαροι.

 Η πολιτική των Γενικών Διοικητών και του Γενικού Διευθυντηρίου για τη μείωση της επιρροής του ελληνικού στοιχείου κινήθηκε στους εξής άξονες:

1) Αναδιάταξη των διοικητικών και εκλογικών περιφερειών με αποκλειστικά εθνοτικά κριτήρια, ώστε να αποσπαστούν χωριά με ελληνική πλειοψηφία και να προστεθούν εκεί βουλγαρικά χωριά,

2) επιβολή υψηλής φορολογίας στον ελληνικό πληθυσμό, τόσο στον αγροτικό όσο και στον αστικό,

3) υφαρπαγή εκκλησιών και σχολείων.
Εφημερίδες Φιλιππούπολης 1906

Αν και οι πρώτες προσπάθειες των Βουλγάρων να υφαρπάσουν τον σταυροπηγιακό ναό της Αγίας Παρασκευής (Δεκέμβριος 1879) και το μοναστήρι της Αγίας Τριάδος (Μάιος 1881) στο Καβακλή απέτυχαν, ωστόσο δεν υπήρχε καμιά εγγύηση για το μέλλον .

 Ο κίνδυνος του εκβουλγαρισμού ήταν ορατός στις μικρές και απομονωμένες αγροτικές κοινότητες, όπου ήταν δύσκολη η λειτουργία ελληνικών σχολείων και υπήρχαν βουλγαρικά σχολεία ως αναγκαία εναλλακτική λύση.

 Οι αγροτικοί ελληνικοί πληθυσμοί ήταν περισσότερο ευάλωτοι στον εκβουλγαρισμό, όταν είχαν την αίσθηση της εγκατάλειψης και της αδιαφορίας από το ελληνικό κράτος.

 Στα αστικά κέντρα, όπου ο ελληνισμός ήταν οικονομικά εύρωστος, συμπαγής και η λειτουργία του εκπαιδευτικού συστήματος απρόσκοπτη, η αντίσταση στον εκβουλγαρισμό ήταν σθεναρότερη.

 Αλλά και εδώ, η παγίδα του εκβουλγαρισμού ήταν το δέλεαρ των μικτών γάμων που παρείχαν στις Ελληνίδες τη δυνατότητα πρόσβασης στην ανερχόμενη πολιτική ελίτ.

Βούλγαροι, αξιωματικοί κυρίως αλλά και πολιτικοί αργότερα (όπως ο Βασίλ Ραδοσλάβωφ), νυμφεύονταν Ελληνίδες καλών αστικών οικογενειών χωρίς προίκα.

Οι Έλληνες της Ανατολικής Ρωμυλίας, που υφίσταντο την πολιτική του εκβουλγαρισμού, επεσήμαναν την παγίδα των βουλγαρικών αιτημάτων για την εισαγωγή μεταρρυθμίσεων στη Μακεδονία, σύμφωνα με το άρθρο 23 της Συνθήκης του Βερολίνου.

Η στάση των βουλγαρικών παραγόντων έναντι του ελληνισμού της Ανατολικής Ρωμυλίας συνιστούσε προάγγελο και της τύχης του ελληνισμού της Μακεδονίας, αν η τελευταία αποκτούσε αυτόνομο καθεστώς, όπως επεδίωκαν οι Βούλγαροι.

Βουλγαρικές εξεγέρσεις μικρής εμβέλειας ξεσπούσαν στη Μακεδονία μετά το Συνέδριο του Βερολίνου. Προτεραιότητα, βέβαια, της βουλγαρικής εξωτερικής πολιτικής αποτελούσε η προσάρτηση της Ανατολικής Ρωμυλίας στη βουλγαρική ηγεμονία.
Bulgarian Secret Central Revolutionary Committee:
Kosta Panitsa, Ivan Stoyanovich , Zahari Stoyanov, Ivan Andonov, and Dimitar Rizov.

Στις 10 Φεβρουάριου του 1885 ιδρύθηκε στη Φιλιππούπολη η οργάνωση
 «Βουλγαρική Μυστική Επαναστατική Κεντρική Επιτροπή», 
που έθεσε ως άμεσο στόχο της την ένωση της Ανατολικής Ρωμυλίας με τη Βουλγαρία.

Υποεπιτροπές της οργάνωσης συγκροτήθηκαν σε ολόκληρη την Ανατολική Ρωμυλία, διοργανώθηκαν συλλαλητήρια ενώ μέσω των βουλγαρικών εφημερίδων της Ανατολικής Ρωμυλίας εκλαϊκεύθηκε η ιδέα της ένωσης και αποκαταστάθηκαν επαφές με βουλγαρομακεδονικούς κύκλους της βουλγαρικής ηγεμονίας.
Γραμματόσημα σε τρεις γλώσσες,
Ελληνική-Βουλγαρική-Τουρκική
και τίτλος ιδιοκτησίας της
 Αυτόνομης Ανατολικής Ρωμυλίας
 1879-1885

Η παμβουλγαρική εθνική υπόθεση απέκτησε νέα δυναμική.

 Με την ευκαιρία της εβδόμης επετείου της υπογραφής της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου, Βούλγαροι υπάλληλοι της Στενημάχου προσκάλεσαν Βουλγάρους περίοικους από τα γειτονικά χωριά και διοργάνωσαν συλλαλητήριο στη βουλγαρική συνοικία της πόλης, διαμαρτυρόμενοι για την καταπίεση των Βουλγάρων της Μακεδονίας, που αποτελούσαν τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού της, όπως ισχυρίζονταν.

Επειδή η εκδήλωση αποσκοπούσε και στο να αποδείξει ότι η Στενήμαχος είχε ήδη εκβουλγαρισθεί, οι τοπικοί φορείς, με επικεφαλής τον βουλευτή Σωτήριο Αντωνιάδη, διοργάνωσαν αντισυλλαλητήριο στο Κεντρικό Παρθεναγωγείο με τη συμμετοχή 4.000 Ελλήνων και όλων των Οθωμανών της πόλης.

 Στον φλογερό του λόγο ο Αντωνιάδης στιγμάτισε τη βουλγαρική προπαγάνδα,
η οποία χαρακτήριζε τη Μακεδονία «ως βουλγαρική χώρα», αναφέρθηκε στους Ελληνες και τους Οθωμανούς που αποτελούσαν την πλειοψηφία και κάλεσε τις Μεγάλες Δυνάμεις να μη δώσουν την παραμικρή προσοχή στις φαντασιώσεις των Βουλγάρων, οι οποίοι εκμεταλλεύθηκαν την αυτονομία της Ανατολικής Ρωμυλίας για την καταδυνάστευση των μειονοψηφιών.

Στο πνεύμα του λόγου του Αντωνιάδη, συντάχθηκε στα γαλλικά και το σχετικό ψήφισμα που υποβλήθηκε στους προξένους των Μεγάλων Δυνάμεων και στον Γενικό Διοικητή.

Τα βασικά σημεία του ψηφίσματος σε ελληνική μετάφραση ήταν τα ακόλουθα:

 «1) Ενδιαφερόμενοί περί της τύχης της Μακεδονίας, ως οικουμένης το πλείστον υπό Ελλήνων και Οθωμανών, διαμαρτρόμεθα κατά των πανσλανϊστικών ραδιουργιών και υποκινήσεων των τεινουσών εις το να διαπιστωθή παρά τη κοινή γνώμη της Ευρώπης, ότι η Μακεδονία είνε χώρα βουλγαρική, και αποκρούομεν μετ’ αγανακτήσεως τα υπό των Βουλγάρων μετερχόμενα μέσα, λόγω μεν προς βελτίωσιν δήθεν της τύχης των κατοίκων της Μακεδονίας, πράγματι δε προς εξυπηρέτησιν δολίων πολιτικών σκοπών και ξένων συμφερόντων.

 2) Διαμαρτυρόμεθα κατά της αποφάσεως της ληφθείσης εν τη απόπειρα συγκροτήσεως συλλαλητηρίου υπό περίοικων τινών Βουλγάρων χωρικών εν τίνι αποκέντρω προαστείω της ελληνικωτάτης ημών πόλεως εν ονόματι δήθεν των κατοίκων Στενημάχου. 

3) Εκφράζομεν την βαθείαν ημών λύπην επί ταις προσβολαίς και ταις ύβρεσιν ταις απευθυνθείσας υπό των Βουλγάρων εν τοις συλλαλητηρίοις και διαδηλώσεσιν αυτών κατά των Ελλήνων και των Οθωμανών, κατά της κυριαρχίας του Σουλτάνου και των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων.

 4) Παρακαλούμεν τας Δυνάμεις συνυπογραιράσας την συνθήκην του Βερολίνου, ίνα εν τη ευθυδικία αυτών επιβάλωσιν την πίστην εφαρμογήν του Οργανικού νόμου της Ανατολικής Ρωμυλίας, του αναφανδόν καταπατουμένου υπ’ αυτών εκείνων, οίτινες συγκροτούντες ενταύθα συλλαλητήριον υπέρ των εν Μακεδονία Βουλγάρων, απαιτούσιν την εισαγωγήν δήθεν φιλελευθέρων θεσμών εν Μακεδονία ...» .

 Ως αντίδραση στη συμμετοχή Βουλγάρων της Ανατολικής Ρωμυλίας στις εορταστικές εκδηλώσεις στη Σόφια για τα 1.000 χρόνια από τον θάνατο του Μεθοδίου, ενέργεια που σημειολογικά υποδήλωνε τις βουλγαρικές διεκδικήσεις επί της Μακεδονίας,
οι Ελληνες της Ανατολικής Ρωμυλίας αποφάσισαν να εορτάσουν επιδεικτικά την ονομαστική εορτή του βασιλέως Γεωργίου. 

Με τη σύμφωνη γνώμη του γενικού προξένου, Νικόλαου Γεννάδη, σημαιοστόλισαν το απόγευμα της 22ας Απριλίου 1885 τις οικίες και τα καταστήματα.

Η πατριωτική αυτή κίνηση των Ελλήνων προκάλεσε την οργισμένη αντίδραση του βουλγαρικού όχλου, ο οποίος «ήρξατο επιτιθέμενος αδιακρίτως κατά παντός Έλληνας το έθνος και διερχόμενος ανά πάσας τας ελληνικός συνοικίας έθραυε και κατέστρεφε παν το προυτυχόν, καθυβρίζων βαναύσως και αγενώς τψ ψετέραν εθνότητα, το δε χείριστον είναι ότι πάσαι αι βιοπραγίαι αύται διεπράττοντο τη προστασία και συγκαλήψει των οργάνων της διοικήσεως και της δψοσίας δυνάμεως ...».

Την επόμενη μέρα, λόγω της αστυνομικής διαταγής που απαγόρευσε κάθε συλλαλητήριο, οι Ελληνες υπέστειλαν τις σημαίες αλλά τα έκτροπα του βουλγαρικού όχλου, με την ανοχή των τοπικών αρχών, συνεχίζονταν με αμείωτη ένταση.

 Οι διαδηλωτές πολιόρκησαν τη μητρόπολη Φιλιππουπόλεως με απειλητικές διαθέσεις. Ο Γεννάδης ζήτησε την υποστήριξη του Άγγλου προξένου ο οποίος, παρά την κωλυσιεργία του Ρώσου συναδέλφου του, κατάφερε τελικά να πείσει τον Γενικό Διοικητή, Γαβριήλ Κρέστεβιτς, να εξαναγκάσει τους διαδηλωτές να άρουν την πολιορκία της μητρόπολης.
Το εθνοτικό μίσος καλλιεργούνταν έντεχνα από τη «Βουλγαρική Κεντρική Μυστική Επαναστατική Επιτροπή» με την ενθάρρυνση των ίδιων των κρατικών αρχών.

Ήταν η εθνικιστική έξαρση των Βουλγάρων εν όψει των προετοιμασιών για την ένωση της Ανατολικής Ρωμυλίας με τη βουλγαρική ηγεμονία. Η ταν ένα κίνημα που ξεκίνησε από τη βάση, αλλά, καθώς η ιδέα της ένωσης είχε ήδη ωριμάσει στη συνείδηση της πολιτικής ηγεσίας, οι αντιστάσεις ήταν μηδαμινές.
Επίσης, η διεθνής συγκυρία δεν ήταν δυσμενής. Αμφιβολίες υπήρχαν ίσως για τη στάση της Ρωσίας. Τα γεγονότα της προσάρτησης της Ανατολικής Ρωμυλίας (6/19 Σεπτεμβρίου 1885) έχουν αποτελέσει αντικείμενο αναλυτικής έρευνας από τους Βουλγάρους ιστορικούς.
Η ελληνική κυβέρνηση Δηλιγιάννη, η οποία φοβόταν βουλγαρική εξέγερση στη Μακεδονία στον απόηχο του βουλγαρικού πραξικοπήματος της Φιλιππούπολης, εξέταζε δύο σενάρια:

1) Η Οθωμανική Αυτοκρατορία να εισβάλει στην Ανατολική Ρωμυλία και να αποκαταστήσει την τάξη. Στην περίπτωση αυτή, η Ελλάδα θα στήριζε διπλωματικά την Οθωμανική Αυτοκρατορία.

2) Εισβολή της Ελλάδας στη Μακεδονία ή στην Η πείρο, με σκοπό τη διεκδίκηση εδαφών, ως αντιστάθμισμα σε περίπτωση που οι Μεγάλες Δυνάμεις αποδέχονταν το βουλγαρικό πραξικόπημα. Εδώ τέθηκε ζήτημα στρατιωτικής συνεργασίας της Ελλάδας με τη Σερβία κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
 Σύντομα, ωστόσο, έφτασαν βάσιμες πληροφορίες στην Αθήνα από τη Σόφια ότι η βουλγαρική κυβέρνηση του Πέτκο Καραβέλωφ και ο ηγεμόνας Αλεξάντερ Μπάτενμπεργκ σε καμία περίπτωση δεν σχέδιαζαν να προκαλέσουν εξέγερση στη Μακεδονία, διότι προείχε η διεθνής αναγνώριση της ένωσης της Ανατολικής Ρωμυλίας με τη βουλγαρική ηγεμονία.

Η μεταβολή των σερβικών σχεδίων, η κήρυξη πολέμου από τη Σερβία κατά της Βουλγαρίας για την κατάληψη στρατηγικών σημείων, ώστε να ελέγχεται η Σόφια, και η επακόλουθη συντριπτική ήττα της Σερβίας κατέστησαν άνευ περιεχομένου κάθε πολεμικό σχέδιο της Αθήνας για εισβολή στην Ηπείρο ή στη Μακεδονία, από τη στιγμή που και οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν ενέκριναν πολεμικές επιχειρήσεις.
Η κυβέρνηση Δηλιγιάννη συντηρούσε μια πολεμική ατμόσφαιρα στην Ελλάδα, ελπίζοντας ότι οι Μεγάλες Δυνάμεις κατά τον οριστικό διακανονισμό του βουλγαρικού ζητήματος θα λάμβαναν υπόψη τα ελληνικά αιτήματα.
 Με την υπογραφή της σύμβασης του Τοπχανέ έληξε ο λεγόμενος «ψευτοπόλεμος του Δηλιγιάννη». Η σύμβαση του Τοπχανέ (5 Απριλίου του 1886) προέβλεπε την προσωπική ένωση της Ανατολικής Ρωμυλίας με τη βουλγαρική ηγεμονία ενώ ο ηγεμόνας της Ανατολικής Ρωμυλίας θα εκτελούσε ταυτόχρονα και χρέη Γενικού Διοικητού, καταβάλλοντας τον φόρο υποτέλειας στην Υψηλή Πύλη.

 De jure η Ανατολική Ρωμυλία παρέμεινε οθωμανική επαρχία, αλλά η Υψηλή Πύλη δεν είχε το δικαίωμα να διατηρεί εκεί στρατό.
 Η Ρωσία, που στην ουσία ήταν κατά του ηγεμόνα Αλεξάντερ Μπάτενμπεργκ λόγω της ανεξάρτητης πολιτικής του και όχι κατά της ένωσης, επέβαλε στην πράξη της προσωπικής ένωσης της σύμβασης του Τοπχανέ να μη μνημονευθεί το όνομα του Μπάτενμπεργκ.
Η Ρωσία στήριξε τη βουλγαρική ηγεμονία στο ζήτημα της προσάρτησης της Ανατολικής Ρωμυλίας, αλλά είχε θέσει ως όρο την απομάκρυνση του Μπάτενμπεργκ και την ανάκτηση της επιρροής της στη Βουλγαρία.

Ο βουλγαρικός πολιτικός κόσμος και το στράτευμα διχάστηκαν σε Ρωσόφιλους και φιλοδυτικούς Ρωσόφοβους. Μετά την παραίτηση του Μπάτενμπεργκ, λόγω έντονων ρωσικών πιέσεων, και την απόρριψη από τη βουλγαρική Μεγάλη Εθνοσυνέλευση του υποψηφίου της Ρωσίας για την ηγεμονία της Βουλγαρίας, του Γεωργιανού πρίγκιπα Νικόλα Μιγκριέλι, διακόπηκαν για δέκα περίπου χρόνια οι ρωσοβουλγαρικές διπλωματικές σχέσεις.
Μετά από μια μεγάλη περιπέτεια για την εξεύρεση ηγεμόνα, τελικά σε βουλγαρική αντιπροσωπεία που μετέβη στη Βιέννη προτάθηκε ως ηγεμόνας ο πρίγκιπας του Κοβούργου της Σαξωνίας, Φερδινάνδος.

Η βουλγαρική Μεγάλη Εθνοσυνέλευση ενέκρινε τον Ιούνιο του 1877 την υποψηφιότητα του Φερδινάνδου, ο οποίος τον Αύγουστο του ίδιου έτους έφτασε στη Βουλγαρία. Η εκλογή του Φερδινάνδου δεν εξασφάλισε την επιδοκιμασία της Βουλγαρίας από την Υψηλή Πύλη και τις Μεγάλες Δυνάμεις.
Για 9 περίπου χρόνια παρέμενε μία συμβολική φιγούρα στη διεθνή πολιτική σκηνή, χωρίς να μπορεί να υπογράφει διεθνείς συμφωνίες και να δέχεται ξένους ηγέτες.
Στην πολιτική σκηνή της Βουλγαρίας κυριαρχούσε η μορφή του πρωθυπουργού Στέφαν Σταμπουλώφ (1887-1894), ηγέτη του Λαϊκο-Φιλελεύθερου Κόμματος.
Ο Σταμπουλώφ ακολούθησε μια δυτικόφιλη εξωτερική πολιτική και στράφηκε κυρίως προς την Αυστρο-Ουγγαρία και την Αγγλία.
Από οικονομική άποψη, η Βουλγαρία επιτέλεσε σημαντική πρόοδο. Με την κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής Τσάριμπροντ-Βακαρέλ ολοκληρώθηκε η σιδηροδρομική σύνδεση της Βιέννης με την Κωνσταντινούπολη που εγκαινιάστηκε επίσημα στις 12 Αυγούστου 1888.

 Η Βουλγαρία εισήλθε στην ευρωπαϊκή αγορά και αυστριακό κεφάλαιο διείσδυε στη χώρα.
 Το 1891 εγκαινιάστηκε η σιδηροδρομική γραμμή Γιάμπολ- Πύργου και καταστρώθηκαν σχέδια για την κατασκευή των λιμανιών του Πύργου και της Βάρνας.
Λόγω των εμπορικών ευκαιριών που παρείχαν η σιδηροδρομική σύνδεση της Βιέννης με την Κωνσταντινούπολη, η σιδηροδρομική σύνδεση του εσωτερικού της Ανατολικής Ρωμυλίας με τα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας και η ατμοπλοία του Δούναβη, στην Ανατολική Ρωμυλία παρατηρήθηκε ένα νέο μεταναστευτικό ρεύμα Ελλήνων υπηκόων.
Η σταδιακή ανάπτυξη των βουλγαρικών λιμανιών του Πύργου και της Βάρνας και το εκτενές εσωτερικό σιδηροδρομικό δίκτυο της Βουλγαρίας ευνοούσαν τις ελληνικές εμπορικές δραστηριότητες με σημείο εκκίνησης τον Πειραιά, τη διέλευση των Στενών με ατμόπλοια, την προσάραξη στον Πύργο και τη διακίνηση των προϊόντων στο εσωτερικό της Βουλγαρίας.

 Ελληνες υπήκοοι, που ασχολούνταν με το εμπόριο, δραστηριοποιούνταν κατά μήκος της γραμμής Πύργου-Βάρνας . Παρά την απουσία επί του παρόντος αρκετών διαθέσιμων στοιχείων, πιστοποιείται από διάσπαρτες πηγές και η μετανάστευση Ελλήνων από τη Δυτική Μακεδονία στην Ανατολική Ρωμυλία, λόγω των παρεχόμενων οικονομικών ευκαιριών.

Stefan Stambolov
Стефан Стамболов
Μετά την προσάρτηση της Ανατολικής Ρωμυλίας ο Βούλγαρος πρωθυπουργός Στέφαν Σταμπουλώφ είχε δύο βασικούς στόχους,
 την ήπια αφομοίωση του ελληνισμού της Ανατολικής Ρωμυλίας
 και τη διείσδυση της Βουλγαρίας στη Μακεδονία για την προώθηση του εκπαιδευτικού και εκκλησιαστικού ρόλου της Εξαρχίας, 
ώστε να ενισχυθεί το βουλγαρικό στοιχείο της Μακεδονίας, 
η οποία θα έπεφτε σαν «ώριμος καρπός» στα χέρια της Βουλγαρίας.

Ετσι, ο Σταμπουλώφ επιδίωκε την καλλιέργεια φιλικών σχέσεων της Βουλγαρίας με την Οθωμανική Αυτοκρατορία και απέκλειε κάθε επαναστατική δραστηριότητα στη Μακεδονία.

 Ως επιτυχία της πολιτικής του μπορεί να θεωρηθεί η έκδοση δύο σουλτανικών βερατιών για την εγκατάσταση εξαρχικών επισκόπων στα Σκόπια και την Αχρίδα το 1890 και άλλων δύο για τα Βελεσσά και το Νευροκόπι το 1894.

Ο ελληνισμός της Ανατολικής Ρωμυλίας υπέστη εντονότερα τη βουλγαρική πίεση μετά το βουλγαρικό πραξικόπημα του Σεπτεμβρίου του 1885.

Τον Αύγουστο του 1887, μετά την εκλογή του Φερδινάνδου ως ηγεμόνα της Βουλγαρίας, με απόφαση του νομάρχη του Χασκόβου εισήχθη η βουλγαρική ως γλώσσα διδασκαλίας στα τοπικά ελληνικά σχολεία. 

Τον Μάιο του 1890 απελάθηκε ο μητροπολίτης Αγχιάλου Σωφρόνιος, με τη δικαιολογία ότι δήθεν δεν ήταν αρεστός στο ποίμνιό του.
 Τον Ιανουάριο του ίδιου έτους καταλήφθηκε η ελληνική εκκλησία της Αγίας Φωτεινής στο χωριό Δερμένδερε, που είχε μετονομαστεί σε Φερδινάνοβο. 
Τον Σεπτέμβριο του 1890 καταλήφθηκαν οριστικά τα ελληνικά σχολεία και ο ιερός ναός του Χασκόβου, τον Μάρτιο του 1891 έκλεισε οριστικά η ελληνική σχολή του Κάτω Αρβανιτοχωριού και τον Ιούνιο του ίδιου έτους υφαρπάχθηκε η εκκλησία του Αγίου Αθανασίου της Στενημάχου. 

Τον Μάιο του 1894 καταλήφθηκε η πλούσια μονή Μπατσκόβου και κατασχέθηκαν τα κτήματά της . Σχολικός νόμος του 1891 όριζε ότι η στοιχειώδης εκπαίδευση των Ελληνοπαίδων όφειλε να γίνεται στη βουλγαρική γλώσσα και ότι οι δάσκαλοι έπρεπε να είναι βουλγαρικής εθνικότητας και πτυχιούχοι ανώτερων βουλγαρικών σχολών.
Λόγω της σθεναρής αντίδρασης της Ελλάδας, η οποία ήταν αποφασισμένη να φέρει το θέμα στις Ευρωπαϊκές Δυνάμεις, ανεστάλη η εφαρμογή του νόμου.
Ο νόμος όμως παρέμεινε σε ισχύ και οι μετέπειτα κυβερνήσεις προσπάθησαν να τον εφαρμόσουν .

Οι Έλληνες της Ανατολικής Ρωμυλίας επεσήμαναν με μεγαλύτερη έμφαση ότι δεν υπήρχε βάση συνεννόησης μεταξύ της Ελλάδας και της Βουλγαρίας.

Η βουλγαρική ρητορική για την αυτονομία της Μακεδονίας ήταν στην ουσία παραπλανητική, όπως απέδειξε το προηγούμενο της Ανατολικής Ρωμυλίας. Συνεπώς, κάθε βουλγαρική πρωτοβουλία για ελληνοβουλγαρική συνεννόηση έπρεπε να αντιμετωπίζεται με καχυποψία.

 Όταν τον Απρίλιο του 1890, σε μια κρίσιμη φάση του Κρητικού Ζητήματος, ήρθε στην Αθήνα ο Γκεόργκυ Βούλκοβιτς, ο διπλωματικός πράκτορας της Βουλγαρίας στην Κωνσταντινούπολη, και ο ελληνικός τύπος έγραφε για την ανάγκη συγκρότησης μιας βαλκανικής συμμαχίας σε αντιτουρκική βάση, οι Ελληνες της Φιλιππούπολης τόνιζαν ότι δεν υπήρχαν προϋποθέσεις μιας ελληνοβουλγαρικής συνεννόησης, όσο η θέση των Ελλήνων της Ανατολικής Ρωμυλίας καθίστατο δυσχερέστερη.

«Δυστυχώς εν Ελλάδι δεν υπάρχονσι Βούλγαροί καί βουλγαρικαί κοινότητες, καθώς εν Βουλγαρία υπάρχουσιν τοιαύται ελληνικαί, όπως είνε δυνατόν να κριθή η συμπεριφορά των Ελλήνων καί της ελληνικής Κυβερνήσεως προς τους συμπολίτας αυτών Βουλγάρους. Ενταύθα όμως πώς συμπεριφέρονται οι Βούλγαροι και η Κυβέρνησις των προς τους συμπολίτας αυτών Έλληνας; 

Βεβαίως δεν έχωμεν την μωράν απαίτησιν να είμεθα ενταύθα προνομιούχοι, καταδικασθέντες δε υπό της μαύρης ημών μοίρας να ζώμεν απεσπασμένοι της μητρός πατρίδος αναγκαίως υποχρεούμεθα να συμμερισθώμεν τας τύχας της χώρας ταύτης, αληθώς δεν υπάρχει νομοταγέστερον στοιχείον του ελληνικού εν τη νέα ταύτη καταστάσει των πραγμάτων. 
Αλλά πώς συμπεριφέρονται προς ημάς οι Βούλγαροι; 
Θεωρούμενοι ως εχθροί υποφέρομεν τα πάνδεινα, πάντα δε τα βάρη και τας υποχρεώσεις υφιστάμεθα βαρύτερα πάντων. Αλλ’ ανεξαρτήτως αυτών, αίτινες επί τέλους φέρουσιν την χροιάν του νόμου, ήρξαντο ήδη παραβιάζοντες και την συνείδησιν των Ελλήνων, μάρτυς δε τούτου το επεισόδιον της αρπαγής του ναού της ελληνικής κοινότητας Δεϊρμένδερε ή Φερδινάδοβο, ως επ’ εσχάτων εβαπτίσθη.... Κατόπιν τοιαύτης ακατανομάστου συμπεριφοράς το κηρύσσειν ιδέας ομοσπονδίας και συνεννοήσεως είνε όλως γελοίον... Αφού δε παν ατύχημα των ενταύθα Ελλήνων δεν δύναται αλλ’ ή να έχει τον αντίκτυπον του εν τη ελευθέρα Ελλάδι, πώς έχουν το θάρρος οι Βούλγαροι να προτείνουσιν ημίν συμβιβασμούς και συνεννοήσεις; 
Εάν αληθώς επεθύμουν να συγκεράσωσιν ολίγον τον ακράτητον αυτών μισελληνισμόν, ώφειλον τουλάχιστον να μη παραβιάζωσιν τας συνειδήσεις των, και να αποστερώσιν αυτούς της εκπληρώσεως των θρησκευτικών αυτών καθηκόντων κατά τας επισψοτάτας των εορτών του χριστιανισμού...».


Οι Ελληνες της Φιλιππούπολης δικαιώθηκαν αναφορικά με τις προβλέψεις τους.
 Ο Βοΰλκοβιτς επισκέφθηκε την Αθήνα φαινομενικά για να προτείνει στον Τρικοΰπη τη συγκρότηση μιας ελληνοβουλγαρικής ή διαβαλκανικής συμμαχίας, στην ουσία όμως για να σχηματίσει μια εικόνα για την οικονομική και στρατιωτική κατάσταση του ελληνικού κράτους και για την ετοιμότητά του να αντιδράσει δυναμικά, αν η Υψηλή Πΰλη εξέδιδε βεράτια για εξαρχικούς επισκόπους στα Σκόπια και στην Αχρίδα.

 Οι πληροφορίες που κόμισε ο Βούλκοβιτς στην Υψηλή Πύλη και στη Σόφια, έδιναν την εικόνα μιας Ελλάδας ανίσχυρης από οικονομική και στρατιωτική άποψη, ενός ευκατοφρόνητου αντίπαλου στη Μακεδονία.

Συνεπώς, η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να αποτελέσει απειλή για την Οθωμανική Αυτοκρατορία, αν η τελευταία εξέδιδε βεράτια για Βουλγάρους επισκόπους στην Αχρίδα και στα Σκόπια .

Για την επιβίωση του ελληνισμού της Ανατολικής Ρωμυλίας κρινόταν απαραίτητη μια ελληνοβουλγαρική συνεννόηση στη βάση της άρσης του βουλγαρικού σχίσματος και της οροθέτησης μιας διαχωριστικής γραμμής μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων στη Μακεδονία. 

Τα έσχατα όρια των ελληνικών διεκδικήσεων στον βορρά ήταν το Νευροκόπι, το Μελένικο, η Στρώμνιτσα, το Μοναστήρι και η Αχρίδα.

Αν η οροθετική αυτή γραμμή γινόταν αποδεκτή από τη βουλγαρική πλευρά, τότε η άρση του σχίσματος θα ήταν εφικτή υπό τον όρο ότι ο  Εξαρχος θα εγκαθίστατο στη Σόφια και η δικαιοδοσία του θα περιοριζόταν στη βουλγαρική ηγεμονία και στην Ανατολική Ρωμυλία.

 Η Μακεδονία θα παρέμενε στη δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως αλλά οι περιοχές βόρεια του Νευροκοπίου, του Μελενίκου, της Στρώμνιτσας και της Αχρίδας θα αναγνωρίζονταν ως βουλγαρική ζώνη και νότια ως ελληνική.

 Στις μικτές επαρχίες της Ανατολικής Ρωμυλίας και της Μακεδονίας, ανεξαρτήτως ζώνης, θα αναγνωριζόταν η χρήση της ελληνικής και της βουλγαρικής γλώσσας στα σχολεία και στις εκκλησίες.

Μια τέτοια λύση θα εξασφάλιζε τους Ελληνες της Ανατολικής Ρωμυλίας και θα οροθετούσε τα ελληνοβουλγαρικά συμφέροντα στη Μακεδονία .
 Αλλά για τα βαλκανικά δεδομένα στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα, οι προσδοκίες αυτές των ελληνικών κύκλων φάνταζαν ουτοπικές. Η υπαγωγή των ελληνικών κοινοτήτων της Ανατολικής Ρωμυλίας στην Εξαρχία απέκλειε προκαταβολικά τη διατήρηση της εθνικής και πολιτισμικής ταυτότητας των Ελλήνων, καθώς η Εξαρχία συνιστούσε τον κύριο μοχλό του εκβουλγαρισμού.

 Καθώς η βουλγαρική εκκλησιαστική και εκπαιδευτική διείσδυση στη Μακεδονία είχε μια δυναμική, ο Εξαρχος σε καμία περίπτωση δεν εμφανιζόταν πρόθυμος να θυσιάσει τους επισκόπους του στη Μακεδονία, να εγκαταλείψει την Κωνσταντινούπολη και να εγκατασταθεί στη Σόφια.

Για να αποφύγουν τη στράτευση στον βουλγαρικό στρατό, οι νέοι της Ανατολικής Ρωμυλίας είχαν θεωρητικά τη δυνατότητα να αποκτήσουν την ελληνική υπηκοότητα υπηρετώντας στο ελληνικό στράτευμα, σύμφωνα με ελληνοβουλγαρικές συμβάσεις του 1885 και του 1893. 

Κατά κανόνα, οι Ελληνες της περιοχής ακολουθούσαν τη νόμιμη οδό για την απόκτηση της ελληνικής υπηκοότητας. 
Υπηρετούσαν στον ελληνικό στρατό και αποκτούσαν με νόμιμες διαδικασίες την ελληνική υπηκοότητα. 
Αυτό ίσχυε για τους Αγχιαλίτες και κυρίως για τους Στενημαχίτες, που διατηρούσαν στενές επαφές με την Αθήνα. 

Αλλά δεν έλειπαν και Ελληνες που έναντι αμοιβής εφοδιάζονταν με ψευδείς βεβαιώσεις από τα ελληνικά προξενεία.
Από την άλλη πλευρά, οι βουλγαρικές αρχές αμφισβητούσαν την ελληνική υπηκοότητα και αυτών που την απέκτησαν νόμιμα, προχωρώντας σε αναγκαστική στρατολόγηση .
Μετά την εκλογική ήττα του Σταμπουλώφ το 1894, την ανάληψη της εξουσίας στη Βουλγαρία από τους Ρωσόφιλους, την αποκατάσταση των ρωσοβουλγαρικών διπλωματικών σχέσεων και τη διεθνή αναγνώριση του Φερδινάνδου ως ηγεμόνα της Βουλγαρίας (1896), το Μακεδονικό Ζήτημα κατείχε κεντρική θέση στην εξωτερική πολιτική των βουλγαρικών κυβερνήσεων.

Επρόκειτο για την έναρξη της ένοπλης φάσης του.

Η Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση (ΕΜΕΟ)VMRO, που ιδρύθηκε το 1893 στη Θεσσαλονίκη από Βουλγάρους διανοουμένους, και το Ανώτατο Μακεδονικό Κομιτάτο, που δημιουργήθηκε το 1895 στη Σόφια από στρατιωτικούς βουλγαρομακεδονικούς κύκλους, ήταν στην ουσία οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.

 Επιδίωκαν την αυτονομία της Μακεδονίας, ως μέσο προσάρτησής της στη Βουλγαρία, με την ανάληψη ένοπλης δράσης.

 Η αποστολή ένοπλων σωμάτων στη Μακεδονία, η καταδίωξη του πατριαρχικού κλήρου και των Ελλήνων δασκάλων, ο εξαναγκασμός των Πατριαρχικών να προσχωρήσουν στην Εξαρχία, οι συμπλοκές με τον οθωμανικό στρατό ήταν πλέον πάγια τακτική της ΕΜΕΟ.

Οι Ελληνες της Ανατολικής Ρωμυλίας παρακολουθούσαν με ανησυχία την υιοθέτηση δυναμικής πολιτικής της Βουλγαρίας στο Μακεδονικό και με ιδιαίτερη ευαισθησία αντιμετώπιζαν τη δράση της Εθνικής Εταιρείας στην Ελλάδα, ως μια προσπάθεια ανασύνταξης των δυνάμεων του ελληνισμού, μετά τη χρεοκοπία του 1893, για την επίτευξη των εθνικών στόχων στη Μακεδονία και στην Κρήτη.

 Το γεγονός ότι η Εθνική Εταιρεία αυτοπαρουσιαζόταν ως μία νέα Φιλική Εταιρεία με μια αόρατη αρχή προσέδιδε στην όλη υπόθεση έναν μυστικιστικό χαρακτήρα.

 Οι Ελληνες της Ανατολικής Ρωμυλίας, θεωρώντας ότι αποτελούσαν ένα ενιαίο εθνικό σύνολο με τους Ελλαδίτες, ίδρυσαν παράρτημα της Εθνικής Εταιρείας στην Αγχίαλο . 
Η προσφορά τους συνίστατο είτε σε οικονομική ενίσχυση είτε στην αποστολή εθελοντών.

Σε επιστολή τους στις 8 Μαρτίου του 1897 προς τον (άγνωστο) πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου της Εθνικής Εταιρείας στην Αθήνα, τα ιδρυτικά μέλη του παραρτήματος της Εθνικής Εταιρείας στην Αγχίαλο τόνιζαν χαρακτηριστικά:

«Μετά πατριωτικού ενδιαφέροντος παρακολονθούντες εν ταις εφψερίσι τας ενεργείας της τότε και ννν ΑΟΡΑΤΟΥ Υμών ΑΥΝΑΜΕΩΣ, δεν ήτο δννατόν να μη εξηγείρετο και εν ημίν αίσθημα ιερού ενθουσιασμού, και διά τούτο πριν ακόμη δημοσιεyθεί η την ανάστασιν του Γένους ευαγγελιζομένη Υμετέρα ΠΡΟΚΗΡΥΞΙΣ, δύο εξ ημών, εν αδελφικώ πνεύματι ενωθέντες, ανελάβομεν δί εράνων να προσέλθωμεν αρωγοί εις το Υμέτερον Πανελλήνιον έργον, υπό το πρόσχημα συνδρομής υπέρ των απόρων γυναικοπαιδών της Κρήτης, διότι το ενταύθα έδαφος δεν είναι πρόσφορον προς εκδήλωσιν άλλου προορισμού των συνδρομών. 
Το προϊόν της τότε εισπράξεως παρά των ενταύθα διδασκάλων και των πέριξ κωμών, συμποσούμενον εις χρυσά φράγκα 200, επέμψαμεν εις τον εν Βουκουρεστίω κ. Σ (Σίμο, εκδότη της εφημερίδος Πατρίς, ΣτΣ), με την παράκλησιν και εντολήν όπως εμβάση ταύτα Υμίν αρμοδίως. 
Ελάβομεν  απόκρισιν αυτού από της 1 ης Δεκεμβρίου παρελθόντος έτους, ότι ο ψέτερος εκείνος έρανος ελήφθη και κατετέθη εν τω ταμείω τον υπό την προεδρίαν αυτού Τμήματος. Αύτη η αρχή της ενεργείας ημών, αφανής, μικρά, όσον μικρά και περιωρισμένη και η κοινωνική ημών θέσις. Αλλ’ αν βαλαντίου μεγάλου και πλήρους στερούμεθα, όπως γενναίον τι προσφέρωμεν επί του βωμού της φίλης Πατρίδος, πεποίθαμεν όμως ότι εδέχεσθε και το ελάχιστον της φίλης Πατρίδος, πεποίθαμεν όμως ότι θα εδέχε- σθε και το ελάχιστον τούτο προϊόν των ημετέρων ενεργειών ως τεκμήριον του υπέρ του Ιερού Υμών έργον κατέχοντες ημάς ενθουσιασμού, τον οποίον και δί αρθριδίου εν τη «Πατρίδι» (ελληνική εφημερίδα του Βουκουρεστίου, ΣτΣ) δημοσιευθέντος εξεδηλώσαμεν, την φωνήν εν τη ιστορική πλέον προκηρύξει Υμών ως Φωνήν τον Ελληνισμού αναγράψαντες. Ηγαπώμεθα λοιπόν και πριν γνωρισθώμεν, τολμώμεν ειπείν, ότι, και εκ των άλλωνμνρίων στομάτων τον Ελληνισμού, η αντή σεβασμού και αγάπης φωνή, η αντή ευγνωμοσύνη θα αναπέμπητε προς την ΕΕ, την ΑΟΡΑΤΟΝ Υμών ΑΥΝΑΜΙΝ, σώζονσαν και Γένος και θρόνον ένδοξον, έτοιμον να σννταφή εν τω κατακλυσμώ της εθνικής νάρκης και τον επάρατου κομματισμού. Ένωσις και Ελευθερία, ιδού το νέον σύμβολον όπερ ευαγγελίζετε ημίν, αναγράψαντες επί της εθνικής σημαίας. Είθε νέοι ήρωες, πηγνύοντες αντήν πρώτον επί την Ακρόπολιν της Μακεδονίας (εννοεί τη Θεσσαλονίκη, ΣτΣ) να ανακράξωσιν: 
Χαίρετε και Χαίρομεν! 
Αν η προθυμία ημών αύτη τύχη της Υμετέρας ευμενούς αποδοχής, θα συμμορφωθώμεν προς τας πατριωτικός Υμών νουθεσίας και εντολάς και προς πάσαν δί Υμών εκ Κων/πόλεως οδηγίαν, διότι ατυχώς ουδέν άλλο εν Βουλγαρία Κέντρον ή Τμήμα γινώσχομεν νπάρχον, προς ο ενκολώτερον θα ηρχόμεθα εις επικοινωνίαν γνωμών. Θα ενεργήσωμεν αρμοδίως την εγγραφήν ολίγων σννδρομητών, διά τον «φόβον των Ιονδαίων», και θα αναθερμάνωμεν το πατριωτικόν αίσθημα, διασπείροντες ενταύθα και εις τα πέριξ τα περί Επ[αναστάσεως] της Μ[ακεδονίας] φυλλάδια της «Εστίας» και του «Άστεως» και επί πάσι τούτοις μετά παλμών καρδίας θα αναμένωμεν την ενλογημένην ώραν, καθ’ ην ο Κύριος εξ Ύψους διά της Υμετέρας φωνής θα είπη τοις εγγύς και τοις αδελφοίς ημών 
Ίτε παίδες Ελλήνων Ελευθερούτε Πατρίδα... 
νυν υπέρ πάντων αγών».

 Τον Μάρτιο του 1897, στις παραμονές του αναμενόμενου ελληνοτουρκικού ποέμου και εν όψει πιθανής βουλγαρικής εξέγερσης στη Μακεδονία, το παράρτημα της Εθνικής Εταιρείας στην Αγχίαλο είχε την πρωτοβουλία για την αποστολή 383 ντόπιων Ελλήνων, εφέδρων και εθελοντών, στην πλειοψηφία τους Στενημαχιτών, στην Ελλάδα. 

Οι εθελοντές και οι έφεδροι αναχώρησαν από τη Φιλιπποΰπολη για τον Πΰργο και από εκεί με ιταλικό ατμόπλοιο για τον Πειραιά, προκειμένου να καταταγοΰν στον ελληνικό στρατό.

Τα έξοδα ανέλαβε η ελληνική κοινότητα Φιλιπποΰπολης. Ο ενθουσιασμός και η πατριωτική έξαρση των Ανατολικορωμυλιωτών κατά την αναχώρησή τους προκάλεσαν αλγεινή εντύπωση στους Βουλγάρους .
 Στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 η Βουλγαρία τήρησε ουδέτερη στάση.
 Εξαγόρασε την ουδετερότητά της με την εξασφάλιση από την Οθωμανική Αυτοκρατορία τριών επισκοπικών θέσεων στο Μοναστήρι, στη Δίβρα και τη Στρώμνιτσα και τριών εμπορικών πρακτόρων στη Θεσσαλονίκη, στο Μοναστήρι και τα Σκόπια.

 Η Βουλγαρία απέκτησε έτσι ένα αίσθημα υπεροχής έναντι των γειτόνων της και υποτιμούσε την Ελλάδα ως διεκδικητή της Μακεδονίας, λόγω της χρεοκοπίας του 1893, της ήττας του 1897 και της επιβολής του διεθνούς οικονομικού ελέγχου.

 Ωστόσο, η εξέλιξη του Κρητικού Ζητήματος μετά το 1897, δηλαδή η αυτονομία της Κρήτης με ύπατο αρμοστή τον πρίγκιπα Γεώργιο, η αποχώρηση των οθωμανικών στρατευμάτων και η εγκατάσταση διεθνών στρατιωτικών δυνάμεων, αποτέλεσε για τους Βουλγαρομακεδόνες ένα πρότυπο για ανάλογη ρύθμιση και του Μακεδονικού Ζητήματος.

 Ετσι, ήταν αισθητή η επιρροή των βουλγαρομακεδονικών κομιτάτων στον πολιτικό βίο της Βουλγαρίας και στη Μακεδονία με την προβολή του αιτήματος της αυτονομίας της Μακεδονίας.
Οι βουλγαρικές κυβερνήσεις ανέχονταν τη δράση των βουλγαρομακεδονικών κομιτάτων.

 Με την εμπλοκή του βουλγαρομακεδονικού λόμπυ στη βουλγαρική πολιτική, οι βουλγαρικές αρχές σκλήρυναν τη στάση τους έναντι των Ελλήνων της Ανατολικής Ρωμυλίας.

 Τον Ιούνιο του 1897 καταλήφθηκε η ιερά μονή του Αγίου Γεωργίου, κοντά στη Φιλιππούπολη, και τον Αύγουστο του 1897 η ιερά μονή των Αγίων Αναργύρων Κούκλαίνης.
Τον Μάιο του 1898 καταλήφθηκε η ιερά μονή της Αγίας Τριάδος του Καβακλή.
Τον Νοέμβριο του 1900 έκλεισαν τα ελληνικά σχολεία του Μεγάλου Μοναστηριού και τον Ιούλιο του 1901 υφαρπάγη η ιερά μονή της Αγίας Αναστασίας, στη νησίδα της Σωζόπολης .
 Στην ενορχήστρωση των ανθελληνικών ενεργειών ήταν πλέον αισθητή η ανάμειξη των βουλγαρομακεδονικών κομιτάτων, που είχαν λόγους να εξάψουν το εθνοτικό μίσος στην Ανατολική Ρωμυλία κατά των Ελλήνων.
 Μέλη του Ανώτατου Μακεδονικού Κομιτάτου άρχισαν να προβαίνουν και σε αργυρολοχίες, να αποσπούν με τη βία χρήματα από πλούσιους Ε λληνες του Καβακλή για «πατριωτικούς σκοπούς».

Η σύλληψη και η δίκη του Χρίστο Τατάρτσεφ στην Αθήνα έδωσε την αφορμή σε Βουλγαρομακεδόνες γιατρούς στη Βουλγαρία να αρχίσουν έναν επαγγελματικό πόλεμο κατά των ελληνικής καταγωγής συναδέλφων τους της Βουλγαρίας. 

Διοργάνωσαν διαδήλωση έξω από το ελληνικό προξενείο της Φιλιππούπολης με έντονα ανθελληνικά συνθήματα, διέγραψαν τους Ελληνες γιατρούς της πόλης Σ. Αντωνιάδη, Α Δούλά, Σ. Κωνσταντινίδη και I. Βασιλείου από τον ιατρικό σύλλογο και κάλεσαν τους Βουλγάρους χωρικούς να μην επισκέπτονται τους «αγύρτες και ανάξιους» Ελληνες γιατρούς .
   Νεοκλής Καζάζης   (1849 - 1936)

Στην Ελλάδα ο πανεπιστημιακός Νεοκλής Καζάζης, μέσω του περιοδικού «Ελληνισμός» και της ομώνυμης εταιρείας, είχε κηρύξει τον φυλετικό και πολιτισμικό πόλεμο κατά των «Μογγόλων» Βουλγάρων. 

Για να ενθαρρύνει τους Έλληνες της Ανατολικής Ρωμυλίας, αλλά και για να επισημάνει το παραπλανητικό σύνθημα της Βουλγαρίας περί αυτονομίας της Μακεδονίας, τον Ιούνιο του 1898 επισκέφθηκε τη Βουλγαρία.
Πρόθεσή του ήταν να προκαλέσει τους Βουλγάρους και να προσελκύσει την προσοχή του βουλγαρικού τύπου, καταδικάζοντας τη βουλγαρική πολιτική στην Ανατολική Ρωμυλία και στη Μακεδονία.
 Από την επίσκεψή του προκλήθηκε διπλωματικό επεισόδιο και η κυβέρνηση Ζαΐμη δήλωσε στο βουλγαρικό διπλωματικό πρακτορείο στην Αθήνα ότι ο Καζάζης ενήργησε με δική του πρωτοβουλία και ως εκ τούτου, η ελληνική κυβέρνηση δεν φέρει την ευθύνη για τις δηλώσεις του.
 Ωστόσο, ιδίως από το 1902, η βουλγαρική προπαγάνδα για έναν κοινό χριστιανικό, υπερεθνικό αγώνα κατά των Οθωμανών παρέσυρε και Έλληνες που είχαν απογοητευτεί από την αδράνεια του επίσημου ελληνικού κράτους.
Μιλώντας στις 19 Μαΐου 1902 με τον πρέσβη της Αυστρο-Ουγγαρίας στην Αθήνα, κόμη Stefan Burian, ο πρωθυπουργός Ζαΐμης αναφέρθηκε στην προπαγάνδα των Βουλγαρομακεδόνων για μια υπερεθνική εξέγερση των Χριστιανών της Μακεδονίας ώστε να αυτονομηθούν τα μακεδονικά εδάφη.

Η προπαγάνδα αυτή, συνέχισε ο Ζαΐμης, παρέσυρε και μερικούς Ε λληνες που άρχισαν να πιστεύουν ότι ήρθε η στιγμή μιας κοινής ενέργειας με τους Σλάβους, αλλά η ελληνική κυβέρνηση μέσω των προξενείων της τους προειδοποίησε για τις οδυνηρές συνέπειες,
διότι «αυτοί θα βγάλουν τα κάστανα από τη φωτιά αντί για τους Βουλγάρους» .
Ο Ζαΐμης επεσήμανε ιδιαίτερα ότι η Θεσσαλία είχε καταστεί άνδρο λαθρεμπορίου όπλων από τους Βουλγάρους, οι οποίοι εγκαθίσταντο εκεί δήθεν ως εργάτες, αλλά ο πραγματικός τους σκοπός ήταν η αγορά όπλων που είχαν εγκαταλειφθεί από τον ελληνικό στρατό μετά την ήττα του 1897.

 Οι ελληνικές αρχές, όταν τους συνελάμβαναν, τους αφόπλιζαν και τους απέλαυναν, συνέχισε ο Ζαΐμης το λαθρεμπόριο όπλων από την Ελλάδα ήταν συχνό φαινόμενο, καθώς τα θεσσαλομακεδονικά σύνορα δεν μπορούσαν να φυλαχθούν αποτελεσματικά.
 Αλλά και στην ίδια την Αθήνα υπήρχε μια μικρή ομάδα Βουλγαρομακεδόνων, με κύρια αποστολή την εξασφάλιση οπλισμού.

 Οι Βουλγαρομακεδόνες αυτοί αλληλογραφούσαν με τον Γκότσε Ντέλτσεφ και είχαν επαφές με τον Κεντρικό Μακεδονικό Σύλλογο, δηλαδή τους Ελληνες από τη Μακεδονία που ζούσαν στην Αθήνα.

Παρουσιάζοντας τον αγώνα τους ως μια χριστιανική, υπερεθνική υπόθεση, είχαν τη βοήθεια του συλλόγου στην αγορά οπλισμού.
Είναι άξιο προσοχής το γεγονός ότι στα τέλη Νοεμβρίου του 1902 επισκέφθηκε την Αθήνα ο συνταγματάρχης Γιανκώφ, μέλος του Ανώτατου Μακεδονικού Κομιτάτου της Σόφιας, και συναντήθηκε με τους αδελφούς Γερογιάννη από τον Κεντρικό Μακεδονικό Σύλλογο.

Συζήτησαν τη δυνατότητα πραγματοποίησης μιας εξέγερσης στη Μακεδονία. 

Ο Κεντρικός Μακεδονικός Σύλλογος δεν είχε ακόμα σαφή γνώση των επιδιώξεων των βουλγαρομακεδονικών κομιτάτων, με αποτέλεσμα ορισμένοι κύκλοι στην Αθήνα να τα εξοπλίζουν .

Οι Ελληνες της Ανατολικής Ρωμυλίας θεώρησαν καθήκον τους να επιστήσουν την προσοχή των Ελλήνων της Μακεδονίας στον κίνδυνο που διέτρεχαν από την πλεκτάνη των σοφισμάτων των βουλγαρομακεδονικών κομιτάτων.

Στις αρχές του 1903 διήλθαν από τον Πύργο της Ανατολικής Ρωμυλίας δύο Έλληνες από την Καστοριά, επισκεπτόμενοι επιφανή συμπατριώτη τους που διέμενε στην Ανατολική Ρωμυλία, απόδειξη της ύπαρξης μετανάστευσης από τη Δυτική Μακεδονία στην περιοχή.
Δήλωσαν ότι συμμετέχουν σε ανταρτικό κίνημα στη Μακεδονία υπό την αρχηγία του περίφημου Γιανκώφ.
Ο Καστοριανός συμπατριώτης τους τούς επισήμανε ότι οι Βούλγαροι είναι οι πλέον επικίνδυνοι εχθροί του ελληνικού έθνους και εξέφρασε την απορία πώς αυτοί, όντας Έλληνες, συνέπρατταν για την επιτυχία των βουλγαρικών σχεδίων. Εκείνοι αντέτειναν με τη σειρά τους ότι το κίνημα στρεφόταν κατά της οθωμανικής καταδυνάστευσης, όπως το παρουσίαζαν οι πράκτορες του Γιανκώφ, και δεν συγκροτούνταν προς όφελος ούτε της Βουλγαρίας ούτε της Ελλάδας, αλλά αποσκοπούσε να απελευθερώσει, με τη συνδρομή της Ρωσίας, τους στενάζοντες υπό τον τουρκικό ζυγό χριστιανούς.

Κάθε εθνότητα θα διατηρούσε την αυθυπαρξία της και θα συμμετείχε στη διοίκηση της αυτόνομης Μακεδονίας. 

Στην ανταπάντησή του ο συμπατριώτης τους τούς τόνισε ότι όλες αυτές οι εξαγγελίες ήταν απατηλές και επιτήδεια τις μεταχειρίζονταν οι απόστολοι της βουλγαρικής ιδέας για την αποπλάνησή τους, για να τους συμπαρασύρουν σε κίνημα, του οποίου απώτερος σκοπός ήταν η κατάπνιξη του ελληνισμού στη Μακεδονία.
Ως παράδειγμα έφερε τους εξαπατηθέντες Ε λληνες της Ανατολικής Ρωμυλίας, η οποία στην αρχή ήταν αυτόνομη επαρχία, αλλά ο ακμάζων εκεί ελληνισμός υφίστατο τα δεινά της βουλγαρικής κυριαρχίας.
Τελικά κατόρθωσε να τους πείσει ότι κάθε σύμπραξη με όσους προπαγάνδιζαν τη βουλγαρική ρητορική στη Μακεδονία συνιστούσε καθαρή προδοσία .
Η περίπτωση αυτή σίγουρα δεν ήταν μοναδική.
Ωστόσο, δεν απαιτήθηκε αρκετό χρονικό διάστημα μέχρι να συνετισθούν οι τυχόν παραπλανηθέντες, διότι η βουλγαρική εξέγερση του Ήλιντεν, στις 2 Αυγούστου του 1903 στη Μακεδονία, έθεσε τέρμα σε κάθε χιμαιρική ουτοπία για το ενδεχόμενο μιας ελληνοβουλγαρικής συμπόρευσης

Τα αντιβουλγαρικά συλλαλητήρια στην Αθήνα, η ετοιμότητα της κυβέρνησης Ράλλη να συνδράμει στρατιωτικά την οθωμανική κυβέρνηση στην κατάπνιξη της εξέγερσης, αν παρίστατο ανάγκη, και η αποφασιστικότητα της ελληνικής νεολαίας να στρατολογηθεί σε εθελοντική βάση για να καταπολεμήσει τους Βουλγάρους κομιτατζήδες προκάλεσαν βίαιες αντιδράσεις στη Βουλγαρία.

 Στις 19 Αυγούστου η εξέγερση επεκτάθηκε και στη Θράκη με κέντρα τη Στράντζα, το Βασιλικό και την Αγαθούπολη. Ενθαρρυμένοι από την παρουσία ρωσικού στόλου στη Μαύρη Θάλασσα, οι Βούλγαροι κομιτατζήδες πυρπόλησαν ελληνικά και τουρκικά χωριά, όπως το Βασιλικό, το Γραμματικό, το Λιμάνι, τον Πέρτικο, την Ινιάνα κ.ά. 

Μετά την εξέγερση του Ηλιντεν η Βουλγαρία τέθηκε υπό την ομηρία των βουλγαρομακεδονικών κομιτάτων, ενώ η εισροή Βουλγαρομακεδόνων προσφύγων στη χώρα μετά την κατάπνιξη της εξέγερσης πυροδοτούσε ανθελληνικές κινήσεις.
 Η κυβέρνηση του Ράτσο Πετρώφ αποφάσισε την απόλυση και των ελάχιστων Ελλήνων δημοσίων υπαλλήλων, λόγω της καταγωγής τους και όχι λόγω της εθνικής δράσης και διασποράς εθνοτικού μίσους.
Οι επαφές Ελλήνων και Βουλγάρων αραίωναν.
«Δεν παρέρχεται ημέρα καθ’ ην ο πτωχός πλην τίμιος, πατριωτικός και ιπποτικός Έλλην δεν υφίσταται καταδιωγμούς, κακώσεις και χλευασμούς, ον μόνον εκ μέρους των σταυραετών των κομιτάτων, αλλά και εκ μέρους των διοικητικών οργάνων της Βουλγαρίας... Απλουν βλέμμα ελάχιστου ψυχολόγον θέλει διακρίνει εν τω βλέμματι του Έλληνος και του Βουλγάρου μέχρι τίνος σημείου μισεί ο εις τον έτερον. Ολίγιστοι εισίν οι αλληλοχαιρετώμενοι. Αι βουλγαρικαί αρχαί, μεθ’ ων ως εκ της υπηρεσίας ερχόμεθα εις σχέσεις και σννάφειαν, εδείχθησαν λίαν αβρόφρονες, πρέπει να το ομολογήσω, αλλ’ εν ταις φιλοφρονήσεσιν αντών τοιαύταις υποκρύπτονται η αντιπάθεια, το μίσος και η αποστροφή»,

 έγραφε σε έκθεσή του ο Ελληνας υποπρόξενος Πύργου, σχολιάζοντας τις σχέσεις Ελλήνων και Βουλγάρων στον καθημερινό βίο.
Η αγανάκτηση των Ελλήνων της Ανατολικής Ρωμυλίας εκφράστηκε με ένα κύριο πύρινο άρθρο, δημοσιευμένο στις 13 Φεβρουάριου του 1904 στην εφημερίδα της Φιλιππούπολης Αι Ειδήσεις του Αίμου.
Ο ανώνυμος αρθρογράφος, υπερασπιζόμενος τον Καζάζη, εξηγούσε αρχικά γιατί οι Έλληνες της Μακεδονίας δεν υποβοήθησαν τον βουλγαρικό επαναστατικό αγώνα:
«Όταν ου μόνον αρνώνται την ύπαρξίν σου εν τίνι χώρα, αλλά και προσπαθώσι παντί σθένει να εξοντώσωσι ταύτην, τότε βεβαίως αυτοκτονία θα ήτο εκ μέρους σου, εάν υπεβοήθεις να καταληφθή αύτη υπό των τοιαύτα υποστηριζόντων και πραττόντων κατά σου. ...Αλλ’ οι αντίπαλοι της εθνικότητας ημών προσεπάθησαν να αποδείξωσιν ότι λόγοι εθνικής αμυνης δεν υφίσταντο προς δικαιολογίαν της αδράνειας του Ελληνικού γένους, πρώτον, διότι ο εν Μακεδονία και Θράκη Βουλγαρικός αγών δεν απέβλεπεν εις την προσάρτησιν των επαρχιών τούτων εις το βουλγαρικόν κράτος, αλλά μόνον εις την αυτονομίαν αυτών και δεύτερον διότι η κατά των Ελλήνων διαγωγή των Βουλγάρων εν ταις επαρχίαις εκείναις απεσκόπει μόνον τον εξαναγκασμόν και αυτών, όπως υποβοηθήσωσι τον γενικόν και ουχί φυλετικόν υπέρ της αυτονομίας ταύτης αγώνα.

Αλλά τα επιχειρήματα ταύτα μόνον τους μη γνωρίζοντας την ιστορίαν δύνανται να παραπλανήσωσιν, ουχί δε και τους Έλληνας, οίτινες εκτός των εκ του παρελθόντος διδαγμάτων έχουσι και τα εκ της σκληράς πείρας του παρελθόντος...

Η πρώτη πράξις της ενώσεως της Βουλγαρίας με την Ανατολικήν Ρωμυλίαν ήτο η κατάργησις της Ελληνικής γλώσσης ως επισήμου. Πάσαι αι γενόμεναι κατόπιν αναφορικώς προς το Ελληνικόν στοιχείον φέρουσι τη σφραγίδα συστηματικής και σατανικής εξοντώσεως του εν Βουλγαρία Ελληνικού στοιχείου.
 Ό, τι κρύφιον, ό,τι πλάγιον, ό,τι σατανικόν μέσον είνε γνωστόν εν τω κόσμω ως κατάλληλον προς εξόντωσιν φυλής τινός ετέθη εις ενέργειαν εν Βουλγαρία και εξακολουθεί όν εν ενεργεία, βραδέως μεν βαίνον, αλλά ασφαλώς και ψυχραίμως...

Πού είνε αι άλλοτε τόσον πολυπληθείς Ελληνικαί κοινότητες εν Βουλγαρία;
Ηναγκάσθησαν να διαλυθώσιν και να εξαφανισθώσι, διότι ου μόνον βοήθειά τις δεν εδόθη εις αυτάς εκ μέρους του κράτους, αλλά και αφηρέθη απ’ αυτών παν ό,τι κατείχον προς συντήρησιν των εκκλησιών και σχολείων των, επί τη προφάσει ότι και Βούλγαροι συνεισήνεγκον εις την ίδρυσιν αυτών....
Τις δε αγνοεί ότι χωρία τινά καθαρώς Ελληνικά εν Βουλγαρία σήμερον στερούνται Ελληνικών σχολείων ένεκα της απαγορεύσεως πάσης δημοτικής συνδρομής προς αυτά ή ένεκα της αρνήσεως παροχής αδείας προς λειτουργίαν ή ίδρυσιν αυτών» .

Ιδιαίτερα επίσημαίνονταν και η τραγική μοίρα των ευάριθμων Μακεδόνων μεταναστών στην Ανατολική Ρωμυλία:
«Μέχρι δε τοιούτου βαθμού καταδιώξεως κατά του Ελληνικού εν γένει γένους έφθασαν, ώστε προς άφεσιν ελευθέρως εξασκήσεως ωρισμένων επαγγελμάτων εις εκ Μακεδονίας τινάς καταγόμενους Έλληνας να ζητήται παρ’ αυτών διά μέσου σωματείων τινών εκκλησιαστικών και κοσμικών η υπόσχεσις, ότι όλη η εν Μακεδονία οικογένεια αυτών αναγνωρίζη εις το εξής την Εξαρχίαν».

Υποστηριζόταν, τέλος, ότι οι προειδοποιήσεις του Καζάζη για το παραπλανητικό βουλγαρικό σύνθημα της αυτονομίας της Μακεδονίας δεν ήταν ατεκμηρίωτες:
«Ο βίος λοιπόν τον αυτόχθονος Ελληνικού στοιχείου εν Βουλγαρία δεν δύναται να λογισθή ως εντυχέστερος των Παριών. Ουδέ το φυλετικώς ασφαλές δύναται να έχη τούτο εν τη χώρα ταύτη. Αι εκκλησίαι, τα σχολεία του, η άλλη εθνική τον περιουσία εξαρτάται εκ της αυθαιρεσίας της τυχούσης αρχής.
Εκτός τούτου και ουδέν το ασφαλές και ατομικώς δύναται να έχη. Μισείται και αποκλείεται πανταχόθεν.
Εννοείται δε ότι τοιαύτην τύχην δεν είνε δυνατόν να επιζητήση και άλλος Ελληνικός πληθυσμός. Και την τύχην ταύτην επιμαρτυρούμενος ο κ. Καζάζης εν τη υπερασπίσει του Ελληνικού γένους ονδένα υβρίζει και ουδένα συκοφαντεί. Δεν είναι εχθρός της βουλγαρικής φυλής ο κ. Καζάζης, αλλ’ οι Βούλγαροι ψευδοπατριώται, οι οποίοι διά της κατά του Ελληνικού στοιχείου εν Βουλγαρία αφρόνου προπαγάνδα; των εξηνάγκασαν το Ελληνικόν γένος, ώστε να ευρίσκη την Τουρκικήν δουλείαν ως μάλλον υποφερτήν της Χριστιανικής των Βουλγάρων».

 Το άρθρο αυτό, στο οποίο για πρώτη φορά με σαφήνεια και τεκμηρίωση καταδικάστηκε η βουλγαρική πολιτική, δεν έμεινε απαρατήρητο από τις βουλγαρικές αρχές, οι οποίες το μετέφρασαν αμέσως στα βουλγαρικά προς ενημέρωση της βουλγαρικής κυβέρνησης.
 Κύριος σκοπός του άρθρου ήταν να καταδείξει στους Βουλγάρους ότι η βουλγαρική προπαγάνδα στη Μακεδονία για έναν κοινό, υπερεθνικό χριστιανικό αγώνα κατά των Τούρκων δεν ήταν αξιόπιστη και δεν είχε απήχηση στους Ελληνες, διότι η στάση των Βουλγάρων έναντι του ελληνισμού της Ανατολικής Ρωμυλίας αποτελοΰσε ένα αρνητικό προηγούμενο και προοιωνιζόταν ένα ζοφερό μέλλον για τις άλλες εθνότητες στη Μακεδονία, αν οι Βούλγαροι πραγματοποιούσαν τους εθνικούς τους στόχους.

 Για ένα σύντομο χρονικό διάστημα (Ιούλιος-Σεπτέμβριος 1904) ο Ιων Δραγούμης διορίστηκε στο προξενείο Πΰργου και για δυο περίπου μήνες (Οκτώβριος-Νοέμβριος 1904) ανέλαβε προσωρινά τη διεΰθυνση του προξενείου Φιλιππουπόλεως.

Δεν είναι γνωστά πολλά στοιχεία για τη δράση του στην Ανατολική Ρωμυλία.
Σίγουρα επιχείρησε να τονώσει το φρόνημα των Ελλήνων, αντιλαμβανόμενος τη σημασία διατήρησης της κοινότητας για την επιβίωση του ελληνισμού .
 Επισκεπτόταν χωριά της Ανατολικής Ρωμυλίας και διαπίστωνε την ακτινοβολία ενός ελληνισμού που όμως απειλούνταν με αφανισμό .

 Το ενδιαφέρον του για τις ελληνικές κοινότητες της Ανατολικής Ρωμυλίας διαφαίνεται και από το γεγονός ότι το καλοκαίρι του 1905, πριν αναλάβει επίσημα το προξενείο της Αλεξανδρούπολης, εκτελούσε και χρέη υποπροξένου στον Πΰργο.

 Από τις αρχές του 1905, μετά και την επίσημη έναρξη της ένοπλης φάσης του Μακεδονικού Αγώνα, κύριος μοχλός των ανθελληνικών ενεργειών στη Βουλγαρία απέβησαν τα βουλγαρομακεδονικά κομιτάτα, τα οποία μπορούσαν να κινητοποιήσουν το προσφυγικό βουλγαρομακεδονικό λούμπεν προλεταριάτο και διάφορες εθνικιστικές οργανώσεις, θέτοντας τη βουλγαρική κυβέρνηση προ των ευθυνών της.
Επιτροπές των κομιτάτων, με τη συνοδεία Βούλγαρων δημοσίων υπαλλήλων, περιέτρεχαν την επαρχία Στενημάχου προβαίνοντας σε αργυρολοχία, στη βίαιη απόσπαση χρημάτων από πλούσιους Ελληνες για την «απελευθέρωση της Μακεδονίας».

 Τα δραματικά γεγονότα που έλαβαν χώρα στη Ζαγοριτσάνη τον Μάρτιο του 1905, προκάλεσαν ιδιαίτερη αίσθηση στη Βουλγαρία.

 Τα βουλγαρομακεδονικά κομιτάτα εκμεταλλεύτηκαν τον ερεθισμό του βουλγαρικού λαού και θέλησαν να αποστείλουν ένα πολιτικό μήνυμα στην ελληνική κυβέρνηση, ώστε να αναστείλει την ένοπλη δράση στη Μακεδονία, αναλογιζόμενη τις συνέπειες για τους Ελληνες της Βουλγαρίας.

 Στις 10 Απριλίου του 1905, ανήμερα της Κυριακής των Βαίων, διοργανώθηκε ανθελληνικό συλλαλητήριο στη Φιλιππούπολη.
 Μετά το πέρας του συλλαλητηρίου, στίφος 150 ροπαλοφόρων προέβη σε βιαιοπραγίες και λεηλασίες καταστημάτων Ελλήνων και έθραυσε τα τζάμια της Μεγάλης Σχολής Μαρασλή.

Σχεδόν ταυτόχρονα με τη διεξαγωγή του συλλαλητηρίου, μέλη των κομιτάτων προέβησαν σε αργυρολοχία Ελλήνων της Φιλιππούπολης ενώ στο Τατάρ-Πάζαρτζικ μέλη της ελληνικής κοινότητας εξαναγκάσθηκαν να υπογράψουν δήλωση ότι αδυνατούν να συντηρήσουν τα ελληνικά σχολεία και την εκκλησία και ζητούν την αρωγή του βουλγαρικού κράτους, γεγονός που ισοδυναμούσε με αίτηση κατάργησης των ελληνικών ιδρυμάτων και αντικατάστασής τους με βουλγαρικά

Υπό τον αντίκτυπο των συμβάντων στη Ζαγοριτσάνη η βουλγαρική κυβέρνηση αποφάσισε, τον Μάιο του 1905, την απαγόρευση της εισαγωγής ελληνικών εφημερίδων στη Βουλγαρία.

 Η λήψη της παρούσας απόφασης υπαγορευόταν κυρίως από τον φόβο μήπως τα πύρινα αντιβουλγαρικά άρθρα των ελληνικών εφημερίδων, λόγω των ελληνοβουλγαρικών συγκρούσεων στη Μακεδονία, εξάψουν το εθνοτικό μίσος Ελλήνων και Βουλγάρων κι έτσι επακολουθήσουν και άλλα συλλαλητήρια, με απρόβλεπτες συνέπειες.
.Ό,τι φοβόταν η βουλγαρική κυβέρνηση ήταν η αμαύρωση της διεθνούς εικόνας της Βουλγαρίας στο εξωτερικό.
 Ωστόσο, η διοργάνωση ενός ανθελληνικού πογκρόμ στη Βουλγαρία κρίθηκε ως η καλύτερη απάντηση των βουλγαρομακεδονικών κομιτάτων προς την κυβέρνηση Θεοτόκη να παύσει τον Μακεδονικό Αγώνα.
Ηδη οι ανθελληνικές διώξεις στη Ρουμανία λόγω του Κουτσοβλαχικού, το καλοκαίρι του 1905, αποτελούσαν παράδειγμα προς μίμιση.

Ο Χρήστο Τατάρτσεφ, ο οποίος είχε βιώσει τη γνωστή του περιπέτεια στην Αθήνα μετά την αποφυλάκισή του από τις τουρκικές φυλακές το 1902, σε σημείωμά του, τον Νοέμβριο του 1905, απέδωσε στους εξής παράγοντες την αποτελεσματικότητα των ελληνικών ανταρτικών σωμάτων στη Μακεδονία: 

1) Η ελληνική ένοπλη προπαγάνδα ήταν αποτέλεσμα κυρίως της πολιτικής της Ελλάδας στο Μακεδονικό,

2) τα ένοπλα σώματα οργανώνονταν κυρίως, αν όχι αποκλειστικά, στο Βασίλειο της Ελλάδας και από εκεί στέλνονταν στη Μακεδονία,

3) από την Ελλάδα μέχρι το πεδίο δράσης τους η περιοχή ήταν ορεινή και κατοικοΰνταν κυρίως από Ελληνες και Γραικομάνους Βλάχους. Κατά συνέπεια, δεν συναντούσαν δυσκολίες στην είσοδο και έξοδο,

4) στο εσωτερικό της Μακεδονίας, ιδιαίτερα στο νοτιοδυτικό τμήμα της, οι Ελληνες και οι Γραικομάνοι φιλοξενούσαν τα ένοπλα σώματα και συνεργάζονταν μαζί τους,

 5) επιπλέον, στην ενδοχώρα της Μακεδονίας, ο τουρκικός πληθυσμός και οι τουρκικές αρχές τα ανέχονταν και τα υποστήριζαν .
Ο Τατάρτσεφ εκτίμησε ότι η ΕΜΕΟ δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει επιτυχώς τα ελληνικά ανταρτικά σώματα και
πρότεινε μαζικά αντίποινα, ώστε να εξαναγκασθεί η Αθήνα να σταματήσει την αποστολή ένοπλων σωμάτων στη Μακεδονία:
 εμπρησμό ελληνικών χωριών, ελληνικών συνοικιών στις πόλεις, αποκλεισμό ελληνικών χωριών, απαγωγές Ελλήνων ως μέσο πίεσης και απηνή καταδίωξη των Ελλήνων της Ανατολικής Ρωμυλίας με τη συνεργασία της ΕΜΕΟ, των Βουλγαρομακεδόνων προσφύγων και του απλού βουλγαρικού λαού με την κυβέρνηση .

 Υπήρχε, ωστόσο, ένα ζήτημα αρχής, κατά πόσο δηλαδή οι Ελληνες της Ανατολικής Ρωμυλίας θα μπορούσαν να θεωρηθούν υπεύθυνοι για τα τεκταινόμενα στη Μακεδονία.
 Επίσης, ένα πογκρόμ εναντίον αθώων δεν ήταν βέβαιο ότι θα επιδοκιμαζόταν από τις Μεγάλες Δυνάμεις.
Ηδη η κυβέρνηση Πετρώφ είχε αναλογισθεί τις πιθανές συνέπειες σε περίπτωση που τα βουλγαρικά αντίποινα, λόγω των γεγονότων της Ζαγοριτσάνης, στοίχιζαν αθώα θύματα.

«Καμιά ψυχολογία δεν μπορεί να μας αρνηθεί το δικαίωμα της αγανάκτησης εναντίον των ενόχων για την κατάσταση αυτή. Όμως καμιά ηθική δεν θα μας συγχωρέσει, αν για την ενοχή μερικών ανθρώπων στη Μακεδονία ή εκτός Μακεδονίας, αρχίσουμε να καταδιώκουμε αθώους συμπατριώτες τους εντός των ορίων αυτής της ηγεμονίας. Οι απρέπειες και οι αυθαιρεσίες οποιουδήποτε και οπουδήποτε είναι απαράδεκτες και χωρίς πολιτική βαρύτητα», ήταν τα σχόλια του κυβερνητικού τύπου .

Η κυβέρνηση δεν είχε τον αποχρώντα λόγο να οργανώσει ή να ανεχθεί ένα ανθελληνικό κίνημα μεγάλης εμβέλειας.
Ωστόσο, μετά την εξέγερση του Ήλιντεν η κυβέρνηση Πετρώφ βρισκόταν υπό τον έλεγχο των βουλγαρομακεδονικών κομιτάτων.
 Τη θέση τμηματάρχη στο υπουργείο Εξωτερικών κατείχε ο Τόμα Καραγιόβωφ, ο διπλωματικός εκπρόσωπος της ΕΜΕΟ στην κυβέρνηση.
 Ετσι, δεν ήταν δύσκολο να βρεθεί μια δικαιολογία για την ενοχοποίηση των Ελλήνων της Ανατολικής Ρωμυλίας.
Στηριζόμενη σε πληροφορίες ιδιωτών ότι ορισμένοι κυρίως νέοι από τη Στενήμαχο, που είχαν υπηρετήσει στον βουλγαρικό στρατό, παρέλαβαν διαβατήρια από το ελληνικό προξενείο Φιλιππουπόλεως για να μεταβοΰν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, χάλκευσε την κατηγορία ότι τα ελληνικά προξενεία συγκροτούσαν ελληνικά ανταρτικά σώματα στη Βουλγαρία για ένοπλη δράση στη Μακεδονία.
Ο εντοπισμός ορισμένων περιπτώσεων, κατά τις οποίες ο κάτοχος ενός ελληνικού διαβατηρίου ήταν Βούλγαρος υπήκοος και επρόκειτο να μεταβεί, για παράδειγμα, στη Θεσσαλονίκη, ήταν ένας σοβαρός λόγος προκειμένου να στηθεί η συνωμοσιολογία.
Το φαινόμενο της έκδοσης ψευδών διαβατηρίων από τα ελληνικά προξενεία σε άτομα που δεν είχαν την ελληνική υπηκοότητα δεν ήταν σπάνιο.
Αποσκοπούσε κυρίως να προστατεύσει τους Ελληνόπαιδες από την εκπλήρωση στρατιωτικής θητείας στον βουλγαρικό στρατό.
Αλλά στις νέες συγκυρίες, το φθινόπωρο του 1905, το ζήτημα αυτό μπορούσε να πολιτικοποιηθεί από τη βουλγαρική κυβέρνηση ως απειλή της εσωτερικής ασφάλειας της χώρας, ήταν μια «απόδειξη» ότι ο εχθρός βρισκόταν και εντός των πυλών.
Η διοργάνωση λαχειοφόρου αγοράς από τις ελληνικές κοινότητες για την ενίσχυση του ελληνικού στόλου συκοφαντήθηκε ως μια μυστική χρηματοδότηση των ανταρτικών σωμάτων.
 Η περιοδεία του Ιωνα Δραγούμη, που εκτελούσε χρέη υποπροξένου του Πύργου, στην Αγχίαλο, τον Αύγουστο του 1905, και οι συνομιλίες του με επιφανείς Έλληνες της κωμόπολης κρίθηκε ανησυχητική και ύποπτη για τη βουλγαρική κυβέρνηση, η οποία ζήτησε την επιστροφή του στον Πύργο, έστω και με τη χρήση βίας .

Η δήθεν στρατολόγηση Ανατολικορωμυλιωτών για ένοπλη δράση στη Μακεδονία από τα ελληνικά προξενεία και η χρηματοδότησή τους από τις ελληνικές κοινότητες δεν αποτέλεσαν μονάχα μια γραφειοκρατική υπόθεση του υπουργείου Εξωτερικών και Εσωτερικών, αλλά δημοσιοποιήθηκαν αμέσως στον βουλγαρικό τύπο για να συνειδητοποιήσει ο βουλγαρικός λαός το «μέγεθος» της εσωτερικής απειλής.
Στο ημιεπίσημο έντυπο Vecerna Posta ο δημοσιογράφος και διπλωμάτης Συμεών Ράτσεφ δημοσίευσε μία έρευνα της εφημερίδας, η οποία «αποκάλυψε» την ανάμειξη των ελληνικών προξενείων στη συγκρότηση και χρηματοδότηση ελληνικών ανταρτικών σωμάτων στη Βουλγαρία για δράση στη Μακεδονία:

«...Οι τοπικές αρχές, από όλες τις μέχρι τώρα ενδείξεις, έχουν πεισθεί ότι πραγματικά έχει συγκροτηβεί ένοπλο σώμα που εφοδιάστηκε με χρήματα από το ελληνικό κομιτάτο και με διαβατήρια από τα ελληνικά προξενεία. Μιλήσαμε παραπάνω για το ελληνικό αυτό κομιτάτο. Είναι αυτό που συγκέντρωσε χρήματα για τον ελληνικό στόλο. Κανένας δεν αμφιβάλλει στη Φιλιππούπολη για την ύπαρξή του.
Οι ηγέτες του είναι ο γιατρός Δούλάς, ο Κωνσταντινίδης (ο συντάκτης των Ειδήσεων του Αίμου) και ο δικηγόρος Μαυρίδης.... Με την αδιαφορία της κοινής γνώμης και την αβελτηρία των υπουργών, αυτοί «οι φοβιτσάρηδες», χωρίς να τιμωρηθούν, διέπραξαν στη Βουλγαρία ένα έργο που υπερβαίνει κάθε όριο θρασύτητας και από το οποίο ο εξωτερικός κόσμος μπορεί να συμπεράνει ότι εμείς έχουμε πράγματι κράτος, αλλά όχι κυβέρνηση» .
 Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι επρόκειτο για μια σκευωρία, η οποία απέβλεπε στην ενοχοποίηση των Ελλήνων και στη δικαιολόγηση του ανθελληνικού πογκρόμ.
Η Εθνική Εταιρεία είχε παράρτημα στην Αγχίαλο το 1897 και απέστειλε εθελοντές κατά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο.
Δεν είναι, ωστόσο, τεκμηριωμένο ότι το Μακεδονικό Κομιτάτο της Αθήνας είχε μυστικό παράρτημα στη Φιλιππούπολη, που στρατολογούσε συστηματικά νεαρούς Ανατολικορωμυλιώτες για τον Μακεδονικό Αγώνα.
 Τα πρόσωπα που φέρονταν ως μέλη του Μακεδονικού Κομιτάτου, είχαν ήδη τεθεί από καιρό στο στόχαστρο της βουλγαρικής επίθεσης.
Ο Δούλάς είχε διαγραφεί από τον ιατρικό σύλλογο λόγω της υπόθεσης του Τατάρτσεφ ενώ ο Κωνσταντινίδης είχε περιέλθει σε δυσμένεια, επειδή τόλμησε να ασκήσει δημόσια κριτική στην πολιτική των Βουλγάρων έναντι των Ελλήνων της Ανατολικής Ρωμυλίας μέσω της εφημερίδας Αι Ειδήσεις του Αίμον.

Βεβαίως υπήρχε η συναισθηματική φόρτιση των Ελλήνων της Ανατολικής Ρωμυλίας, όταν άρχισε ο Μακεδονικός Αγώνας. 

Υπήρχαν επώνυμοι Στενημαχίτες που συμμετείχαν στον Μακεδονικό Αγώνα, όπως ο Ιωάννης Αβράσογλου, ο Κωνσταντίνος Αβράσογλου, ο Ιωάννης Αράπογλου, ο Γεώργιος Καράμπελας, ο Ανδρέας Μακοΰλης, ο Δημήτριος Νιλής, ο Νικόλαος Τζαβέλλας, ο Θωμάς Τσιρόπουλος και άλλοι ανώνυμοι που η γενναιότητά τους εξυμνείται από την Πηνελόπη Δέλτα Στα μυστικά του Βάλτου.

Ο Ιωάννης Αβράσογλου έλαβε μέρος στον πόλεμο του 1879 ως αξιωματικός του πυροβολικού.
 Τον Δεκέμβριο του 1904 τοποθετήθηκε στη Θεσσαλονίκη ως υπάλληλος του Γενικού Προξενείου.
Έ ναν χρόνο αργότερα ανέλαβε αρχηγός σώματος 50 ανδρών και έδρασε στην περιοχή του Κιλκίς σε αντικατάσταση του Σπυρομίλιου, που είχε τραυματιστεί.
 Προδόθηκε από τους Βουλγάρους και όλο του το σώμα συνελήφθη από τους Τούρκους, κοντά στο Μελισσοχώρι.
 Φυλακίστηκε στο Επταπΰργιο Θεσσαλονίκης, απ’ όπου και δραπέτευσε.
Ελαβε μέρος στο κίνημα στο Γουδί και το 1912-1913 συμμετείχε στους Βαλκανικούς Πολέμους.

Ο Κωνσταντίνος Αβράσογλου υπήρξε διευθυντής των ελληνικών σχολείων της Γευγελής κατά τη διάρκεια των ετών 1906-1909. 

Ο Ανδρέας Μακούλης, διωκόμενος από τους Βουλγάρους, κατέφυγε στη Μακεδονία με 17 άνδρες και σχημάτισε σώμα που έδρασε από τον Οκτώβριο του 1906 μέχρι τον Ιούλιο του 1907.
Περικυκλώθηκε από τον τουρκικό στρατό και φονεύθηκε.
 Σημαντική ήταν και η προσφορά του Αναστάσιου Παπαϊωάννου, γνωστού με το ψευδώνυμο Παπανίκανδρος, από το Καβακλή.
Φοίτησε στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης και στη Νομική Σχολή Αθηνών.
Από το Μακεδονικό Κομιτάτο της Αθήνας στάλθηκε στην Αριδαία ως πράκτορας με την ιδιότητα του διευθυντού του σχολείου. Μετά από διαταγή του ελληνικού προξενείου Θεσσαλονίκης χειροτονήθηκε ιερέας και αρχιερατικός επίτροπος Αλμωπίας, προσφέροντας σημαντικές υπηρεσίες .

Ως Καβακλιώτης Μακεδονομάχος αναφέρεται επίσης και ο ιδιώτης Δημήτριος Γεωργιάδης .

 Οι Στενημαχίτες γίνονταν Μακεδονομάχοι στην Αθήνα και δεν στρατολογοΰνταν συστηματικά από το υποτιθέμενο παράρτημα του Μακεδονικού Κομιτάτου στη Φιλιπποΰπολη και το ελληνικό προξενείο της πόλης. 

Οι Στενημαχίτες στρατολογοΰνταν κυρίως από το Μακεδονικό Κομιτάτο της Αθήνας κατά την παραμονή τους στην ελληνική πρωτεύουσα, με την οποία η Στενήμαχος διατηρούσε ιδιαίτερους στενούς δεσμούς.

Προκαλεί ωστόσο έκπληξη γιατί δεν άρχισε αμέσως ένα ανθελληνικό κίνημα, μόλις αποκαλύφθηκε η «συνενοχή» των Ελλήνων.
Φαίνεται ότι τα «αποδεικτικά στοιχεία» δεν ήταν επαρκή.
Αλλά όταν το Κρητικό Ζήτημα, στο πρώτο μισό του 1906, εξελισσόταν ευνοϊκά για την Ελλάδα, η κυβέρνηση Πετρώφ κοινοποίησε στις Μεγάλες Δυνάμεις ότι η παραχώρηση νέων προνομίων στην Κρήτη έπρεπε να αντισταθμιστεί από ένα νέο σχήμα μεταρρυθμίσεων στη Μακεδονία, διαφορετικά θα ξεσπούσε πάλι εξέγερση στη μακεδονική γη.

Το βουλγαρικό αίτημα δεν έγινε αποδεκτό και το Λονδίνο διεμήνυσε στη Σόφια ότι για την αγγλική πολιτική το Μακεδονικό και το Κρητικό αποτελούσαν δύο διαφορετικά ζητήματα.

Καθώς η βουλγαρική απάντηση στην Ευρώπη δεν μπορούσε να δοθεί με μια νέα εξέγερση στη Μακεδονία, το πολιτικό μήνυμα στελόταν με το ανθελληνικό κίνημα του Ιουλίου-Αυγούστου του 1906.
Εν όψει της διεθνοποίησης του Κρητικού Ζητήματος και της ευνοϊκής για την Ελλάδα εξέλιξής του, η κυβέρνηση Πετρώφ προσπαθούσε να παρουσιάσει το ανθελληνικό κίνημα ως απάντηση του βουλγαρικού λαού στην αντιβουλγαρική δράση των ελληνικών ανταρτικών σωμάτων στη Μακεδονία, πιστεύοντας ότι έτσι θα πετύχαινε μια ευνοϊκή διευθέτηση του Μακεδονικού Ζητήματος και θα εξανάγκαζε την κυβέρνηση Θεοτόκη να αναστείλει κάθε δραστηριότητα στη Μακεδονία.

Οι δήθεν «αποκαλύψεις» για τη στρατολόγηση Ελλήνων, Βούλγαρων υπηκόων, από το ελληνικό προξενείο της Φιλιππούπολης για ένοπλη δράση στη Μακεδονία μπορούσαν τώρα να «απενοχοποιήσουν» τη βουλγαρική κυβέρνηση.
Στο ανθελληνικό κίνημα του Ιουλίου-Αυγούστου του 1906 συνέργησε το βουλγαρικό παρακράτος (τα βουλγαρομακεδονικά κομιτάτα, η οργάνωση «Βούλγαρος ο Φιλογενής» του Βουλγαρομακεδόνα Δραγκούλεφ) με το επίσημο βουλγαρικό κράτος.
Το θέμα έχει μελετηθεί διεξοδικά .
 Ή ταν μια σπασμωδική, τυχοδιωκτική και αναποτελεσματική ενέργεια της βουλγαρικής κυβέρνησης. Εξέθεσε τη Βουλγαρία στην Ευρώπη και δεν κατόρθωσε να ευαισθητοποιήσει τις Μεγάλες Δυνάμεις, ώστε να ικανοποιήσουν τα βουλγαρικά αιτήματα για τη Μακεδονία.

Το ανθελληνικό πογκρόμ επιβεβαίωσε τις επιφυλάξεις της Βιέννης στο ζήτημα της χορήγησης αυτονομίας στη Μακεδονία, τόνισε ο υπουργός Εξωτερικών της Αυστρο-Ουγγαρίας, Γκολουχόφσκυ, στον διπλωματικό εκπρόσωπο της Βουλγαρίας στη Βιέννη, Μ.Κ. Σαράφωφ .

 Μία αυτόνομη Μακεδονία με Χριστιανό διοικητή θα ισοδυναμούσε με αλληλοεξόντωση του χριστιανικού πληθυσμού και θα μεταβαλλόταν σε μόνιμη εστία ταραχών.
Η βουλγαρική κυβέρνηση γνώριζε τη δράση συγκεκριμένων κύκλων και δεν έλαβε κανένα μέτρο. Λόγω της αβελτηρίας της διοίκησης κάηκε η Αγχίαλος, επισήμανε ο υπουργός Εξωτερικών της Αυστρο-Ουγγαρίας.
 Ετσι, ο Γκολουχόφσκυ απέρριψε το αίτημα του Σαράφωφ για ένα διευρυμένο σχήμα μεταρρυθμίσεων στη Μακεδονία .
Το ανθελληνικό κίνημα δεν κατόρθωσε να εξαναγκάσει την Ελλάδα να επιβάλει την αναστολή της δράσης των ελληνικών ανταρτικών σωμάτων στη Μακεδονία.

 Ενίσχυσε, αντίθετα, το αγωνιστικό φρόνημα των Ελλήνων.

Δεν είναι τυχαίο ότι σε περιοχές όπου ο Μακεδονικός Αγώνας βρισκόταν ακόμα σε στατική φάση (όπως ήταν η νευραλγική περιοχή των Σερρών), από το φθινόπωρο του 1906 εισήλθε σε μια δυναμική φάση. Η εκδίωξη του ζωτικού και δραστήριου ελληνικού στοιχείου (πάνω από 10.000 άτομα) είχε επιπτώσεις και στην οικονομία του βουλγαρικού κράτους.

 Με το ανθελληνικό κίνημα του 1906 έπληγησαν κυρίως τα αστικά κέντρα του ελληνισμού (Βάρνα, Πύργος, Φιλιππούπολη, Αγχίαλος, Στενήμαχος). 

Η εφαρμογή, τον Σεπτέμβριο του 1906, του σχολικού νόμου του 1891, η εκδίωξη των Ελλήνων μητροπολιτών και ο εξαναγκασμός των Ελλήνων να προσχωρήσουν στην Εξαρχία ήταν η ολοκλήρωση της πολιτισμικής αφαίμαξης του ελληνισμού της Ανατολικής Ρωμυλίας.

 Καθίσταται έτσι σαφές γιατί αγωνίσθηκαν με σθένος όσοι Ανατολικορωμυλιώτες συστρατεύθηκαν στον Μακεδονικό Αγώνα. 

Στην πραγματοποίηση της ευχής που είχε εκφράσει το 1897 το παράρτημα της Εθνικής Εταιρείας Αγχιάλου, να στηθεί δηλαδή η ελληνική σημαία στη Θεσσαλονίκη, έμελλε να συμβάλει ένας Στενημαχίτης, ο γιατρός Φίλιππος Νίκογλου, ο οποίος, ως Βούλγαρος υπήκοος, υπηρετούσε στον βουλγαρικό στρατό.
Αυτός έδωσε βάσιμες πληροφορίες στον Αθανάσιο Σουλιώτη-Νικολαΐδη το απόγευμα της 18ης Οκτωβρίου του 1912 στην Άνω Τζουμαγιά για τα σχέδια της βουλγαρικής έβδομης μεραρχίας Ρίλας να κατέλθει στη Θεσσαλονίκη .
Ο Νικολαΐδης έσπευσε αμέσως στη Σόφια προς ενημέρωση του Ελληνα πρέσβη, Δημήτριου Πανά, ο οποίος με τη σειρά του διαβίβασε την πληροφορία στο υπουργείο Εξωτερικών.
 Οι κοινότητες της Ανατολικής Ρωμυλίας δεν συγκροτήθηκαν στην πλειοψηφία τους από μετανάστευση Μακεδόνων.
Μεταναστευτικό ρεύμα προς την Ανατολική Ρωμυλία σημειώθηκε κυρίως από την Η πείρο και τα Επτάνησα.
Ωστόσο, λόγω του κοινού βουλγαρικού κινδύνου ο ελληνισμός της Ανατολικής Ρωμυλίας είδε τη Μακεδονία ως μια αλύτρωτη πατρίδα και συνεισέφερε καίρια τόσο με την επισήμανση του απατηλού βουλγαρικού συνθήματος περί αυτονομίας της Μακεδονίας όσο και με την έμπρακτη συμμετοχή του στον Μακεδονικό Αγώνα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: