Κυριακή 18 Μαρτίου 2012

ΟΙ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΕΣ ΣΤΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ (14ος-15ος αί.)


Της Ελένης Άρβελέρ.
Αρχίζοντας πρέπει να πω ότι ή μαζική εγκατάσταση των σλαβικών φύλων στα Βαλκάνια και ή ίδρυση των σκλαβηνιών καί αρχοντιών στη Μακεδονία —κι αυτό από τον 7ο κυρίως αιώνα και εδώ— απορρόφησαν την προσοχή των ερευνητών τής εθνολογικής σύστασης τής περιοχής και επίσκιασαν έτσι την παρουσία, εκτός βέβαια των γηγενών, των άλλων στοιχείων αλλογενών ή μη, βυζαντινών δηλαδή, πού διαδραμάτισαν ωστόσο ένα πρωτεύοντα συχνά ρόλο στον εξελληνισμό των νεοφερμένων και στη διοργάνωση και την καθόλου κοινωνική και οικονομική διαβίωση των μακεδονικών πόλεων και τής υπαίθρου.

Μεταξύ αυτών των μη Σλάβων αλλογενών τής περιοχής αναφέρονται, εκτός βέβαια από το εβραϊκό στοιχείο πού ή παρουσία του μαρτυρείται από τα προ και πρωτοβυζαντινά χρόνια, εγκαταστάσεις εκχριστιανισμένων ’Αράβων. 

Είναι οι Κάφηροι, Κιαφήρ, οι αποστάτες των βυζαντινών κειμένων.
Τα βυζαντινά κείμενα αναφέρουν Αθιγγάνους αιρετικούς, κυρίως μανιχαϊκής προέλευσης, Παυλικιανούς και βέβαια Τούρκους ποικίλης καταγωγής.
 Π.χ. ένα εγκώμιο τού 'Αγ. Δημητρίου, τού 12ου αιώνα, αναφέρει Τούρκους αιχμαλώτους εγκατεστημένους πιθανώς στη Θεσσαλονίκη από τον Μανουήλ τον Κομνηνό.

Πρέπει να πω ότι οι Τούρκοι αυτοί ήταν σελτζουκικής καταγωγής, ενώ οι περίφημοι Τούρκοι Βαρδαριώτες τής ομώνυμης επισκοπής πού ενόχλησαν τον Αγιο ’Αθανάσιο τού Άθω, όπως άναφέρεται στο βίο του, είναι τουρκικής-ούγγρικής καταγωγής.

Αργότερα οι Τούρκοι, πού βρίσκονται στην περιοχή μας, είναι τουρκομανικής προέλευσης σαν π,χ. τούς φιλοκαταλάνους Τούρκους πού ακολούθησαν τόν Χαλίλ: έρχονται από το εμιράτο τού Γιαξή τής Τρωάδας.

Παρατηρήσατε ότι μνημονεύω εδώ μόνο πληθυσμούς αλλογενείς ανατολικής, ασιατικής δηλαδή καταγωγής και προέλευσης.

Δέν θα μιλήσω για τούς Πετσενέγους, μολονότι τούς εχουμε στην περιοχή μας γύρω στο 12ο αιώνα, αλλά θα θίξω κάπως ιδιαίτερα τό αρμένικο πρόβλημα, μολονότι ό κ. Bartikian έχει ανακοίνωση γι’ αυτό τό θέμα.

 Θα άναφερθώ ιδιαίτερα στους ’Αρμενίους για δύο λόγους: λόγω τής βυζαντινής πολιτικής υπόστασής τους και λόγω τής μικρασιατικής εστίας τού έθνους τους.

 Το θέμα μου, όπως ξέρετε, αφορά ειδικά την μεταξύ Μακεδονίας και Μ. Άσίας πληθυσμιακή σχέση και πιο συγκεκριμένα την παρουσία Μικρασιατών στη Μακεδονία, κατά τούς μέσους χρόνους, οπότε πολύ λογικά θα πρέπει να σταθώ ιδιαίτερα στους έκβυζαντινισμένους ’Αρμενίους τής Μακεδονίας.

Άς μου έπιτραπει όμως εισαγωγικά μια γενική παρατήρηση. Το οδικό δίκτυο, δηλ. οι δρόμοι πού συνδέουν τη Μακεδονία με τη Μ. Άσία κατά τη βυζαντινή εποχή, δέν διακόπηκαν ποτέ. Κι αυτό γιατί οι ζωτικοί ναυτικοί άξονες έμειναν πάντα στην ακτίνα δράσης τού βυζαντινού κωνσταντινοπολιτικού στόλου. Το συγκοινωνιακό αυτό δίκτυο έχει για σταθμούς στο βόρειο Αιγαίο τη Λήμνο και Θάσο, τα θρακικά νησιά Ίμβρο-Τένεδο, και βέβαια τα μικρασιατικά νησιά Μυτιλήνη-Χίο-Σάμο.

Το δρομολόγιο αυτό μας είναι γνωστό από τον Θεόδωρο Στουδίτη και από άλλα βυζαντινά κείμενα, για να μη μιλήσω για το δρομολόγιο του ’Αποστόλου Παύλου.

Χρησιμοποιεί το δρομολόγιο αυτό για αφετηρία ή τέρμα —έξαρτάται από που ξεκινοΰμε— τη Θεσσαλονίκη βέβαια για τη Μακεδονία και ως προς τη Μ. Άσία οδηγεί πρώτα στην Άβυδο, Λάμψακο και μετά έχει προέκταση ναυτική ή οδική στα νοτιότερα, στη Σμύρνη δηλαδή, στην ’Έφεσο καί ακόμη στο εσωτερικό τής κεντρικής και τής ανατολικής Μ. Άσίας —μιλώ για τον δρόμο Άμορίου-Άγκύρας-Ίκονίου.

Ή οδική, μέσω Κωνσταντινούπολης τώρα σύνδεση Μακεδονίας - Μ. Άσίας, δηλαδή αυτή πού χρησιμοποιεί την γνωστοτάτη Έγνατία οδό και μετά παίρνει τη διαγώνια εσωτερική οδό τής Μ. Άσίας, είναι βέβαια σε χρήση και αυτή, αλλά γνωρίζει συχνές διακοπές.

 Ή διαδρομή αυτή πρέπει κυρίως να θεωρηθεί ως το δρομολόγιο μεμονομένων μάλλον ατόμων, παρά ως δρομολόγιο των μεγάλων μετακινήσεων, εκτός βέβαια των Ποντίων τής Άσίας.

 Είναι δηλαδή ή διαδρομή πού εξυπηρετεί τις κρατικές ανάγκες. Το δρομολόγιο αυτό, μέσω Κωνσταντινούπολης, είναι το διοικητικό και εκκλησιαστικό, θα έλεγα, δρομολόγιο.
Πρέπει να πω ότι μας είναι γνωστό από τον Λουϊτπράνδο (τον 10ο αιώνα) και από πολλές βυζαντινές μαρτυρίες.

Θα προσπαθήσω τώρα συνοπτικά να επισημάνω κυρίως τις μαζικές μετακινήσεις των πληθυσμών πού σχετίζονται με την ιστορική εξέλιξη των περιοχών.

Πρέπει να πω ότι από την αρχαιότητα ξέρουμε —καί αυτό αδιάκοπα σχεδόν ως τα χρόνια μας— ότι τοπωνύμια και άνθρωπωνύμια τής θρακομακεδονικής περιοχής δηλώνουν τη στενή σχέση των πληθυσμών με την Μ. Άσία.

Αδιάψευστη απόδειξη οι πληροφορίες των επιγραφικών κυρίως μνημείων, πού αναφέρουν Μικρασιάτες, διάσημους και μη, να δρουν και να πεθαίνουν μακριά από την πατρίδα τους, «εις την οίκείαν» πια γι’ αυτούς «ξένην».

Θα περιγράψω κατά το δυνατόν το φαινόμενο στα χρόνια του Βυζαντίου, και ιδιαίτερα στην μετά τον Ιουστινιανό περίοδο, όταν δηλαδή οι εισβολές και οι δηώσεις και εγκαταστάσεις ξένων φύλων στα αύτοκρατορικά εδάφη υποχρέωσαν την Κωνσταντινούπολη να επεξεργαστεί και να εφαρμόσει μεθοδικά πληθυσμιακή και δημογραφική πολιτική, πού θα μπορούσε να τής εξασφαλίσει τον έλεγχο στις κλονιζόμενες περιοχές, την ασφάλεια των υπηκόων της και σε τελευταία ανάλυση τη δυνατότητα προσάρτησης και ένταξης στα συμφέροντά της άλλότριων εθνικών στρωμάτων και εθνικών στοιχείων.

 Ή μικρασιατική άνθρωποπηγή προσέφερε κάθε φορά το άνθρώπινο δυναμικό πού στήριζε την κωνσταντινουπολιτική αυτή πολιτική, δημιουργώντας παράλληλα τόν βασικό πυρήνα ακραιφνούς βυζαντινισμού, καλύτερα, θα έλεγα, ακραιφνούς ελληνισμού μέσα στις αποδυναμωμένες πληθυσμιακά, αλλά και κοινωνικά και οικονομικά, ακραίες περιοχές, πού ήταν σχεδόν αδιάλειπτα εκτεθειμένες στην εξωτερική απειλή.

Είναι γνωστό ότι ή Μακεδονία, ή επαρχία και τα θέματά της, δηλ. το θέμα του Στρυμώνος, το θέμα τής καθαυτό Μακεδονίας και το θέμα τής Θεσσαλονίκης, μεταβάλλονται γρήγορα, κυρίως από τον 8ο καί 9ο αιώνα, σε μεθοριακά φυλάκια, πού οι πληθυσμοί τους αντιμετωπίζουν τη βουλγαρική απειλή.


Θα θυμίσω εδώ ότι το βουλγαρικό βασίλειο ιδρύθηκε πρίν από το τέλος τού 7ου αιώνα.
 Επιπλέον ή περιοχή ύφίσταται την διαβρωτική επίδραση, θα έλεγα, τού ένδοβυζαντινού σλαβικού στοιχείου, τού στοιχείου πού στάθηκε συχνά άτίθασο άπέναντι στη βυζαντινή διοίκηση, και συχνότερα άκόμη φάνηκε και πρόθυμο και έτοιμο να προσφέρει βοήθεια και συνεργασία στους εξωτερικούς γειτονικούς ομοφύλους του, πάντοτε φανατικούς πολεμίους και εχθρούς τού Βυζαντίου, εννοώ βέβαια τούς Βουλγάρους.

Ή άνασφάλεια πού προκαλούσαν στους Βυζαντινούς οι άμφίμεικτες κώμες στή Μακεδονία πού άναφέρει ό Καμενιάτης για την περιοχή τής Βέροιας, οι επαναλαμβανόμενες στάσεις και αποστασίες τών σκαλβηνιών καί των αρχοντιών της Θεσσαλονίκης, του Στρυμώνος η της Σουβλετίας, πού μνημονεύει ό Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος γιά τά χρόνια τού Μιχαήλ Γ', καί γενικά ή άμφιταλαντευόμενη γνώμη των νεοφερμένων πληθυσμών της μακεδονικής μεθορίου απέναντι στην αυτοκρατορία καί τά ζωτικά συμφέροντά της, υποχρέωσαν τούς αύτοκράτορες τού Βυζαντίου να μετοικίσουν υποχρεωτικά τούς πληθυσμούς αυτούς με την αμφίβολη γνώμη καί νά έγκαταστήσουν στις εστίες τους έπήλυδες πού ήσαν, είτε λόγω εθνικής ταύτισης με τούς εντοπίους Βυζαντινούς, είτε λόγω των συνθηκών διαβίωσης στη νέα τους πατρίδα, πρόθυμοι να υπηρετήσουν την αύτοκρατορική επίσημη πολιτική και να εδραιώσουν τη βυζαντινή παρουσία στη Μακεδονία.

Χάρη στην υποχρεωτική μεταφορά κατοίκων των μικρασιατικών θεμάτων οργάνωσε ό Νικηφόρος A' στον 9ο αιώνα την εποίκιση τής Ελλάδος, συμπεριλαμβανομένης και τής Πελοποννήσου. 
Και αυτό μετά τις σλαβικές δηώσεις.
 Σωτήρα τής Ελλάδος ονόμασε χαρακτηριστικά ό P. Charanis τον αυτοκράτορα Νικηφόρο A'.

Στα πλαίσια τής αμυντικής αυτής πολιτικής πρέπει να τοποθετηθεί επίσης ή μετακίνηση ’Αρμενίων από την Ανατολή προς την Μακεδονία, στους γόνους των οποίων ανήκει, όπως είναι γνωστό, και ό αυτοκράτορας Βασίλειος Α', ό λεγόμενος Μακεδών.

’Ας θυμίσω εδώ ότι ή αμφίρροπη στάση των ’Αρμενίων τού Βυζαντίου, φιλική συνήθως απέναντι στους υπό την αραβική διοίκηση ομογενείς τους, συχνά απασχόλησε την αυτοκρατορική πολιτική και ανάγκασε την Κωνσταντινούπολη να λάβει μέτρα αυταρχικά πληθυσμιακής εξυγίανσης των συνοριακών περιοχών με την απομάκρυνση των άμφιτεριζόντων ’Αρμενίων, όπως τούς χαρακτηρίζει ό αυτοκράτορας Κωνσταντιντος Πορφυρογέννητος.

Ή άντιβυζαντινή διαγωγή και στάση των ’Αρμενίων τής ’Ανατολής, για την οποία μιλά ό Νικηφόρος Φωκάς στη «Νεαρά» του για τα στρατεύματα, καθώς και το «Παραδρομής πολέμου», όπως καί πολλά άλλα κείμενα, εξηγεί ίσως τα αυτοκρατορικά μέτρα τής υποχρεωτικής μετοίκισης άρμενιακών πληθυσμών τής ’Ανατολής και τής εγκατάστασής τους στή Μακεδονία και άλλου.

Σαμουήλ Β΄, Βούλγαρος ηγέτης (980-1014) 
 Το γεγονός μας επιτρέπει ίσως να σκεφθούμε ότι συγχρόνως οι φιλοβούλγαροι Σλάβοι τής Μακεδονίας μετακινήθηκαν με τη σειρά τους υποχρεωτικά μακριά από τη βουλγαρική μεθόριο προς τα ενδότερα τής Μ. Ασίας.

 Οπωσδήποτε είναι φανερό ότι με τον τρόπο αυτό οι Βυζαντινοί εμπόδισαν την με τον ομογενή τους εξωτερικό εχθρό συνεργασία των πληθυσμών αυτών και επέτυχαν την εδραίωση τής ασφάλειας και τής άμυνας των στρατηγικών συνοριακών περιοχών, τής Μακεδονίας δηλαδή,
απέναντι στους Βουλγάρους και των αρμενικών βυζαντινών θεμάτων τής ’Ανατολής απέναντι στους ’Αραβες.

Γνωρίζουμε λεπτομερειακά τις προς την ’Ασία υποχρεωτικές μετακινήσεις των Σλάβων τής Μακεδονίας.

Τοποθετούνται κυρίως στα χρόνια τού ’Ιουστινιανού Β' και αργότερα και έχουν το Όψίκιο, τη Βιθυνία δηλαδή για προορισμό.

Οι σλαβικές προς Μ. ’Ασία μετατοπίσεις μελετήθηκαν ήδη από πολλούς συναδέλφους.
Δέν θα σταθώ εδώ.

 Μέλημά μου σήμερα είναι ή κίνηση πληθυσμών από τη Μ. ’Ασία προς τη Μακεδονία και όχι το αντίθετο.

 Γι’ αυτό, μια και ό λόγος για την επίσημη αυτοκρατορική πολιτική, αφού μιλήσω λίγο για τη μετακίνηση των ’Αρμενίων προς τη Μακεδονία και τα επακόλουθά της, θα αναφερθώ κυρίως στην παρουσία μικρασιατικών ομάδων και ατόμων, συνδεδεμένων με την ιστορία τής βυζαντινής Μακεδονίας λόγω τής συμμετοχής της στον κρατικό μηχανισμό.

Όσον αφορά στους ’Αρμενίους πρέπει να θυμίσω ότι σχεδόν αδιάλειπτα οι βυζαντινές αρχές ευνόησαν την προς το Βυζάντιο μετακίνηση ’Αρμενίων προσφέροντας γη και προνόμια.
Οι περσικοί πόλεμοι και οι άραβο-βυζαντινοί αγώνες σημαδεύουν την αρμενική έξοδο.

 Οι δηώσεις τής μεγάλης ’Αρμενίας από τούς ’Αραβες προκάλεσαν ένα από τα σπουδαιότερα κύματα μετανάστευσης ’Αρμενίων.
Τοποθετούνται γύρω στο 910. Ή εγκατάσταση ’Αρμενίων στη Σεβάστεια, στη Λυκανδό, στην Καππαδοκία προκάλεσε σχεδόν την άρμενοποίηση των ανατολικών συνόρων.

 Ό Λέων Διάκονος μιλά ανεπιφύλακτα για χώρο, τόπο ’Αρμενίων, πού αρχίζει ήδη από την Λυκανδό. Αυτοί οι νεοβυζαντινοί ’Αρμένιοι τής Καππαδοκίας στο Βυζάντιο σταδιοδρομούν συνήθως ως στρατιωτικοί.
’Έτσι τούς βρίσκουμε να υπηρετούν συχνά στα ευρωπαϊκά θέματα στη Μακεδονία.

 Το παράδειγμα τού Μελία και των άζατών του, δηλαδή των συντρόφων του, κατά τα μέσα τού 10ου αιώνα, στη μάχη και στον αγώνα εναντίον των Βουλγάρων είναι ασφαλώς ένα από τα πιο χαρακτηριστικά.

 Ίσως τότε, αρχές-μέσα 10ου αιώνα, θα πρέπει να τοποθετήσουμε τη δεύτερη ομαδική εγκατάσταση των ’Αρμενίων στη Μακεδονία —πρώτη θεωρώ αυτή πού έφερε στην περιοχή μεταξύ άλλων και την οικογένεια τού Βασιλείου στον 9ο αιώνα— και τελευταία αναφέρω αυτήν πού διέταξε ό Τσιμισκής (αφορά κυρίως στους Παυλικιανούς αιρετικούς ’Αρμενίους).

Θα κλείσω τη μνεία για την εγκατάσταση των ’Αρμενίων στή Μακεδονία σημειώνοντας ότι τα κείμενα πού μας παραδίδουν δηώσεις και καταστροφές στη Θεσσαλονίκη και στην περιοχή της από εχθρούς τού Βυζαντίου, π.χ. τούς Νορμανδούς τούς σταυροφόρους ή τούς Τούρκους, φέρουν συχνά τούς ’Αρμενίους να συμπράττουν με τον εξωτερικό πολέμιο —άντιβυζαντινή στάση πού κάπως δικαιολογεί την άντιαρμενική συχνά πολιτική των επίσημων και μη Βυζαντινών.

 Τα φιλολογικά και άλλα κείμενα τής εποχής μας παρέχουν πολλαπλά δείγματα τής αμοιβαίας άρμενο-βυζαντινής δυσπιστίας.
 ’Αναφέρω: φαϋλον, ϋπουλον, κρυπτόν, πολυπλανές, πεφυσιωμένον για τούς Βυζαντινούς το γένος των ’Αρμενίων «φαίνεται τα Ρωμαίων φρονειν, αλλά ευρίσκεται τα των Σαρακηνών προκρίνον»,
όπως λέει χαρακτηριστικά ό Πορφυρογέννητος.

Επικροτεί επίσης ό Ευστάθιος Θεσσαλονίκης λέγοντας: «εν οι ’Αρμένιοι όντες τοις πολεμίοις (μέ τούς Νορμανδούς δηλαδή), καί εκείνων άκόμη θερμότεροι».

’Εξ ου ή βυζαντινή παροιμία «αν έχεις φίλον ’Αρμένιον χείρονα εχθρόν μή θέλε».
 Αύτό ίσως εξηγεί, παρ’ όλη τη βυζαντινοποίηση και τον έκβυζαντινισμό τους, ότι οι ’Αρμένιοι υπόκεινται σε μέτρα απαγορευτικά όσον αφορά τις συνοικίσεις τους και το κτίσιμο των εκκλησιών τους, όπως άλλωστε και οι άλλοι αλλόγλωσσοι και ετερόδοξοι.

’Αναφέρω:«ήγουν ’Ιουδαίοι, ’Αρμένιοι, ’Ισμαηλίτες, ’Αγαρηνοί και λοιποί κατοικούν ουκ άναμείξ των χριστιανών, αλλά κεχωρισμένως καί οί ’Αρμένιοι, εί εν τόπω ένθα περιγράφονται καί ναούς κτίζωσι καί τής αίρέσεως αύτών έκτελούσι, μένουσι ανεπηρέαστοι. Άν δέ τούς όρους ύπερβαίνουσι κωλυθήσονται καί τά οικοδομήματα αύτών καταστρα- φήσονται».

Αυτή είναι απάντηση πού δίνει ό επίσκοπος Κίτρου ’Ιωάννης, γνώστης των πραγμάτων, στην ερώτηση τού αρχιεπισκόπου Δυρραχίου.
Το περιεχόμενο και το είδος τού εγγράφου δηλώνουν τις δυσκολίες συμβίωσης των ’Αρμενίων με τούς κατοίκους τής περιοχής μας.

 Ό αιρετικός χαρακτήρας τής πίστης των ’Αρμενίων προέχει φαίνεται κάθε άλλης ιδιότητάς τους, εννοώ τής συμμετοχής τους στην αυτοκρατορική διοίκηση.

Σε άλλο ύφος και σε άλλο χώρο μας οδηγεί βέβαια ή εξέταση των μικρασιατικών ομάδων και ατόμων πού έδρασαν στη Μακεδονία και πού διακρίθηκαν ως φορείς τής βυζαντινής εξουσίας.

 Κι αυτό πολύ συχνά στα πλαίσια τής επαρχιακής διοίκησης, χάρη βέβαια σε ένα επίσημο πολιτικό, στρατιωτικό ή εκκλησιαστικό έργο, αντιπροσωπεύονται ιδιαίτερα από τούς αξιωματούχους τής αυτοκρατορίας τής Νίκαιας, όταν ή Νίκαια κατέλαβε τη Μακεδονία πριν άκόμη ελευθερώσει την Κωνσταντινούπολη.

Θα αναλύσω τη μικρασιατική αυτή ομάδα κάνοντας μια γενική παρατήρηση πού άφορά στο ρόλο τής Μ. Άσίας στη μείζονα ιστορία τού Βυζαντίου, πράγμα καθοριστικό και για το επιμέρους θέμα πού εξετάζουμε.
Χαρακτηριστικά θα αναφέρω ότι οι επαναστάσεις και στάσεις, πού έκλόνισαν κατά καιρούς τον βυζαντινό θρόνο, εστιάζονται όλες σχεδόν στη Μ. Ασία, στην πατρίδα των μεγάλων στρατιωτικών οίκων και γενών.

 Ή ισχύς των ανατολικών μικρασιατικών θεμάτων οδήγησε συχνά τούς ανασφαλείς αύτοκράτορες να μεταφέρουν στη Δύση στρατηγούς, με τη συνοδεία τους βέβαια, πού είχαν ρίζα και είχαν διακριθεί στην ’Ανατολή.

Αυτό ήταν άλλωστε το αποτέλεσμα των μέτρων τού Βασιλείου Β' του Βουλγαροκτόνου μετά την επανάσταση των δύο Βάρδα, δηλαδή τού Βάρδα Φωκά και τού Βάρδα Σκληρού.

 Αυτή ήταν ή εφαρμογή τής συμβολής πού του έδωσε ό Βάρδας, όταν νικημένος πια προέτρεψε τον Βασίλειο Β . αν ήθελε να εξασφαλίσει τον θρόνο του και την τάξη στην αυτοκρατορία όφειλε, «ταπεινώσαι τα στρατεύματα», όπως μας λέει ό Κεκαυμένος.

 Ποια άλλη μεγαλύτερη ταπείνωση, άποχαμωμα από το να άπομακρύνει τούς φυσικούς αρχηγούς των στρατευμάτων, δηλαδή τα μικρασιατικά γένη, από την πρώτη τους εστία, την ’Ανατολή;
Ιδού λοιπόν, νομίζω, γιατί βρίσκουμε έπικεφαλής των δυτικών πραγμάτων και θεμάτων εγκατεστημένους στη Μακεδονία με τις οικογένειές τους, κυρίως στη Θεσσαλονίκη, πλήθος Μιρκασιάτες, ιδιαίτερα από τον 10ο-11ο αιώνα και εδώ.

Θα άποτελέσουν γρήγορα πυρήνα συσπείρωσης και συγκέντρωσης νέων συμπατριωτών τους, πού με τη σειρά τους θα διακριθούν στη διοίκηση των εύρωπαϊκών επαρχιών.

 Εχουν τώρα για αναφορά και κέντρο τη Θεσσαλονίκη, έδρα τού στρατοπεδάρχη, του μόνου στρατηγού δηλαδή τής όλης Δύσης. 

Θα άναφέρω συνοπτικά τούς Δοκειανούς, τούς Ταρχανειώτες τούς Χάλδους, τούς Κεκαυμένους, τούς Παμφύλους, τούς ’Αποκάπηδες και ακόμη τούς Πόθους και τούς ’Αργυρούς κ.α., για να άρκεστώ στους διοικητικούς λειτουργούς.

Όσον αφορά στα εκκλησιαστικά στελέχη ή πνευματική έξέχουσα θέση του Άθω, από τον 11ο αϊώνα και εδώ με άποκορύφωμα τά παλαιολόγεια χρόνια, εξηγεί τήν εισροή καί αδιάκοπη προσέλευση στή Μακεδονία εκκλησιαστικών καί μοναστικών προσωπικοτήτων από τή Μ. Άσία, επισκόπων, μητροπολιτών, ήγουμένων κι αύτό κυρίως μετά τήν παρακμή τής μοναστικής πολιτείας στήν ’Ανατολή, τήν παρακμή δηλαδή τοϋ βιθυνιακοϋ Όλύμπου, τοϋ Λάτρους, τοϋ Γαλήσίου ή άκόμη τής ’Ίδης, τής Πέτρας, επακόλουθο τής τουρκικής προόδου, τής σελτζουκικής ποωτα καί τής τουρκομανικής καί οθωμανικής αργότερα.

Πρέπει εδώ νά τονίσω ότι τό άποδυνάμωμα τής βυζαντινής εξουσίας στή Μ. Άσία έξαιτίας τής έκρυθμης κατάστασης, πού προκάλεσαν εχθρικές εισβολές καί μακροχρόνιες εγκαταστάσεις πολεμίων, στάθηκε συχνά ή βασική αιτία μετακίνησης πρός τήν Ευρώπη, Θράκη καί Μακεδονία προσφύγων, πού εγκαταλείπουν, αν όχι οριστικά, οπωσδήποτε γιά πολλά συνήθως χρόνια, τίς προγονικές τους εστίες.

 Τό φαινόμενο παίρνει τίς διαστάσεις μαζικής εξόδου από τά τέλη τοϋ 13ου ως σχεδόν τά τέλη τοϋ 13ου αιώνα, έξαιτίας βέβαια τής τουρκικής κατάκτησης τής Μ. Ασίας, όταν, όπως μάς λέει ένα βραχύ χρονικό τής αρχής κιόλας τοϋ 14ου αιώνα, είχε αιχμαλωτιστεί ή πάσα Ανατολή.

Μολονότι ή έξοδος καί ή φυγή αύτή πρός τήν Ευρώπη παρουσιάζεται σάν άποτέλεσμα ιδιωτικής άπόφασης καί πρωτοβουλίας, είναι άναμφισβήτητο ότι ή ευρύτητα καί ή συχνότητα τοϋ φαινομένου άνάγκασαν τίς επίσημες άρχές νά οργανώσουν, άν όχι τήν μετοίκηση, άσφαλώς τήν περίθαλψη τών προσφύγων.

 Ή οργάνωση συσσιτίων άπό τίς εκκλησιαστικές κυρίως άρχές, όπως π.χ. άπό τόν πατριάρχη Αθανάσιο, άπαντοϋν σ’ αύτή τήν άνάγκη.

’Επίσης έργο τών άρχών πρέπει νά ήταν καί ή μέριμνα γιά τήν ένταξη τών Μικρασιατών στόν νέο κοινωνικό καί οικονομικό περίγυρό τους, καί βέβαια στήν κρατική μηχανή.

 Ή μνεία τών Κλαζομενιτών στρατιωτών, εγκατεστημένων στά μακεδονικά έδάφη —υπάρχει πύλη Κλαζομένια στίς Σέρρες— άποτελει άπόδειξη τής προσπάθειας αυτής.

 Ή κατ’ επίδοση άπονομή τών έγκαταλελειμένων μικρασιατικών επισκοπών καί μητροπόλεων σέ μακεδονικές εκκλησιαστικές διοικήσεις καί ενορίες (π.χ. ή Άγκυρα στή Θεσσαλονίκη κλπ.) άποτελει, νομίζω, ένδειξη τής εγκατάστασης, άν όχι τών κατοίκων, οπωσδήποτε ενός μέρους τοϋ κλήρου τών μητροπόλεων αυτών στίςνέες εστίες, στίς επισκοπές καί μητροπόλεις in partibus Μακεδονίας.

Ή παρουσία τέλος Μικρασιατών διανοουμένων στά πράγματα καί στίς διαμάχες πού ταράζουν τόν θρησκευτικό βίο μέ άναφορά πάντα τό Αγιο Όρος, όπως μάς τό δείχνει ή ογκώδης αλληλογραφία τών διανοουμένων τής εποχής, συνηγορουν, μου φαίνεται, γιά τήν ευρύτητα τού φαινομένου.

Δέν θά έπαναλάβω εδώ τίς παρατηρήσεις καί τά συμπεράσματα, πού ειχα τήν ευκαιρία νά παρουσιάσω διεξοδικά χάρη στήν εξέταση τής οικογένειας τών Μονομάχων καί μέ αφορμή τίς εμπορικές επαφές τής περιοχής τής Φιλαδέλφειας μέ τήν Μακεδονία καί ειδικότερα μέ τήν Θεσσαλονίκη κυρίως κατά τόν 14ο αιώνα, τότε δηλαδή πού ή Φιλαδέλφεια έμενε ή μόνη ακόμη ελεύθερη άπό τούς Τούρκους βυζαντινή περιοχή στή Μικρασία καί εδώ δέν συμπεριλαμβάνω βέβαια τή μικρασιατική Τραπεζούντα καί τήν αυτοκρατορία της.

 Θά θυμίσω μονάχα ότι πολύτιμα στοιχεία γιά τή μελέτη τής εγκατάστασης Μικρασιατών, άτόμων μεμονομένων ή ευρύτερων ομάδων μάς προσφέρουν τά φιλολογικά κείμενα τής εποχής.

Άνέφερα τήν επιστολογραφία, όπως π.χ. τού Γαβαλά, τού Οίναιώτη (είναι άκόμη άνέκδοτη), τού Γαβρά, τού Μάξιμου Πλανούδη κ.ά. Θά προσθέσω μονωδίες καί επιτάφιους λόγους στή μνήμη Μικρασιατών, όπως π.χ. τού Γαβαλά γιά τόν Καλλέργη, καί θά ύπογραμμίσω τέλος τή σπουδαιότητα τών πληροφοριών πού παρέχουν τά νουθετιτικά εκκλησιαστικά κείμενα, όπως π.χ. τού πατριάρχη Κόκκινου πρός τούς Ηρακλειώτες πού κατέφυγαν μετά τήν άλωση τής πατρίδας τους στά 1351 στή Θράκη καί στή Μακεδονία.

 Περιττό άσφαλώς νά έπαναλάβω πόσο πολύτιμα είναι τά άρχειακά έγγραφα πού άσχολούνται μέ τόν ιδιωτικό βίο καί μέ εμπορικές συναλλαγές —βεβαίως έχω, ύπόψη μου τά έγγραφα τού Άθω, άλλά καί τίς πατριαρχικές καί μητροπολιτικές άποφάσεις τίς σχετικές μέ γάμους, διαζύγια, συναλλαγές, εκδόσεις, άγοραπραξίες και διαμάχες σχετικά μέ τήν έγγειο ιδιοκτησία.

Ή άνάλυση τών πηγών αύτών μάς δείχνει ένα άσταμάτητο σχεδόν ρεύμα Μικρασιατών (άποκλειστικά τώρα Βυζαντινών) πρός τή Μακεδονία. 

Τό κύμα ευρύνεται έξαιτίας τών άντιξοοτήτων πού γνωρίζει ή βυζαντινή Μ. Άσία μέ τόν βενετογενουατικό άνταγωνισμό καί βέβαια κυρίως μέ τήν τουρκική κατάκτηση, ογκώνεται μέ τήν πτώση τής Κωνσταντινούπολης καί τής Αυτοκρατορίας τής Τραπεζούντας, όταν δηλαδή οί ποντιακοί πληθυσμοί καταφεύγουν, εϊτε πρός τίς πειρατικές άκτές τής Κριμαίας Χερσώνας, εϊτε πρός τίς ευρωπαϊκές άκτές τού Πόντου, ή καί σ’ αύτή τήν Κωνσταντινούπολη.

Είναι γνωστό ότι τή συλλημένη πόλη, μετά τήν δήωση καί τή λεηλασία, προσπάθησε ο καταχτητής να ζωντανέψει μέ νεοφερμένους μικρασιατικούς κυρίως πληθυσμούς.

Πολλοί άπό τούς νεήλυδες προωθούνται άπό τήν Πόλη πρός τήν Θράκη καί Μακεδονία, οί πιό τυχεροί καταφεύγουν στά μοναστηριακά κτήματα, αφθονα στήν περιοχή μας, αύτά πού χαίρουν ειδικών προνομίων, οί άλλοι εγκαθίστανται στίς μακεδονικές πόλεις.

Άς τελειώσω όπως άρχισα μέ μιά δρομολογική άκόμη παρατήρηση: άφορά στίς διασυνδέσεις τών άσιατικών άκτών τής Μαύρης Θάλασσας μέ τήν Μακεδονία καί τόν ρόλο τής Κωνσταντινούπολης στά βυζαντινά καί μεταβυζαντινά χρόνια ώς υποχρεωτικού περάσματος μεταξύ Μ. Άσίας καί Μακεδονίας.

Νομίζω πώς είναι χρήσιμο νά υπογραμμίσουμε ότι ή διαμέσου Κωνσταντινούπολης μετακίνηση τών Μικρασιατών στή Μακεδονία είναι σχεδόν ύποχρεωτική μόνο γιά τούς ποντιακούς πληθυσμούς, πού έρχονται κατ’ ευθείαν άπό τήν πατρίδα τους πρός τή Μακεδονία.

 Είναι γνωστό ότι Πόντιοι μέσω Κωνσταντινουπόλεως (όπως π.χ. οί Ήρακλιώτες τού Πατριάρχη Φιλόθεου) ή μή, συχνά καί κατά κύματα έγκαταστάθηκαν στήν βόρεια Ελλάδα.

Τό τελευταίο ποντιακό προσφυγικό κύμα φτάνει ώς τίς μέρες μας: είναι επακόλουθο τής μικρασιατικής καταστροφής του 1922 καί της ανταλλαγής πληθυσμών μετά τή συνθήκη τής Λω- ζάνης, αλλά καί τής πολιτειακής αλλαγής στήν πρώην Σοβιετική Ένωση, πού προκάλεσε τήν πρόσφατη έξοδο τών Ποντίων τής Ρωσίας πρός τήν Ελλάδα.

Στίς συχνές αυτές προσφυγικές μικρασιατικές εγκαταστάσεις όφείλεται ασφαλώς ή ονομασία «Προσφυγομάνα» γιά τή Θεσσαλονίκη καί τήν περιοχή της: δηλώνει τήν άμέριστη μέριμνα τής Μαρτυροφύλακτης πόλης γιά τά νεοφερμένα τέκνα της. 

Πρέπει όμως επίσης νά τονίσουμε ότι οί πολυάριθμοι Μικρασιάτες, πού κατέφυγαν στή Μακεδονία έδειξαν μέ τόν μόχθο καί τόν κόπο τους τήν ύϊκή πρός τή νέα τους πατρίδα αφοσίωση.

 Όχι μόνο συγχωνεύθηκαν καί αφομοιώθηκαν μέ τούς ιθαγενείς, αλλά πλούτισαν μέ νέες εμπειρίες καί νέα βιώματα τήν πολιτιστική παράδοση τών αυτοχθόνων μακεδονικών πληθυσμών.

 Έτσι έδημιούργησαν τίς συνθήκες γιά τήν υποδοχή καί προσέλευση συνεχώς νέων μικρασιατικών δυνάμεων: ένα είδος μικρασιατικής προσφυγικής αλληλεγγύης φαίνεται ν’ αναπτύχθηκε στόν μακεδονικό χώρο κι αύτό από τούς παλαιοτάτους χρόνους ώς τά σήμερα.

Ας τελειώσω λέγοντας τή βαθειά μου πεποίθηση: οί Μικρασιάτες-πρόσφυγες στή Μακεδονία έγιναν γρήγορα καί παραμένουν πάντα βασικός παράγοντας προόδου καί εύμάρειας τής περιοχής, καί άποτελούν απόδειξη καί ζωντανή εγγύηση τής ελληνικότητας τής μακεδονικής γής τον χθές καί τού σήμερα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: